Άνοιξη 2020

Άνοιξη 2020

Αντί προλόγου

Δοκιμές από το Τμήμα Πεζογραφίας «Γράφω το δικό μου βιβλίο»

Εαρινό εξάμηνο 2020 

Ήταν ένα παράξενο εξάμηνο. Όλα πρωτόγνωρα, όλα για πρώτη φορά. Φόβος και εγκλεισμός. Μαθήματα εξ αποστάσεως. Το ραντεβού της Τρίτης για το μάθημά μας ήταν πλέον στην οθόνη του υπολογιστή.

Δε μας πτόησε.

Στα δύο τελευταία μαθήματα συναντηθήκαμε στον καθαρό αέρα. Σε έναν κρυφό κήπο στον ακάλυπτο μιας πολυκατοικίας και, μετά, σε μια απλόχωρη βεράντα. Ίσως να ήταν και οι συνθήκες που μεγεθύνουν τα πράγματα: η χαρά μας ήταν μεγάλη και μεταδοτική. Τα μαθήματα και οι διαδικτυακές μας συναντήσεις ήταν στήριγμα και δύναμη. Το σταθερό ραντεβού της εβδομάδας σε έναν κόσμο που δεν ήταν όπως παλιά.

Πέρασε ο καιρός, τσουγκρίσαμε τα ποτήρια μας. Πήγαμε στη θάλασσα. Διαβάσαμε αγαπημένα κείμενα σε έναν κήπο στη Χαλκιδική.

Στο τμήμα του εαρινού εξαμήνου 2020, ορισμένοι ήδη εξέδωσαν το βιβλίο τους, κάποιοι ετοιμάζονται να εκδώσουν και άλλοι βρίσκονται σε στάδιο συγγραφής και επιμέλειας του έργου τους. Μερικοί είναι αρχαίοι και αγαπημένοι μαθητές, που παρακολουθούν το τμήμα εδώ και χρόνια και χτίζουν το βιβλίο ή τα βιβλία τους, άλλοι φρέσκα φιντάνια που συνεχίζουν από το τμήμα των αρχαρίων. Αλλά και καινούριοι μαθητές και μαθήτριες που εντάσσονται στην ομάδα μας και την μπολιάζουν με τις ιδέες και τη ζέση τους. Όλοι γεμάτοι πάθος και όρεξη γι’ αυτό που κάνουν.

Να ευχηθώ, από την καρδιά μου, να ανταμώσουμε ξανά. Να δώσουμε τα χέρια.

Καλοτάξιδα τα βιβλία σας, αγαπημένοι μου!

Είθε να ανταμώνουμε και να ξεφαντώνουμε, που λέει και το άσμα.

Σοφία Νικολαΐδου

*****

Άβρα Αυδή

Η βιτρίνα

Περπατώ στο σκοτάδι. Νιώθω την καρδιά να χτυπά. Ένα ζεστό κύμα ξεκινάει από το κεφάλι μου και με κατακλύζει ολόκληρη. Ιδρώνουν τα χέρια. Στο βάθος λάμπει ένα φως. Επιταχύνω. Η καρδιά μου πάει να σπάσει. Αστράφτει μπροστά μου η βιτρίνα. Κρύσταλλα, πορσελάνες, ασημικά γυαλίζουν εκθαμβωτικά. Σηκώνω το σπαθί μου και ορμώ να την σπάσω, να τα κάνω γυαλιά καρφιά. Το χέρι μου παραλύει, καθηλώνεται μετέωρο. 

Ξυπνώ αναστατωμένη και κάνω καφέ να ξελαμπικάρω. Θυμάμαι τη μέρα που μπήκα νιόνυμφη στην τραπεζαρία του οικογενειακού σπιτιού. Σφίχτηκε η ψυχή μου. Τραπέζι, καρέκλες, πολυθρόνες, μπουφές, βιτρίνα όλα σκούρο καφέ σχεδόν μαύρο.

-Τραπεζαρία στιλ ανγκλέ, μασίφ καρυδιά, σκαλισμένη στο χέρι, είπε η πεθερά μου. Την παραγγείλαμε στον Βαράγκη, όταν παντρευτήκαμε.  

Κοίταξα προσεκτικά τα έπιπλα. Όφειλα να δείξω ότι αναγνωρίζω την αξία τους. Καρέκλες με δερμάτινη επένδυση. Μπουφές με σκαλισμένα γεωμετρικά σχέδια, ρόμβους, τετράγωνα και κύκλους.  Τραπέζι με πόδια λιονταριού.

Σταμάτησα μπροστά στη βιτρίνα και η πεθερά μου ανέλαβε την ξενάγηση.

-Στο κάτω ράφι μια φοντανιέρα κρυστάλλινη Murano, ένας παλιός οβάλ καθρέφτης με επίχρυση σκαλιστή κορνίζα και ένα βάζο Bαccarat  σε χρώμα αμέθυστου. Στο μεσαίο ράφι έξι κρυστάλλινα ποτήρια Bαccarat και ένα ασημένιο σερβίτσιο τσαγιού με τσαγιέρα, ζαχαριέρα και γαλατιέρα. Ένα κηροπήγιο από κρύσταλλο Βοημίας και ένας ασημένιος δίσκος με εγχάρακτα τριαντάφυλλα και τα αρχικά της οικογένειας.  Στο επάνω ράφι δύο πιάτα από πορσελάνη Rosenthal, απομεινάρια από το   σερβίτσιο φαγητού της μητέρας μου. Τα μωβ πέταλα βιολέτας με τα χρυσά φύλλα είναι ζωγραφισμένα με το χέρι.  Το κινέζικο βάζο, σε παστέλ χρώματα, σιελ και βεραμάν, είναι αντίκα. 

Στη βιτρίνα θα βάλεις και κάποια δώρα από τον γάμο σου, κατέληξε η πεθερά μου.

Ανοίξαμε τα πακέτα και ξεδιαλέξαμε τα δώρα για τη βιτρίνα. Πρώτα τα ασημικά. Την ασημένια μπομπονιέρα της κουμπάρας με τα λεπτοδουλεμένα σκαλίσματα γύρω γύρω σαν δαντέλα. Την αυγουλιέρα, ένα κομψοτέχνημα της γιαννιώτικης τέχνης, δώρο του μπαμπά μου, όταν ήμουνα μικρή. Ένα σφαιρικό σκεύος για γλυκό του κουταλιού με δώδεκα κουταλάκια, χαρισμένο από τη θεία Ζίτσα που κατάφερε να το διασώσει από το ξεπούλημα της κατοχής. Τρία μπωλ για ξηρούς καρπούς από τον Γιώργο, τον αγαπημένο φίλο του άντρα μου.

Η πεθερά μου έκρινε κατάλληλα για τη βιτρίνα δύο ακόμη δώρα από τις δικές μου φίλες, την Εύη και την Άρτεμη. Ένα οβάλ βάζο, με σχέδια από σφυρήλατο ασήμι και πέτρες Swarovski, και μια μινιατούρα περσικής τέχνης, που απεικονίζει έναν άντρα που παίζει μουσική  για την αγαπημένη του. 

Βάλαμε τα δώρα στη βιτρίνα και στρώσαμε τραπέζι. Η πεθερά μου μας είχε ετοιμάσει κοτόσουπα και κοτόπουλο με πατάτες στο φούρνο. Μόλις ήρθε ο άντρας μου καθίσαμε να φάμε. Ανταλλάξαμε χαμηλόφωνα δυο κουβέντες και μετά σιωπή. Ακούγονταν μόνο τα κουτάλια καθώς χτυπούσαν ελαφρά στα πιάτα. Θυμάμαι  καλά πόσο λαχτάρησα εκείνη τη μέρα το πολύβουο σπίτι μου με τις αδιάκοπες συνομιλίες,  τις φωνές, τους καυγάδες και τις μουσικές από το ραδιόφωνο που ήταν μονίμως ανοιχτό.

Χθες επισκέφτηκα το οικογενειακό σπίτι του άντρα μου. Βρήκα τη βιτρίνα στο χωλ. Είχε μέσα μόνο ένα αρκουδάκι. Είναι η μασκότ του γιού μου που μένει εκεί. Βάλθηκε να κάνει αλλαγές.

-Μάνα, τα τζίτζιλα μίτζιλα της βιτρίνας τα πακετάρησα και τα ανέβασα στο πατάρι. Μην ανησυχείς. Είναι απολύτως ασφαλή. Όποτε θέλεις τα παίρνεις. Ξέρεις στο πατάρι βρήκα τη μάσκα της ξιφασκίας και το φλερέ σου. Τα θέλεις ή να τα δώσω στον ανεψιό μου; Θα ενθουσιαστεί.   

-Να τα δώσεις στο παιδί. Τι να τα κάνω εγώ; Δεν μου χρειάζονται πια. Εξάλλου ποτέ δεν τα κατάφερνα στην ξιφασκία.

***

Κωνσταντίνος Αυγερινάκης

~~~ Μηδέν ~~~

Ήταν μόλις τριάντα τέσσερα κι όμως ένιωθε γέρος.

Γι’ αυτόν οι αριθμοί ήταν γυναίκες, σώματα, κτίρια, γλυπτά, μικρές τρώγλες σε απόκρημνα φαράγγια, αυλές χαμένων παλατιών με κήπους που θα ζήλευαν και οι Βαβυλώνιοι, ορειχάλκινα αγάλματα σαν τον κολοσσό της Ρόδου, καμουφλαρισμένα φίδια που καραδοκούσαν στο σκοτάδι. Τα τελευταία ήταν και τα πιο επικίνδυνα, αλλά είχε μάθει να τα αναγνωρίζει από τον ανεπαίσθητο θόρυβο που τρεμόπαιζε στις ακμές των γειτονικών αριθμών, τα εμφάνιζε στην οθόνη με μια απλή εξίσωση διαφορικών και τα διέγραφε για πάντα.

Εδώ και καιρό είχε ξεφορτωθεί το βαρύ λειτουργικό των παραθύρων. Ήθελε όλους τους πόρους για μία και μοναδική αποστολή. Την ανίχνευση του σημείου μηδέν. Πολύ μιλούσαν γι’ αυτό αλλά κανείς δεν ήξερε ποια ήταν και πού. Σήμερα ωστόσο ένιωθε πως κάτι πλανιόταν στον ψηφιακό αέρα των ατέλειωτων αριθμών. Φόρτωσε μια δόση καφεΐνης, ταίριαξε την κάσκα επαυξημένης πραγματικότητας καλά στο κεφάλι και χώθηκε να αναζητά ψύλλους στα άχυρα. Ή καλύτερα τελίτσες, ιερογλυφικά και νούμερα στο μαυροπράσινο καντράν. Έψαξε για ώρα και κει που όλα του φαινόντουσαν ίδια εμφανίστηκε μπροστά του τόσο απρόσμενα αυτό που έψαχνε χρόνια τώρα. Όμορφο, στρογγυλό και ολοκληρωμένο στην ολότητα του. Το σημείο 0!

.~.~ 0 ~.~.

Τα γόνατα του λύγισαν και ένιωσε να λύνεται η ψυχή του. Χρησιμοποίησε αρχικά τις ειδικές διόπτρες υπερπολλαπλασιαμού εικονοστοιχείων για να δει καλύτερα. Ο πίνακας των αριθμών δεν του έλεγε κάτι. Παραμόρφωσε τον περιβάλλοντα χώρο αλλά τίποτα. Χρησιμοποίησε κάποιες διαφορικές για να τον λειάνει αλλά πάλι κανένα αποτέλεσμα. Ύστερα από κάμποση ώρα και πολύ κόπο αποφάσισε να σώσει και να βγει από το σύστημα. Ήξερε πως δεν θα έβρισκε την λύση σήμερα και χρειαζόταν να ξεκουραστεί προτού συνεχίσει. Βγάζοντας την κάσκα ένιωσε να χάνει την ισορροπία και παραλίγο να σωριαστεί χάμω. Τα αυτιά του βουίζαν, τα μάτια πάσχιζαν να εστιάσουν στα πράσινα νούμερα του ψηφιακού ρολογιού και έσυρε το κουρασμένο του κορμί κάτω από τα σκεπάσματα για να αποσυνδέθηκε από αυτόν τον κόσμο. Έτοιμος να ταξιδέψει στο ασυνείδητο. Να βάλει μπρος τα όνειρα να λύσει τους γρίφους της ζωής. Κι έτσι κοιμήθηκε βαθιά, πολύ βαθιά.

Μια αχτίδα φωτός δραπέτευσε από το σκίαστρο των παραθυρόφυλλων και τρεμόπαιξε στα μάτια του. Αδύναμη αλλά απαιτητική. Θερμή αγγελιοφόρος του ερχομού της καινούργιας μέρας. Απεσταλμένη του υπέρλαμπρου και αιώνιου άστρου που σαν άνθρωπος ένιωθε ως κέντρο του σύμπαντος. Άνοιξε τα μάτια και έκανε να σηκωθεί. Μετά από τόσα χρόνια αναζήτησης σε αυτή την απόμακρη καλύβα, ένιωθε ξαφνικά τόσο περίεργα ξεκούραστος.

Κοίταξε τριγύρω το χάος. Κουτιά πίτσας πεταμένα στο πάτωμα, κρεμασμένες κάλτσες από ετοιμόρροπες καρέκλες, μουχλιασμένα πιάτα και ποτήρια στον νιπτήρα, μυρμήγκια να πηγαινοέρχονται κουβαλώντας τα ψίχουλα στον μακρινό προορισμό τους. Η μέρα έμοιαζε τόσο πανέμορφα μουδιασμένη. Ο ήλιος, το δροσερό αεράκι, τα στάσιμα σύννεφα στον ουρανό. Έβαλε μια φόρμα και βγήκε έξω μετά από πολύ καιρό. Αποφάσισε να περπατήσει και κατευθύνθηκε στο πυκνό μονοπάτι των αρχαίων πανύψηλων δέντρων. Μια νοτισμένη ψύχρα που διαπερνούσε τα κόκκαλα. Το χώμα ήταν υγρό και αφράτο. Μούχλα, μανιτάρια, σαπισμένα φύλλα σε αποσύνθεση και κλαδιά να τρίζουν στην έλευση του γίγαντα.

Ακολούθησε τα μυρμήγκια να δει μέχρι που θα έφτανε αυτή η φάλαγγα των λιλιπούτειων εξερευνητών. Αυτό συνεχίστηκε για πολύ ακόμα, ωσότου χάθηκε ξανά στη θύμηση του σημείου μηδέν και μόνο ύστερα από αρκετή ώρα, που συνάντησε ένα αμμώδες ύψωμα, θυμήθηκε πως είχε ξεμακρύνει αρκετά. Δαιδαλώδεις στενοί διάδρομοι ερχόντουσαν από τις έξι άκρες του δάσους έτσι ώστε χιλιάδες μυρμήγκια να καταφέρνουν να  μεταφέρουν την τροφή τους στον ουρανό.

Αποφάσισε να σκαρφαλώσει κι’ αυτός. Κάθε του βήμα και μια τεράστια ποσότητα άμμου γλιστρούσε από το ύψωμα στο δάσος. Οι διάδρομοι διαλύονταν και σε λίγο αναγκάστηκε να ανεβαίνει έρποντας για να μην γλιστρήσει και βρεθεί στον πάτο. Τα χέρια του γέμισαν μυρμήγκια και τα σιχαμένα τον τσιμπούσαν σαν αντίπαλοι που μάχονταν για το ποιος θα φτάσει πρώτος στην κορφή.

Αρκετή ώρα μετά πάτησε στέρεο έδαφος. Μια απέραντη κατακόκκινη αμμώδης πεδιάδα. Τα μυρμήγκια συνέχιζαν την ξέφρενη πορεία στο υπερπέραν. Συνέχισε κι αυτός. Όταν όλα φαίνονταν να μην έχουν τέλος είδε κάτι σαν καπνό να ανυψώνεται στον ορίζοντα. Σε λίγο στεκότανε πάνω από κατάμαυρη οπή, στην οποία τα μυρμήγκια συγκλίναν από τις 6 νοητές γραμμές του ορίζοντα και χάνονταν βαθιά μεσ’ στο σκοτάδι. Κοίταξε καλύτερα και φάνηκε σαν κάτι να του θυμίζει όλο αυτό:

.~.~.~.~.

.~.~ 0 ~.~.

.~.~.~.~.

Φαινόταν να το έχει ξαναδεί.

Πλησίασε να δει καλύτερα.

Όχι σε αυτόν τον κόσμο, αλλά κάπου αλλού…

Γλίστρησε και την στιγμή που τον κατάπινε το βαθύ σκοτάδι θυμήθηκε!

Το σημείο μηδέν!

Τοκ, Τοκ, Τακ

Τοκ, Τοκ, Τακ

Τακουνοκρουσία!

Τοκ, Τοκ,

Καιρό είχε ν’ ακούσει αυτόν τον ήχο

Τακ!

ΤΟΚ, ΤΟΚ,

Ήταν σχεδόν δίπλα του

  • “Ξύπνα υπναρά 7 πήγε η ώρα!”,

Άνοιξε τα μάτια και είδε την νεαρή μητέρα του να ανοίγει τις κουρτίνες.

Έβαλε το χέρι στα μάτια.

  • “Θ’ αργήσεις στο σχολείο! Κατέβα να φας!”, είπε εκείνη και έφυγε από το εφηβικό δωμάτιο του.

Είδε την παλιά κονσόλα και την κάσκα πεταμένη στο πάτωμα. Ήταν πάλι 17!

Στον δρόμο για το σχολείο, απλά κάθισε και απόλαυσε την φωνή της μάνας του. Είχε χρόνια να την δει και να την ακούσει. Οι αχτίδες τρέχανε σαν αστέρια που σκάνε στην ατμόσφαιρα του ουρανού και τα μαλλιά της ανέμιζαν λυτά σαν πλοκάμια στην ακροθαλασσιά. Την επόμενη στιγμή όλα είχαν τελειώσει και εκείνη του είπε να ανοίξει την πόρτα και να κατέβει καθώς το σχολείο τον περίμενε να εκπληρώσει το μαθητικό του χρέος. Την φίλησε στο μάγουλο και έκλαψε καθώς έβγαινε από το αυτοκίνητο. Πίστευε πως δεν θα την ξαναδεί ποτέ ξανά.

Εκείνη δεν κατάλαβε τίποτα γιατί είχε σημαντικότερα πράγματα να κάνει. Η δουλειά και η ρουτίνα δεν γνωρίζει από ανθρώπινους συναισθηματισμούς. Έπειτα είδε όλους τους φίλους, τους γνωστούς, τους συμμαθητές, την παλιά του αγάπη, αλλά ήξερε πως κι όλα αυτά ήταν πρόσκαιρα και αποφάσισε να μην δώσει σημασία.

Απλά ένα γεια, ένα νεύμα και κατευθύνθηκε στο δάσος.

Στον δρόμο για την επιστροφή στο πατρικό του σπίτι.

Στο μέρος που γεννήθηκε και μεγάλωσε…

Πώς είχαν συμβεί όλα αυτά; Πώς είχε βρεθεί να κάνει αυτό το άλμα στον χρόνο; Ήταν πραγματικά εδώ ή όλο αυτό γύρω του ήταν ένα καλοστημένο ψηφιακό κατασκεύασμα; Κοίταξε καλύτερα γύρω του. Δέντρα, σκιές, πέτρες, θάμνοι, αέρας, μυρωδιές, κρύο, λουλούδια, σύννεφα. Θα μπορούσαν να είναι αριθμοί. Ψηφιακές εκφάνσεις ενός αναλογικού διηνεκούς. Μήπως δεν είχε βγει ποτέ από την καλύβα; Μήπως ακόμα ονειρευόταν; Μήπως ήταν στον ψηφιακό κόσμο ψάχνοντας το σημείο 0; Μήπως είχε πεθάνει ψάχνοντας για το 0; Μήπως ήταν η ζωή μετά ή μέσα στο 0; 

Τότε είναι που είδε το παλιό πηγάδι. Τόσα χρόνια ξεχασμένο. Περνούσε από δω με τον αδερφό του και κοιτούσαν το μαύρο νερό. Εκείνος έλεγε είναι 17 μέτρα βαθύ και μια φορά ένας φίλος του είχε φτάσει στον πάτο με μια ανάσα. Φυσικά αυτός πάντα ορθολογιστής δεν μπορούσε να το πιστέψει… Σε καμία περίπτωση δεν θα μπορούσε να φτάσει κάποιος σε ένα τέτοιο βάθος με μια ανάσα και ακόμα και να έφτανε η πίεση θα του συνέθλιβε τα μηνίγγια.

Στάθηκε πάνω από το πηγάδι. Το νερό ήταν όπως θυμόταν, κατάμαυρο. Έπιασε μια χούφτα και την έφερε στο στόμα. Αψύ, σκληρό και γεμάτο μέταλλα. Έκατσε δίπλα και κοίταξε γύρω τα δέντρα που συγκλίναν προστατευτικά πάνω από το πηγάδι. Ανεπαίσθητα τα ζωγράφισε στο χώμα.

.1.~.~.1.

.1.~ 0 ~.1.

.1.~.~.1.

Αριθμοί, παντού αριθμοί σκέφτηκε. Σαν το μηδέν και τις συγκλίνουσες ακμές από το υπερπέραν.

Κι αν το μηδέν τελικά δεν ήταν σημείο στον χώρο αλλά μια υπερευθεία στον χρόνο που συνδέει την αρχή με την μέση και μετά το τέλος, τότε δεν έψαχνε για χωρικό σημείο αλλά για χρονικό. Μια μαύρη τρύπα σκέφτηκε και ζωγράφισε το σημάδι του απείρου.

Δύο μηδενικά στον χρόνο.

Η αρχή είναι το τέλος και το τέλος η αρχή…

Ήταν τόσο προφανές.

Με αποφασιστικότητα έβγαλε τα ρούχα και έμεινε τσίτσιδος. Ανέβηκε στην άκρη του πηγαδιού και βούτηξε τα πόδια στο παγωμένο νερό.

17 μέτρα δρόμος σκέφτηκε ή καλύτερα 17 χρόνια ;

Πήρε μια βαθιά ανάσα και βούτηξε. Με τα μάτια ορθάνοιχτα γαντζώθηκε στις πέτρες και τράβηξε προς το άγνωστο σκοτάδι. Ο μόνος δρόμος ήταν μπροστά, σκοτεινός αλλά ελπιδοφόρος. Διαπερνούσε το σημείο μηδέν σκέφτηκε και όδευε ξανά στην αρχή, στην γέννηση.

Το οξυγόνο τελείωνε και γαλάζιες φωτεινές αχτίδες σχηματίστηκαν μπροστά του.

Πέθαινε;

Μήπως όλο αυτό ήταν μια απάτη;

Φοβόταν,

Ξεχνούσε,

Τραβούσε,

Και βουτούσε προς το άγνωστο,

Μια ακόμη σπρωξιά σκέφτηκε κι όλα είχαν τελειώσει.

Έκλεισε τα μάτια και περιπλανήθηκε χωρίς ανάσα στο σκοτάδι.

Σε λίγο έχασε τις αισθήσεις του.

Χαρούμενος και μπερδεμένος.

Ένας εκτυφλωτικό φως του έτσουξε τα μάτια.

Όλοι γύρω του φωνάζαν…

Μαζί κι αυτός.

Τον σήκωσε ένας ασπροφορεμένος άντρας στον αέρα και τον γύρισε να δει τον κόσμο.

Αντίκρυσε την μητέρα του 17 χρόνια νεότερη, αλλά πλέον δεν θυμόταν τίποτα.

Όλα είχαν ξαναρχίσει από το μηδέν!

***

Εύη Γιαλαμά

Η φωτογραφία

   Όταν ήταν παιδί, του άρεσε να την παίρνει μαζί του στα απογευματινά παιχνίδια στη γειτονιά. Ήταν η συντροφιά του στον Καραγκιόζη και  στις βόλτες με τα ποδήλατα και η βοηθός του κάθε φορά που έπαιζαν υπαίθριο περίπτερο. Έβαζαν στο χαρτοκούτι όλα εκείνα τα μικροπαιχνιδάκια που είχαν βαρεθεί να παίζουν ή εκείνα που είχαν χάσει το ταίρι τους, τις μπίλιες που ήταν διπλές και τα αυτοκόλλητα από τις σοκοφρέτες του σχολείου και περίμεναν με λαχτάρα να τα πουλήσουν και να δουν ποιος θα κέρδιζε τις περισσότερες δραχμές.

    Γελούσε μαζί της όταν θύμωνε και χοροπηδούσε με μανία και στρίγλιζε και τα σπαστά καστανά μαλλιά της  ανακατεύονταν σαν τρελά κάθε φορά που δεν της έκαναν το χατίρι. Την πείραζε και για τα όνειρα που έβλεπε τα βράδια και τους ξεσήκωνε όλους στο σπίτι με τις φωνές της. Αυτή θύμωνε πάλι και έλεγε πως κανείς δεν μπορεί να καταλάβει πόσο πολύ φοβόταν κάθε φορά που οι εφιάλτες την επισκέπτονταν. Μα αυτός συνέχιζε να γελάει και  απολάμβανε πόσο όμορφη γινόταν όταν δεν μπορούσε να βρει το δίκιο της.

     Μια φορά του ζήτησε να της φτιάξει μια ντουλάπα για να βάζει μέσα τα ρούχα από τις κούκλες της. Επιστράτευσε όλη του τη μαεστρία και της έφτιαξε μια μικρή ξύλινη κατασκευή από κόντρα πλακέ με ραφάκια και συρταράκια και ένα κομμάτι άσπρο ύφασμα για πόρτα. Εκείνο το απόγευμα του έδωσε την πιο μεγάλη ζεστή αγκαλιά και του έκανε όλα τα χατίρια. Μέχρι και το παγωτό της μοιράστηκε μαζί του, για την ακρίβεια του έδωσε δέκα μεγάλες  γλειψιές.  Την άλλη μέρα καθώς  τακτοποιούσε τα ρούχα στη μικρή ξύλινη ντουλάπα, αυτός  πήγε κρυφά και της πήρε την κούκλα που τραγουδούσε -δώρο του νονού της  από την Αθήνα- έβγαλε τον μηχανισμό και τον διέλυσε στα βασικά συστατικά του. Βίδες, γρανάζια, μπαταρίες και εκείνο το μικρό δισκάκι, έχασκαν όλα στο πάτωμα σαν ναυάγιο που το ξέβρασε η θάλασσα. Του είχε πει πως δεν θα τον συγχωρέσει ποτέ και πάνω που πήγαινε να ηρεμήσει να ’σου η κούκλα να την κοιτάζει λυπημένη και ποτάμι να τρέχουν ξανά τα μαύρα δάκρυα.

      Όταν ήταν παιδί της άρεσε να την παίρνει μαζί του στις βόλτες με τους φίλους του, στις μικρές περιπέτειες με τη μηχανή του, στα μουσικά ταξίδια του. Της άρεσε να ανεβαίνει στη μηχανή και να νιώθει κόντρα στην ταχύτητα του ανέμου εκείνο το συναρπαστικό ρίγος της ελευθερίας.  Μετά ήρθαν τα πρώτα σκιρτήματα της νιότης, όταν οι φίλοι του της χάριζαν όμορφες λέξεις, ένα κοίταγμα, τραγούδια με την κιθάρα. Πάντα υπό την προστασία του.

    Όταν όμως δεν την έπαιρνε μαζί του και έλειπε με τη μηχανή, μια αδιόρατη ανησυχία την κυρίευε. Δεν έκλεινε μάτι μέχρι να γυρίσει. Όλοι στο σπίτι της λέγανε να πάψει να ανησυχεί.

    Όταν πέρασε στο Πανεπιστήμιο, έμαθε χρόνια μετά πως εκείνη τη μέρα έτρεξε σε όλους τους φίλους και συγγενείς να πει τα νέα και η χαρά του ήταν απερίγραπτη. «Τα κατάφερε», έλεγε. «Σώθηκε, ελευθερώθηκε». Τα γράμματα που της έστελνε τα τελείωνε πάντα με τη φράση «Να διαβάζεις». Κι αυτή  του απαντούσε «Να προσέχεις».

    Τελευταία φορά που του μίλησε ήταν μια μέρα πριν μπει στη λίστα. Του χαμογελούσε και του έδινε τρυφερές συμβουλές και ελπίδες ότι όλα θα πάνε καλά.

Είχε βαρεθεί να ακούει τον εαυτό της να τον ρωτάει αν πήρε όλα τα φάρμακα και πόσο νερό ήπιε σήμερα. «Πώς μπορείς να λες σε έναν άνθρωπο τριάντα ετών να μην πίνει πολύ νερό», αναρωτιόταν και όλο και πιο πολύ βυθιζόταν στη λύπη της. «Πονάω», της είπε. «Μπορείς να μου τρίψεις την πλάτη ;» Κοίταξε στιγμιαία το αδυνατισμένο του σώμα και το όμορφο χλωμό πρόσωπο με τα σπαστά καστανά μαλλιά.  Δίστασε. Τον ακούμπησε απαλά. Ήθελε να τον αγκαλιάσει, αλλά δεν το έκανε. Φοβόταν ότι θα ένιωθε εκείνη τη ρωγμή μέσα της. Την επόμενη μέρα είχε κανονίσει να κεράσει στην κλινική σοκολατένια παστάκια σε σχήμα καρδιάς. Πίστευε πως έτσι θα ξορκίσει το κακό.

  Είναι πάλι μια από εκείνες τις μέρες που την πιάνει εκείνη η ύπουλη νοσταλγία. Στην αρχή σε τυλίγει ανεπαίσθητα σαν λεπτό στρώμα ομίχλης και μετά σε πνίγει ασφυκτικά. Είναι και εκείνη η αγκαλιά που δεν του έδωσε ποτέ. Κι εκείνα τα «Σ΄αγαπώ», «Μου λείπεις» και «Συγγνώμη» που αιωρούνται ακόμη σαν μυστικές υποσχέσεις. Άραγε είχε καταλάβει ότι δεν του κράτησε ποτέ κακία για εκείνη την κούκλα που της χάλασε ;

    Ανοίγει το συρτάρι. Παίρνει ένα σοκολατάκι, δαγκώνει λίγο από τη γωνία του και το αφήνει. Η ίδια πικρή γεύση. Βγάζει την αγαπημένη της φωτογραφία. Χριστούγεννα 1979. Αυτή έχει στο βλέμμα της την έκπληξη των τρίχρονων παιδιών που τους φαίνονται όλα πρωτόγνωρα και μαγικά. Αυτός της κρατάει το χέρι  σφιχτά. Ο φύλακας άγγελος της. Η καρδιά της.

***

Κατερίνα Ζωγραφάκη

Από μακριά

Το ταξίδι με τον πατέρα του ο Μάνος το περίμενε εδώ και πολύ καιρό. Και να που, εντελώς απρόσμενα, λίγο πριν να κλείσουν τα σύνορα λόγω της πανδημίας, ταξίδευαν με την τελευταία πτήση για τη Γαλλία. Ο Σεμπαστιάν ήθελε κάποτε να κάνει διακοπές στην Ελλάδα με το δικό του σκάφος και φέτος που το αποφάσισε του έτυχε κάτι απρόοπτο. Σκέφτηκε λοιπόν να βρει κάποιον να το μεταφέρει και εκείνος κανόνισε να έρθει με τη γυναίκα του αεροπορικώς. Ο πατέρας συμφώνησε να μεταφέρουν το σκάφος του παλιού του φίλου στην Ελλάδα από το λιμάνι της Λα Ροσέλ που βλέπει στον Ατλαντικό.

Μάνος: «Αν μου το έλεγαν οι φίλοι μου ότι φέτος θα έκανα ένα τέτοιο ταξίδι, δεν θα τους πίστευα. Μόλις μου είπε ο μπαμπάς για τη σκαφάρα του κυρίου Σεμπαστιάν πέταξα από τη χαρά μου. Επιτέλους, θα βολτάρω στους ωκεανούς και τις θάλασσες. Το έλεγα σε κάποιους, ονόματα δεν λέμε, κι εκείνοι κορόιδευαν. Θέλω να δω τα μούτρα τους όταν θα δουν τις φωτογραφίες που θα ανεβάσω στην ομαδική.

Δεν έχω ξανακάνει τόσο μεγάλο ταξίδι. Θα περάσουμε ωραία με το μπαμπά μου».

Πατέρας: «Ο Σεμπαστιάν είναι παλιός φίλος από τότε που σπούδαζα στη Γαλλία. Κι όταν μου πρότεινε να φέρω το σκάφος του από τη Λα Ροσέλ σκέφτηκα, γιατί όχι. Είναι ευκαιρία να κάνουμε εκείνο το ταξίδι που λέγαμε τόσον καιρό και τα οικονομικά μας δεν το επέτρεπαν. Ο Σεμπαστιάν μας πληρώνει τα αεροπορικά εισιτήρια κι ό,τι χρειαστεί. Θα περάσουμε καλά με τον πιτσιρικά μου».

Στο αεροδρόμιο της Λα Ροσέλ τους περίμενε ο Σεμπαστιάν. Ο Μάνος ήταν ενθουσιασμένος. Κατέβηκαν στο λιμάνι και πήγανε κατευθείαν στο σκάφος. Είναι η πρώτη φορά που θα κάνει ένα τόσο μεγάλο ταξίδι κι όλα του φαίνονται καινούργια.

Μάνος: Μόλις φτάσαμε στο λιμάνι αρχίσαμε να ετοιμάζουμε το σκάφος για το ταξίδι. Εννοείται πως μου ανέθεσαν ένα σωρό δουλειές, από το να τσεκάρω τις μπαταρίες για το φακό μέχρι να δω πού είναι τα σωστικά. Πόσες ώρες τακτοποιούσα τις προμήθειες που αγοράσαμε από το σούπερ μάρκετ της μαρίνας.  Ψόφησα! Ο μπαμπάς είπε ότι πρέπει να μάθω τα κατατόπια του σκάφους για να ξέρω πού είναι το κάθε τι, να τον βοηθάω χωρίς πολλές ερωτήσεις.

Πατέρας: «Δεν είδαμε καθόλου την πόλη. Έπρεπε να βιαστούμε. Με όλη αυτή την ανακατωσούρα του κορονοϊού ακούσαμε ότι θα κλείσουν το λιμάνι. Τελικά οι Γάλλοι μας άφησαν να φύγουμε εύκολα. Πρώτη φορά αρμένιζα στον ωκεανό. Περάσαμε από τις στήλες του Ηρακλή και μπήκαμε στη Μεσόγειο. Ο καιρός ήταν καλός. Τα σύνορα έκλειναν το ένα μετά το άλλο και τα λιμάνια δεν δέχονταν ταξιδιώτες.

Μάνος: «Όταν περνούσαμε την Ιταλία ανατρίχιασα όπως τότε που πήγαμε στη Σπιναλόγκα. Το είπα στο μπαμπά κι εκείνος μου χαμογέλασε».

Πατέρας: «Έξω από την Ιταλία ο μικρός μου θύμισε την Σπιναλόγκα. Σάμπως κι εμείς κάπως έτσι δεν είμαστε; Απομονωμένοι κι ανεπιθύμητοι».

Εδώ κι ενάμιση μήνα σπίτι τους είναι το σκάφος. Αυτό βέβαια δεν τους είναι πρωτόγνωρο. Στην Ελλάδα το σπίτι τους λέγεται Γαλήνη και είναι δεμένο στη μαρίνα του Λαυρίου. Εκεί ξεχειμωνιάζουν. Το καλοκαίρι το γραφείο των γονέων μεταφέρεται στον σκάφος, όλα γίνονται ηλεκτρονικά. Μόλις τελειώσει το σχολείο ξεκινούν τα ταξίδια. Στην παρέα τους άλλοτε έρχεται κάποιος από τους φίλους του μικρού κι άλλοτε η Εριέττα, η ξαδέρφη του.

Εκεί στη Γαλήνη τους περιμένει τώρα η μητέρα. Καμιά φορά περνάει η Εριέττα για να μάθει νέα τους. Όταν αρμενίζουν κοντά στην στεριά, μπορούν να συνδεθούν για αρκετή ώρα στο διαδίκτυο, τότε είναι που έχουν επαφή με φίλους και δικούς στην Ελλάδα.

Μάνος: «Αυτή η Εριέττα με έχει πρήξει τελευταία. Το χιλιομετάνιωσα που της έστειλα ένα γεια τις προάλλες! Όποτε έχω σήμα στο κινητό με περιμένουν καμιά δεκαριά μηνύματα.  Όλο, "Μένουμε σπίτι" και δεν αντέχω, βαριέμαι του θανατά και άλλα τέτοια. Εγώ, τι να πω; Ας βγει να πάει καμιά βόλτα τον σκύλο. Εγώ θα πήγαινα στο σούπερ μάρκετ για ψώνια και καλά. Έτσι θα έβλεπα και την Ελένη που δουλεύει εκεί μετά το σχολείο. Τώρα, ούτε βόλτα, ούτε κορίτσι, βιντεοκλήσεις και facebook. Αχ, την πεθύμησα την Ελένη μου. Τα βράδια κοιτάζω τον ουρανό και σκέφτομαι ότι βλέπουμε το ίδιο αστέρι. Άστα, τόσες μέρες στο νερό έγινα ρομαντικός. Πού να το πω στην Εριέττα, μέχρι εδώ θα ακούγονταν τα γέλια της. Σου λέει, τόσον καιρό μας το παίζεις σκληρός και τώρα... αχ και βαχ».

Πατέρας: «Όταν μπήκαμε στο Αιγαίο ο μικρός ήταν όλο χαρά. Περίμενε πώς και τι να φτάσουμε στο Λαύριο».

Μάνος: «Δεν δάγκωνα καλύτερα τη γλώσσα μου;»

Πατέρας: «Τρεις φορές αλλάξαμε ρότα γιατί τόσες φορές άλλαξε και η μέρα που θα σταματούσε η απαγόρευση και θα μπορούσαμε να μπούμε στο λιμάνι».

Μάνος: «Σε λίγο δεν θα ‘χουμε να φάμε. Και νερό, τελειώνει κι αυτό. Μας περιμένει και μισός μήνας καραντίνα, λες και δεν ήμασταν αρκετά απομονωμένοι τόσον καιρό».

Με τα πολλά έφτασαν έξω από το λιμάνι του Λαυρίου αλλά δεν μπορούν να πλησιάσουν. Εχθές το λιμεναρχείο ανακοίνωσε κι άλλη παράταση της απαγόρευσης κατάπλου λόγω κορονοϊού.

Πατέρας: «Αναμονή μέχρι νεωτέρας, είπα στο μικρό και δεν του άρεσε πολύ. Είναι σαν το λιοντάρι στο κλουβί».

Μάνος: «Έστειλα μήνυμα στην Εριέττα: ΤΡΕΛΑΙΝΟΜΑΙ!».

Εδώ και ώρα το παιδί στέκεται στην πλώρη. Βλέπει από μακριά ένα φουσκωτό να πλησιάζει. Στην αρχή νομίζει ότι είναι του λιμενικού αλλά όχι. Είναι η Εριέττα με τον καπετάν Νικόλα που το σκάφος του είναι αραγμένο δίπλα στη Γαλήνη. Φέρνουν εμφιαλωμένα, σάντουιτς και δυο μπετόνια βενζίνη. Έχουν και φρέσκα νέα.

Μάνος: «Τέρμα η απαγόρευση. Επιτέλους, θα βγούμε στη στεριά και δεν θα 'χει καραντίνα. Η μαμά μας περιμένει με ένα σωρό φαγητά. Στο σκάφος θα στήσουμε γιορτή, θα 'ναι όλοι εκεί. Έτσι είπε ο καπετάν Νικόλας.

Τέλεια! Όχι άλλο θάλασσα! Σου 'ρχομαι, Ελένη...»

***

Φωτεινή Καϊοπούλου

Μια ασήμαντη ιστορία

    Τα αυτοκίνητα ακινητοποιήθηκαν στο φανάρι. Άναβε και ξανάναβε το πράσινο. Αυτόματα, χέρια και πόδια ακολουθούσαν κινήσεις μιας εκκίνησης που δεν έλεγε να ολοκληρωθεί. Η βροχή, εκτός από νερό, έφερε στην πόλη κυκλοφοριακό χάος. Οι βλαστήμιες πεζών και οδηγών έπεφταν στην άσφαλτο μαζί με τις σταγόνες.

Η γυναίκα άνοιξε την πόρτα του κομμωτηρίου και στάθηκε για λίγο κάτω από το γείσο. Την είδα να καθρεφτίζεται στη βιτρίνα του και να διορθώνει μια τούφα από τα μαλλιά. Εντυπωσιακή. Κρατούσε στα χέρια μια πολύχρωμη ομπρέλα με ξύλινη λαβή. Το διακριτικό της φίρμας προεξείχε από τη χούφτα και δήλωνε την υψηλή τιμή. Ήταν μια κομψή κυρία, μετρίου αναστήματος, με ψηλοτάκουνες δερμάτινες μπότες, ασορτί τσάντα και καμπαρτίνα στο χρώμα του φύλλου ελιάς. Όλα επάνω της απέπνεαν κοκεταρία και πλούτο. Η ηλικία ακαθόριστη. Σκέφτηκα ότι θα μπορούσε να είναι τριάντα πέντε έως και πενήντα. Η ορατότητα από τα τζάμια του αυτοκινήτου δεν επέτρεπε να διακρίνω λεπτομέρειες στα χαρακτηριστικά της. Είχαν αρχίσει να θαμπώνουν απ΄ τη βροχή.

Πρώτα, έσφιξε τη ζώνη της καμπαρτίνας. Καθρεφτίστηκε άλλη μια φορά στη τζαμαρία, ίσιωσε την πλάτη, τίναξε το κεφάλι, άνοιξε την πολύχρωμη ομπρέλα με την ξύλινη λαβή και βγήκε στη βροχή. Πέρασε ακριβώς δίπλα μου – μύρισα την κολόνια της. Ήταν σίγουρα πάνω από σαράντα πέντε. Διέσχισε το δρόμο ανάμεσα από τα αυτοκίνητα. Με προσοχή, για να μην βουτήξει στα ποταμάκια με τις διάσπαρτες φουσκάλες που κατηφόριζαν. Στάθηκε για λίγο κάτω από την τέντα ενός περίπτερου και κοίταξε διερευνητικά στο βάθος του δρόμου. Περίμενε κάποιον που αργούσε. Έκανε μια μικρή βόλτα, ακτίνας πέντε μέτρων και στάθηκε να διαβάσει το κηδειόχαρτο με το μαύρο και χρυσό περίγραμμα που ήταν κολλημένο στην κολόνα της Δ.Ε.Η. Είχε βραχεί αλλά ήταν ευανάγνωστο. Πρώτα άνοιξε διάπλατα το στόμα. Μετά, έφερε το χέρι να κλείσει το άνοιγμα και ύστερα, το άλλο χέρι, αυτό που κρατούσε την ομπρέλα, κατέβηκε αργά-αργά. Η βροχή, που συνέχιζε να πέφτει ακατάπαυστα, άρχισε μεθοδικά και σταθερά να αποδομεί στο κεφάλι της κομψής κυρίας, αυτό που τις προηγούμενες ώρες, δημιούργησαν οι κομμώτριες με βαφές, πιστολάκια, διογκωτικούς  αφρούς, κεριά στιλπνότητας και σπρέι για γερό κράτημα.

Το φανάρι άναψε πράσινο και τ΄ αυτοκίνητα τσούλησαν επιτέλους.

***

Κωνσταντία Κοζανίτου

Η φωνή της Πολυνίκης

(απόσπασμα από μυθιστόρημα)

Τα μάτια μου έκλειναν, στο στομάχι μου μια ανακατωσούρα. Με μια παντόφλα έτρεξα στην τουαλέτα. Έβγαλα τα σωθικά μου. Ήμουνα σίγουρη πια, έπρεπε να πάω σε γιατρό. Ποιον όμως; Σε κανένα γιατρό μέχρι τώρα δεν είχα ανοίξει τα πόδια μου. Άντε και έβρισκα και μετά, θα είχα το κουράγιο να το ρίξω; Το ήθελα δεν το ήθελα, ούτε που ήξερα. Μόνη μου πως θα τα κατάφερνα; Ο Ζήσης ούτε φωνή ούτε ακρόαση. Πέρασαν δυο μήνες από την τελευταία μας φορά. Ποτέ δεν αργούσε τόσο. Ντύθηκα με το ζόρι. Με περίμενε μια δύσκολη μέρα στη δουλειά. Θα έρχονταν εμπορεύματα από το εξωτερικό και η γραφειοκρατία του λιμανιού απαιτούσε γερά νεύρα. Επιπλέον γινόταν διαδηλώσεις τελευταία για το Κυπριακό και έκλειναν οι δρόμοι.

Ήταν πολύ χειρότερα απ’ ό,τι περίμενα. Το στομάχι μου άργησε να ηρεμήσει, το τηλέφωνο κουδούνιζε διαρκώς, κόσμος μπαινόβγαινε στην επιχείρηση ως αργά το απόγευμα κι ο Δήμος παρατήρησε τη χλομάδα μου. Του αράδιασα ένα σωρό ψέματα. Με συνόδεψε στο σπίτι.                                                                                                                             

-Μη με βγάζεις απ’ τη ζωή σου, Πολυνίκη. Έχουμε απομακρυνθεί τελευταία. Νομίζεις ότι είμαι τυφλός; Κάτι σοβαρό σου συμβαίνει. Άσε με να σε βοηθήσω.

- Ένα κρύωμα είναι, Δήμο, και η κούραση. Δεν στάθηκα λεπτό σήμερα. Ύπνος μου λείπει. Μη βάζεις ιδέες στο κεφάλι σου. Αύριο θα είμαι περδίκι. Τα λέμε το πρωί, καληνύχτα.

Τον έδιωξα με το ζόρι. Έπρεπε να σκεφτώ, να πάρω αποφάσεις. Το κεφάλι μου κόντευε να σπάσει. Κάθισα στο κρεβάτι. Δεν είχα το κουράγιο ούτε το πανωφόρι μου να βγάλω. Κρατούσα το κλειδί της εξώπορτας ακόμη στο χέρι μου. Η απόφαση πάρθηκε χωρίς δεύτερη σκέψη. Βγήκα στο δρόμο. Βράδιαζε. Κατηφόρισα στην Ερμού. Ασυναίσθητα κοιτούσα τα κουδούνια. Τίποτα. Ξαναπήρα την Εγνατίας. Στα εκατό μέτρα βρήκα αυτό που έψαχνα. Γυναικολόγος-Μαιευτήρ Δημήτριος Αλεξίου. Χτύπησα το κουδούνι.

Παρόλο που ο γιατρός ήταν διακριτικός, αισθάνθηκα άβολα. Ρώτησε το όνομά μου, την ηλικία μου, αν είχα προβλήματα υγείας. Του δήλωσα ψεύτικο όνομα, δεν ρώτησε αν είμαι παντρεμένη. Με έβαλε να ξεντυθώ από τη μέση και κάτω πίσω από ένα παραβάν. Με οδήγησε στο ειδικό κρεβάτι εξέτασης. Μου έδωσε ένα σεντόνι να σκεπάσω τη γύμνια μου. Περίμενα με αγωνία την επόμενη κίνηση ώσπου ένιωσα τα δάχτυλά του να με ψαχουλεύουν. Δεν φόρεσε γάντια.                                                                                           

Πέντε λεπτά αργότερα.                                                                                                                                 

- Συγχαρητήρια. Είστε δύο μηνών, έγκυος. Θα σας γράψω τις εξετάσεις που πρέπει να κάνετε.                                                                                                                

-Γιατρέ, δεν είμαι σίγουρη ότι μπορώ να κρατήσω αυτό το παιδί. Αν θελήσω να κάνω… Αναλαμβάνετε;                                                                                                                                           

Κόμπιασα. Δεν μπορούσα να πω τη λέξη.                                                                                          

-Αποκλείεται. Είναι παράνομη πράξη. Αντίθετη με τη συνείδησή μου. Κάποια μαμή, έναντι αδρής αμοιβής, ίσως να την έκανε. Δεν το συνιστώ όμως. Πρέπει να το σκεφτείτε πολύ σοβαρά. Η διακοπή της εγκυμοσύνης με ανασφαλείς μεθόδους και συνθήκες υγιεινής εμπεριέχει πολλούς κινδύνους. Πιθανώς να προκληθεί ανεπανόρθωτη ζημιά στη μήτρα και να μην μπορείτε να κυοφορήσετε στο μέλλον.                                                                                                                                          

Έφυγα σαν κυνηγημένη. Τα λόγια του γιατρού σφύριζαν στ’ αυτιά μου. Μαμές, βοτάνια, απήγανος  συντρόφευαν τις σκέψεις μου. Πως  έφτασα στο σπίτι, πως μπήκα ούτε που κατάλαβα. Ρίχτηκα στο κρεβάτι. Κουκουλώθηκα με τη κουβέρτα. Έβαλα και το κεφάλι μου μέσα, σκέπασα τα αυτιά μου για να μην ακούω τη φωνή μου. Δάγκωνα τη γλώσσα μου για να μη φωνάξω, να μην ξεσηκώσω την οικοδομή με τις κραυγές μου. Δάκρυα δεν έβγαιναν, στέγνωσε το μέσα μου.

Σουτ, μη μιλάς, μη φωνάζεις. Αργά το σκέφτηκες, χρυσή μου. Όταν έπεφτες στο κρεβάτι με το Ζήση, καλά ήταν, τώρα;

-Τι φωνή είσαι εσύ; Έρχεσαι μόνο όταν σου κατέβει; Γιατί δεν με συμβούλευες τόσον καιρό; Πού ήσουν, όταν σε χρειαζόμουν; Πες μου τώρα τι να κάνω, ο Ζήσης μ’ αγαπάει, το ξέρω, αλλά πού είναι, αν δεν έλθει ποτέ, αυτό το παιδί θα γεννηθεί χωρίς πατέρα. Κι εγώ τι θ’ απογίνω;

 -Δεν σκέφτεσαι το παιδί, για τον εαυτό σου σκιάζεσαι. Ο Ζήσης σε παράτησε. Ποιος ξέρει κι αν δεν παντρεύτηκε εκεί στη ξενιτιά, σε κανένα κολχόζ.  Ρίξτο λέω εγώ, αλλιώς…                                                                                                                                               

-Αλλιώς τι;

-Πολυνίκη, Πολυνίκη! Είσαι καλά; Άνοιξε την πόρτα!                                                                                                               

Η πόρτα τρανταζόταν ολόκληρη από τα χτυπήματα. Το κουδούνι χτυπούσε σαν δαιμονισμένο. Οι φωνές του Δήμου πάγωσαν την απάντηση που περίμενα.                                                  

-Τι κάνεις εσύ εδώ;

- Ξαναγύρισα. Ήσουν σαν πεθαμένη πριν, ανησύχησα.                                                                                      

Άνοιξα την πόρτα να περάσει. Πήγε κατευθείαν στην κουζίνα. Επέστρεψε μ’ ένα φλιτζάνι χαμομήλι.

-Καλύτερα να φύγεις, Δήμο. Θέλω να μείνω μόνη. Να σκεφτώ.                                                                            

Τράβηξε προς την έξοδο. Ακούμπησε την πλάτη του στο κούφωμα της πόρτας.

-Μήπως να μείνεις μόνη μαζί μου;                                                                                                                 

Αναστέναξα και τον πλησίασα. Άνοιξε τα χέρια του. Κούρνιασα. Το κεφάλι μου στο μέρος της καρδιάς. Την άκουγα, βροντοκοπούσε. Πώς μπορούσα να διώξω αυτόν τον άντρα; Μου πρόσφερε την ασφάλεια που γύρευα. Σπάνιο είδος αφοσίωσης, πίστης, υπομονής κι επιμονής. Ο χρόνος μηδενίστηκε στην αγκαλιά του. Οι προηγούμενες ώρες, μέρες απελπισίας σκόρπισαν στο άπειρο. Το μεγάλο μου πρόβλημα έγινε τελεία, κουκίδα, αιωρούμενο μόριο σκόνης στο λιόφωτο. Τα άσχημα ομόρφυναν, το αστέρι στον ουρανό μου έκλεισε το μάτι, η φωνή μέσα μου σίγησε.        

Όρθιοι, αγκαλιασμένοι πίσω από την πόρτα σταθήκαμε για ώρα. Ο Δήμος μου χάιδευε τα μαλλιά ώσπου ένιωσα τα χέρια του να κατεβαίνουν. Χαμηλά, πιο χαμηλά. Το χάδι άλλαξε, κάτι διαφορετικό εξελισσόταν. Και σε κείνον και σε μένα. Η ανάσα του καυτή έγλυφε τον αυχένα μου.  Έμεινα ακίνητη, τα μέλη μου βρίσκονταν σε χαύνωση, σε πλήρη απραξία. Ένιωθα την θέρμη του κορμιού του να περνά μέσα στο δικό μου. Μια φωτιά από μέσα μου άρχισε να με κυριεύει. Τον άφησα να μου σηκώνει πρώτα το φόρεμα  και μετά τα πόδια. Να τα στερεώνει γύρω από τη μέση του. Αισθάνθηκα σκληρό τον ανδρισμό του, έτοιμο να εκραγεί  στο εσωτερικό των μηρών μου. Να σπρώχνει, να πιέζει. Με το χέρι του προσπάθησε να παραμερίσει το εσώρουχό μου. Δεν πρόλαβε. Με το επόμενο αγκομαχητό, το τελευταίο σπρώξιμο, πηχτό, ζεστό υγρό μούσκεψε την κυλόττα και τα μπούτια μου.                                                                                          

-Συγγνώμη, δεν άντεξα, Πολυνίκη. Ξέρεις πόσο καιρό ονειρευόμουν την πρώτη μας φορά! Κοίτα τώρα, τι έκανα, ντροπιάστηκα. Και σε άφησα στα κρύα του λουτρού. Τον φίλησα πεταχτά στα χείλη.

-Θα υπάρξουν κι άλλες φορές, Δήμο.

Η ερωτική σχέση  με το Δήμο ξεκίνησε εκείνη τη μέρα.  Είχα πάρει την απόφασή μου. Το ήθελα αυτό το μωρό.  Ο Δήμος ήταν η λύση. Δεν είχα καιρό. Σε λίγους μήνες η κοιλιά μου θα φούσκωνε. Μια δυο λεπτομέρειες μου ξέφευγαν αλλά ο σκοπός αγιάζει τα μέσα. Ο Δήμος πετούσε στα ουράνια. Το επόμενο πρωί μου έφερε λουλούδια, μου ετοίμασε πρωινό στο κρεβάτι, έφτιαξε τον ωραιότερο καφέ που είχα πιει στη ζωή μου. Αρνήθηκα το γάλα.                                                                                                                                                           

-Μου φέρνει αναγούλα, από τότε που γεννήθηκα, είπα ψέματα.                                                                                                                                                     

-Θα τα μάθω όλα για σένα, τι σου αρέσει και τι όχι. Ξέρεις τι θέλω όμως τώρα; Να βγω στο μπαλκόνι και να το φωνάξω σε όλον τον κόσμο. «Το ακούσατε; Η Πολυνίκη είναι το κορίτσι μου», μου είπε, ενώ με φιλούσε από τη κορφή ως τα νύχια. Τον προσγείωσα.                                                                                                                                     

-Τρελοκομείο! Τόση υπομονή έκανες μέχρι τώρα, Δήμο μου. Ας το μάθουν πρώτα οι δικοί μας άνθρωποι, οι οικογένειες, ο Παρασκευάς και μετά βγες στο ραδιόφωνο, τον πείραξα.                                                       

***

Νίκος Λαπαρίδης

Σκόρδο

Υπάρχουν δύο λογιών άνθρωποι. Αυτοί που τους αρέσει και οι άλλοι που δε θέλουν να το βλέπουν. Ή καλύτερα, να το μυρίζουν. Εκείνος το λάτρευε, το σκόρδο. Θυμόταν μικρός ακόμα τον παππού του στο χωριό. Κινήσεις αργές. Ιεροτελεστίας. Σαν εκείνες που έκανε ετοιμάζοντας τη Θεία Κοινωνία, όταν λειτουργούσε στην εκκλησία. Άνοιγε το ψηλό, ακριανό ντουλάπι της κουζίνας, εκείνο που ο ίδιος χρειαζόταν καρέκλα και τόλμη για να το φθάσει κι έβγαζε το γυάλινο βάζο με τα ξεφλουδισμένα σκόρδα. Κάθονταν οι δυο τους, συνωμοτικά, στο τραπέζι. Έριχνε μια πρέζα αλάτι πάνω στη ροζιασμένη, ξύλινη τάβλα. Έχωναν τα χέρια στο μεγάλο βάζο και σαν πασατέμπο τσιμπούσαν τις σκελίδες. Μια δυο βουτιές στην αλμυρή σκόνη και η μπουκιά ήταν έτοιμη. Σώμα και αίμα. Η σπιτική εκδοχή του μυστηρίου δεν είχε Πετραχήλι και Ευαγγέλιο αλλά φρεσκοζυμωμένο άρτο και τσίπουρο. Εκείνο το κίτρινο με τον κρόκο.  Για να συγχωρεθούν οι αμαρτίες. Του παππού. Εκείνος έπινε νερό.

 « Allium sativum. Διουρητικό, υπογλυκαιμικό, ελμινθοκτόνο, αντιβακτηριακό, ευστόμαχο, αντιοξειδωτικό..» απαριθμούσε μονότονα, χωρίς συναίσθημα, χρόνια αργότερα ο  καθηγητής της βοτανικής στο πανεπιστήμιο. Νόστιμο, «τηρητικό των αποστάσεων» και «αφετικό των αμαρτιών» σκεφτόταν εκείνος. Ηρεμιστικό αλλά και αντικοινωνικό. Αν έβγαζαν διδακτορικά για τα σκόρδα, αυτός θα δικαιούνταν τουλάχιστον δύο. Το ένα θα το χάριζε στον παππού. Στην εξεταστική, το βράδυ της παραμονής που έδινε μάθημα αν ένιωθε αγχωμένος συνήθιζε να τρώει δέκα σκελίδες. Σκέτες ή με ψωμί. Έπεφτε η πίεση, μούδιαζε ολόκληρος και συνέχιζε χαλαρός το διάβασμα, ώσπου να πέσει σε ύπνο βαθύ. Οι επιτηρητές την επόμενη μέρα τον πλησίαζαν μόνο για να του παραδώσουν τα θέματα. Στην πραγματικότητα επιθυμούσαν περισσότερο και από τον ίδιο να μη χρειαστεί να ξαναδώσει το μάθημα.

Στο προτελευταίο  εξάμηνο των σπουδών, εκείνο που είχε ζήσει στη Μαδρίτη, είχε συγκινηθεί από την αγάπη που έτρεφαν οι ντόπιοι για το λευκό βολβό. Σε κάθε φαγητό, όπου χωρούσε το αλάτι το πιπέρι ή το λάδι, θα υπήρχε και χώρος για το σκόρδο. Θυμάται τα μεσημέρια να τον αναστατώνουν οι μυρωδιές από τα φαγητά που ετοίμαζαν οι γείτονες. Έμπαιναν στο δωμάτιο από το ανοιχτό παράθυρο που έβλεπε στον ακάλυπτο και τον έκαναν να νιώθει οικεία. Γρατζούνισμα από τη λευκή γενειάδα του παππού. Ξενιτιά σαν στο σπίτι του. Μικρό παιδί στο χωριό. Είμαστε ό,τι τρώμε έλεγαν οι ειδήμονες της γαστρονομίας και αυτός ένοιωθε τους γείτονες σα συγγενείς του.

Τα Σαββατοκύριακα στο μετρό της Μαδρίτης, μετά το ξενύχτι με τους φίλους, καθώς επέστρεφαν με τον πρωϊνό συρμό των έξι είχε στην τσέπη μέσα σε χαρτί εφημερίδας ένα ολόκληρο σκόρδο. Μοιράζονταν τις σκελίδες, άνοιγαν την εφημερίδα και καθιστοί ή ακόμα και όρθιοι καθάριζαν επιμελώς τις σκελίδες. Μετά τις απολάμβαναν σαν πατατάκια, σκορπώντας κύματα ντελίριου στο βαγόνι. Οι έρμοι συνεπιβάτες, γούρλωναν τα μάτια, σιχτίριζαν,  άλλαζαν θέση ή κατέβαιναν στην επόμενη στάση. Θυμάται πάντως πώς σάστισε τη φορά που κάποιος άγνωστος  μάλλον μεθυσμένος του έκανε τράκα σκελίδα. Ξεπέρασε την αρχική έκπληξη και του χάρισε ολόκληρο βολβό. Ακόμα και στα πιο μακρινά όρια της ισπανικής επικράτειας, στις ξεχασμένες Κανάριες Νήσους, εκεί όπου ο ωκεανός φρουρεί αυστηρά τις ξενόφερτες συνήθειες και επιρροές, το σκόρδο, αν και έφθασε ως μετανάστης, αναρριχήθηκε στην κορυφή των γευστικών προτιμήσεων. Σε βαθμό που έγινε γαστρονομικό συνώνυμο πολιτισμικής ταυτότητας. « Μόχο Κανάριο ντε σιλάντρο » έλεγαν με περηφάνια και του έδειχναν το βαζάκι με την ελαιώδη πράσινη πάστα. Με βάση το φρέσκο κόλιανδρο, το ελαιόλαδο και φυσικά το σκόρδο. Μαζί με το ψωμί το αλάτι και το πιπέρι παρόν σε κάθε τραπέζι. Έδινε χρώμα, γεύση και άρωμα σε οτιδήποτε φαγώσιμο. Στη ζωή τους την ίδια. Ίσως αυτό να ήταν το  συστατικό που τον έκανε ν’ αγαπήσει   εκείνη την άγονη, ηφαιστειακή γη στη μέση ενός θαλάσσιου πουθενά, που το έλεγαν Ατλαντικό.

Ο παππούς δε χάρηκε καθόλου την ημέρα που του ανακοίνωσε ότι θα αναχωρούσε για να εργασθεί εκεί. Ίσως γιατί στη συνείδηση του η απόφαση μιας  μετανάστευσης είχε άλλες αιτίες και κίνητρα. Γιατί να φύγει; Δε γίνονταν κανένας πόλεμος. Ούτε πεινούσε. Και τόσο μακριά, βρε παιδί μου; Ποιον έχουμε εκεί; Ήταν ένας προορισμός άγνωστος και μακρινός, πέρα από τα σύνορα του δικού του κόσμου. Μάλλον ένοιωθε ότι ήταν η τελευταία φορά που τον έβλεπε. Αυτό δεν το είπε. Κάποιες σκέψεις βιώνονται τόσο δύσκολα που δε λέγονται. Και είχε δίκιο. Ήταν η τελευταία φορά που τον αγκάλιαζε. Το προαίσθημα είναι αλάθητο όταν είσαι μεγαλύτερος και αγαπάς.

Την ημέρα που ο παππούς «έφευγε» εκείνος ήταν σαν αγρίμι σε κλουβί. Σιωπηλός στο μπαλκόνι προσπαθούσε να διακρίνει τους οικείους του μακριά στο βάθος του θαλάσσιου ορίζοντα. Οι άνθρωποι φεύγουν. Μένει όμως η αύρα τους. Ιδίως αν έχει τη χαρακτηριστική έντονη μυρωδιά. Κάθισε  στο τραπέζι. Άνοιξε το βάζο με το «μόχο». Παρουσία ανθρώπινη γέμισε το χώρο. Σειρά είχε το μπουκάλι με το δυνατό αλκοόλ. Έβαλε δυο ποτηράκια. «Και άφες ημίν τα οφειλήματα ημών..». Εκείνη τη φορά θα έπιναν μαζί.

***

Αθανασία Ρόβα

FREE

Άσπρες σκεπές. Το χιόνι κρατάει ακόμα. Σπουργίτια στο τραπέζι, μαλώνουν για λίγα ψίχουλα. Φρρρ... φρρρ... Ορμάνε στο δέντρο με τους μαύρους καρπούς. Μαζεύονται οι ζήνες όταν ανθίζει. Αστράφτει ο χρυσοπράσινος θώρακας, ζζζ... ζζζ... Κοιτάμε από τη μπαλκονόπορτα, κοιτάνε που κοιτάμε.

            Οι κυδωνιές έβγαλαν φύλλα, η κερασιά μπουμπούκια. Δεν το είχες με τα φυτά. Οι κίτρινοι θάμνοι μου θυμίζουν εσένα. Ημιάγριοι, ανθεκτικοί. Ανθίζουν αρχές Άνοιξης. Κρατάνε καιρό. Κλαδεύεις, φουντώνουν. Καλό προσάναμμα. Από το ζωολογικό κήπο πήρα φυντάνι. Είχαμε πάει με τον πεθερό μου, τα παιδιά. Ήταν ωραίος τότε ο κήπος. Πήραν τα ζώα, έμεινε η απουσία, θηρίο ανήμερο, πουλί, σε άδειο κλουβί.

            Φοράς τη χακί καπαρντίνα από τη Γερμανία, είσαι όμορφος. Σκύβεις πάνω από τη Μαρία της Γιάννας, κάτι λες. Περνάς μπροστά από τα παγώνια, εκείνα μέσα από το συρματόπλεγμα,  εσύ έξω. Περιμένεις το Γιώργο να κατέβει από το πόνυ, θέλει κι άλλη βόλτα. Αρκούδες, ελάφια, κατσίκια. Λύκοι, αλεπούδες, άλογα. Γαϊδουράκια, κρι - κρι. Κότες, πάπιες, χήνες. Πελεκάνοι, λελέκια. Κάστορες, αητοί, γεράκια.

            Διηγείσαι ιστορίες. Οι λύκοι έρχονταν σιμά. Πάλεψες μαζί τους, έχασες σκυλιά, τα καλύτερα έμπαιναν μπροστά. Χειμώνες στο χωριό, δυο μέτρα χιόνι. Φτυάριζες, ν' ανοίξεις δρόμο ως το μαντρί, να ταϊσεις τα ζωντανά. Κυνηγούσες την αλεπού, της άρεσαν οι κότες. Έδιωχνες την αρκούδα στο περιβόλι, ερχόταν για μήλα, πατάτες...

            Από όταν πέθανε η μάνα στα πρόβατα, εφτά χρονών ήσουν. Μεγάλα κοπάδια, όχι αστεία. Στην Καβάλα, με τα μεγαλύτερα αδέρφια, τον Μίλτο, τον Περικλή, το Γιάννη. Τα κατεβάζατε Χειμώνα, ανεβαίνατε Καλοκαίρι. Μέσα από χωριά περνούσατε. Σου άρεσε να φεύγεις. Καφενεία, κόσμος, δρόμος.

            Τη Δέσπω σου την προξένεψαν. Βρέθηκες σώγαμπρος με σπίτι δίπατο, γερό. Διακόσια πρόβατα, μαντρί, περιβόλια. Χωράφια, παράδες, όνομα. Αν ήταν άλλος... Ήθελες να φεύγεις, να χτυπάς το χέρι στο τραπέζι, να παίζεις κολτσίνα, να γλεντάς.

            Στην καρέκλα της κουζίνας στεγνώνει ένα κίτρινο αδιάβροχο. Στην πλάτη γράφει FREE. Μεγάλα άσπρα γράμματα σε κόκκινο φόντο. Αντιγράφω την ευχή. Τη στέλνω. FREE.

            Οι νεκροί δικαιώνονται έμαθα. Το παιχνίδι παίζεται ως την τελευταία στιγμή. Σε είχα δικαιώσει πριν. Κάποιο Πάσχα σε ευχαρίστησα για όλα. Εγώ ευχαριστώ, είπες. Οι άνθρωποι συγχωρούν και προχωρούν. Ό, τι έγινε έγινε.  

            Από τότε που ήμουν παιδί, αθώο σε έβγαζα.  Μαζί σου ένιωσα, ότι η Αγάπη είναι βαθύτερη από το συναίσθημα. Είτε το καταλαβαίνεις είτε όχι.

            Σάββατο, έξι και μισή το απόγευμα τηλεφώνησε η Κατερίνα. Έπαθες έμφραγμα, επανήλθες, ήρθε ασθενοφόρο, εφημέρευε το Ιπποκράτειο, ζωντανός έφυγες από το σπίτι.

            Κοίταγα τα ρούχα στη ντουλάπα. Τι να διαλέξω. Φόρμα, αν χρειαστεί να μείνω βράδυ, μαύρο, δεν θα τον πεθάνω πριν της ώρας του, παπούτσια, παντόφλες...

            Η Γιάννα οδηγός, εγώ  συνοδηγός, «αυτοκίνητο, είδα, πρόσεχε, κόψε, σιγά...». Στα επείγοντα, κοιτούσα τη μαύρη σακούλα σκουπιδιών με τα ρούχα σου. Πτι καρό κουστούμι, άσπρα εσώρουχα, μάλλινες κάλτσες, μαύρα παπούτσια, σκονισμένα. Είχατε γυρίσει από βόλτα. «Συλλυπητήρια» είπε η νοσοκόμα, χάθηκε πίσω από ένα ξεθωριασμένο σεντόνι - παραβάν.

            Δεν μας άφησαν να σε δούμε, καθίσαμε στο τσιμεντένιο πεζούλι. Ήταν βρεγμένο. Δεκαέξι Δεκέμβρη. Μια εβδομάδα πριν, στο σπίτι σας, έλεγε η Γιάννα για το σκυλί τους, τη Τζένη. Είχε λεϊσμανίαση, έκαναν ευθανασία. Έτρεχαν τα δάκρυα κορόμηλο. «Γιατί δεν είπες τίποτα, έλεγα. Να τη χαιρετήσω».

            Φέραμε δώρο για την Κατερίνα. Μεθεόρτιο. Δεν βρίσκαμε χρωματιστά ρούχα, μόνο μαύρα. Αγοράσαμε κάποια με ωραίες υφές, σκούρα. Δοκίμαζε η αδερφή μας, της πήγαιναν τρέλα, τη γυρνούσαμε από 'δω, από 'κει, παίζαμε με το Γιώργο, γελούσαμε.

            Καθόσουν στην πράσινη βελούδινη πολυθρόνα, μπροστά στη μπαλκονόπορτα. «Μπαμπά εδώ είσαι;» είπα, δίστασα να σε αγκαλιάσω. Στάθηκε ο χρόνος. Ένα δευτερόλεπτο. Δεν σε είχα δει, ήταν η χαρά, ο ενθουσιασμός, ο ήλιος πίσω σου... 

            Δεν ήσουν εκεί, είχες πάρει απόφαση.

            Τον καρκίνο της Γιάννας δεν τον αποδέχτηκα. Εσύ όμως ήσουν μεγάλος, άρρωστος. Δεν ήξερα τότε ότι η ζωή είναι ωραία. Ακόμα κι όταν δεν είναι ωραία. Ο άνθρωπος αγωνίζεται για μια ακόμα ανάσα.

            Άκου. Αυτό το τραγούδι είναι για σένα.

            Το ωραιότερο ταξίδι που `χω κάνει / ήταν επάνω στη σπασμένη πολυθρόνα
            που άφησαν πίσω όταν φύγαν οι τσιγγάνοι / σε μια αλάνα μες στη μέση του  χειμώνα.


            Την πέταξε η Κατερίνα από το μπαλκόνι. Δεν ήθελε να την πάρουν άλλοι.

            Φόρεσα το κίτρινο αδιάβροχο. Περπάτησα. Έκανε ωραίο καιρό. Στο σπίτι του ιατροδικαστή, κλαδεμένα όλα, αλφαδιά. Με τη Γιάννα λέγαμε πως εσύ τον έφερες στο χωριό. Σου είχε κάνει νεκροψία, πέθανες στο ασθενοφόρο, ημέρα Σάββατο. Μας εξυπηρέτησε αυτό. Πρώτος νεκρός μας, αιφνίδιος θάνατος, δύσκολη περίοδος. Τα παιδιά είχαν γιορτή στο νηπιαγωγείο τη Δευτέρα, πήγαν με τους πατεράδες τους, μετά την κηδεία. Εμείς στο Βαγγέλη, καφές, ελίτσες, κονιάκ...

            Τα μνήματα ήταν γεμάτα ανθισμένα αγριοράδικα. Μπορεί και δέκα κίτρινες φούντες στο καθένα. Τα βλέπετε ανάποδα, σκέφτηκα, με έπιασε υστερικό γέλιο. Τα σκιουράκια πηδούσαν από δέντρο σε δέντρο, τσίριζαν, πετούσαν κυπαρισσόμηλα, μια γιαγιά με κοίταξε αυστηρά. Άναψα κερί. Έσβησε. Άναψα πάλι.

            Όταν διαγνώστηκε με καρκίνο η Γιάννα, έσβηναν όλα, κεριά, καντήλια. Η γιαγιά του Γρηγόρη με συμβούλεψε. Άναψε πάλι. Λιβάνισε. Κάνε τρισάγιο. Λειτουργία. Τον είδες στον ύπνο σου; Ζήτησε κάτι; Όλους εδώ τους έχω. Και τον εγγονό. Εδώ είναι το σπίτι μου.

            Άναβα. Κόκκινα κεριά, μελισσοκέρια, ρεσώ. Όταν μάθαμε τα νέα χόρευα. Καρκίνος τέλος.

            Στο πέτρινο σπίτι, απέναντι από την εκκλησία, τα χόρτα είχαν φτάσει στον ουρανό. Δίπατο, χωρίς σκεπή, με μισούς τοίχους. Όπως το μαντρί στο χωριό. Μισογκρεμισμένο, όρθιο. «Δεν δικαιούσθε, υπάρχει οίκημα», είπε η αρχιτεκτόνισσα που έκανε αυτοψία μετά το σεισμό. «Δεν το χρησιμοποιούμε, είπε ο θείος Γιώργος, να έρχεστε για διακοπές τα Καλοκαίρια. Δωρεάν. Με κοροϊδεύετε; εσείς το κάνετε», δεν ξαναφάνηκε.

            Με αιώρες ανάμεσα στις μυγδαλιές, άλογα, γαϊδούρια, κότες,  τσάπες, τσουγκράνες, κοπριά, θα γίνει κούκλα. Εναλλακτικός τουρισμός. Έχει ένα στην Κρήτη. Πληρώνουν για να κοιμούνται κάτω από τ' αστέρια.

            Στην επιστροφή ερημιά. Λουλούδια στους κήπους, στις άκριες του δρόμου. Βαριές κουρτίνες στα παράθυρα. Ταφτάδες, βελούδα, μετάξια. Περπατούσα αργά. Χωρίς σκέψη, συναίσθημα. Ίχνος ανθρώπου. Μόνη στον κόσμο.

            Ξαπλώνω στη σεζ λονγκ, ο ήλιος δύει. Είμαι σε μια σαπουνόφουσκα, με σπρώχνει ο αέρας απαλά, εδώ, εκεί. Πάει. Κι ούτε με νοιάζει τι θα γίνει αν σπάσει.

            Φρρρ... φρρρ... Κοτσύφια στο δέντρο με τους μαύρους καρπούς.

Μαζεύονται οι ζήνες όταν ανθίζει. Θα έρθουν. Πάντα έρχονται. Ονειρεύομαι. Είμαι στο χωριό, μικρή. Κρατώ την άκρη του σπάγκου γερά με το χέρι, δεμένη η ζήνα σφιχτά. Τραβώ το σκοινί, ζζζ... ζζζζ... κάνει αυτή, ζζζ... ζζζζ... Τρέχω στο λιβάδι, στις δυο καρυδιές που έδενες το μουλάρι, με νανουρίζει ο ήχος τους, κοιμάμαι. Ξυπνώ, κόβω το σπάγκο. Με κοιτάει εκείνη, απορημένη. Την παίρνω στο χέρι, την βάζω στην άκρη του δαχτύλου όπως τις πασχαλίτσες, φφφφ λέω απαλά, πολύ απαλά, πέτα καλή μου, φφφφ, πέτα, είσαι ελεύθερη.

Και πετάει. Γεια.

            Στέγνωσε το κίτρινο αδιάβροχο. Στην πλάτη γράφει FREE. Μεγάλα άσπρα γράμματα σε κόκκινο φόντο.

***

Μαρία Σχοινά

Η Ντίνα σε καραντίνα

Παρασκευή και 13 ήτανε όταν βγήκε η ανακοίνωση. Αναστέλλεται η δραστηριότητα κομμωτηρίων, κουρείων, κέντρων αισθητικής-μασάζ, οίκων ανοχής, κέντρων δερματοστιξίας και τρυπήματος δέρματος. Η αφεντικίνα της Ντίνας ήταν έξαλλη.

-Ακούς εκεί να μας κλείσουν Μάρτη μήνα, τώρα που περιμέναμε να δουλέψουμε. Τι να πω τώρα στις πελάτισσες που έχουν ραντεβού αύριο; Δε μας τα λέτε καλά, κύριε Τσιόδρα! Τι σχέση έχει το ινστιτούτο μου με τους οίκους ανοχής; Εμείς εδώ είμαστε πεντακάθαροι. Και μάσκες φοράμε και γάντια. Όλα λάμπουν. Δεν έχουμε κανένα μικρόβιο! Χειρουργείο είναι το ινστιτούτο μου!

Τη στιγμή εκείνη η Ντίνα ήταν σκυμμένη πάνω σε μια πατούσα και σκεφτότανε: άλλα δυο ραντεβού σήμερα και ξεμπερδεύω, αύριο Σάββατο, ποιος ξέρει πόσα θα έχω, αχ βαρέθηκα, δεν αντέχω άλλα πεντικιούρ, φτάνει πια, ας έχω τουλάχιστον κανένα μανικιούρ, να μη σκύβω όλη την ώρα. Μεγάλη χαρά πήρε. Να γλυτώσει το σαββατιάτικο οκτάωρο ήταν δώρο θεόσταλτο. Στο σχόλασμα, ξεσήκωσε τα κορίτσια για ξενύχτι και ποτό.

-Άντε καλέ, ας βγούμε μια βολτίτσα, δε δουλεύουμε αύριο. Ένα ποτάκι θα πιούμε…

Το ένα ποτάκι έφερε άλλα πέντε. Ούτε που θυμόταν τι ώρα γύρισε. Ξύπνησε το μεσημέρι με φοβερό hangover. Κοίταξε το τηλέφωνό της. 26 αναπάντητες. 14 από τη μαμά της, 8 από την αδερφή της, δυο από τον μπαμπά της και δυο από άγνωστο αριθμό. Σε κάποιον έδωσα το τηλέφωνό μου χτες, ανάθεμά με αν θυμάμαι σε ποιον. Νομίζω στον ξανθούλη στο μπαρ. Πήρε τηλέφωνο στους δικούς της στο χωριό.

-Ναι μαμά, καλά είμαι, όχι δε θα έρθω, ναι έχω φαΐ, όχι δεν κόλλησα τίποτα, ναι θα προσέχω…

Είκοσι τρία  χρονών ήταν. Πέντε χρόνια έμενε μόνη στη Θεσσαλονίκη, στο ‘προικώο’ που της είχαν αγοράσει. Να πάει στο χωριό, να της γκρινιάζουν συνέχεια που δεν παντρεύεται και γυρίζει με τον έναν και με τον άλλο,  δεν υπήρχε περίπτωση. Να κλειστώ στο σπίτι μαζί τους, να με πρήζουν όλη μέρα; Δεν τρελάθηκα! Εδώ θα μείνω, στην ησυχία μου. Πήρε δυο depon αναβράζοντα και ξανακοιμήθηκε.

Ξύπνησε όταν είχε πια νυχτώσει. Άνοιξε την τηλεόραση. Ο Σπύρος Παπαδόπουλος έπαιζε σε όλα τα κανάλια. Μένουμε σπίτι και μένουμε σπίτι, εντάξει, το καταλάβαμε. Άνοιξε πεινασμένη το ψυγείο. Δυο τάπερ που είχαν έρθει από το χωριό, ένα με φασολάκια και ένα με λεμονάτο κοτόπουλο, σάπιζαν εγκαταλειμμένα. Μοναδική τους παρέα δυο παραγινωμένες ντομάτες.

Βρήκε στο τραπεζάκι ένα ξεχασμένο διαφημιστικό από το γυράδικο ‘Ο πεινασμένος λύκος’. Δεν έτρωγε συχνά junk food, πρόσεχε τη σιλουέτα της. Τώρα όμως πεινούσε πολύ.

-Ένα πίτα γύρο, κρεμμύδι, τζατζίκι, ντομάτα, μουστάρδα, μια πατάτες και μια coca zero παρακαλώ. Αετοράχης 33, στον ημιόροφο, Δαμιανίδης γράφει στο θυροτηλέφωνο. Όσο πιο γρήγορα μπορείτε σας παρακαλώ, είπε κι έκλεισε το τηλέφωνο.

Δεν τον πρόσεξε αμέσως. Η πείνα την είχε τυφλώσει. Έψαχνε στο πορτοφόλι της ψιλά. 7,10 ήταν ο λογαριασμός, του έδωσε ένα δεκάρικο. Τρία ευρώ πουρμπουάρ, δικαιούται ένα χαμόγελο η κοπελιά, σκέφτηκε αυτός και έβγαλε το κράνος του.

-Ευχαριστώ πολύ δεσποινίς, της απάντησε και της έσκασε ένα χαμόγελο άξιο για διαφήμιση οδοντόκρεμας. 

Με το ελεύθερο χέρι του απομάκρυνε τα καστανόξανθα μαλλιά που έπεφταν στο ωραίο πρόσωπό του. Η Ντίνα τον κοίταξε κι ένοιωσε μια ζάλη. Απ’ την πείνα θα ‘ναι, σκέφτηκε. Του έκλεισε βιαστικά την πόρτα και κάθισε να φάει.

Οι πρώτες μέρες κύλισαν ευχάριστα. Είχαν κλείσει βέβαια τα καφέ και τα μπαρ, αλλά τα μαγαζιά παρέμειναν ανοικτά. Τα πρωινά, η Ντίνα γύριζε έξω και χάζευε βιτρίνες και τα απογεύματα έλιωνε στην τηλεόραση και στο facebook. Από την Τετάρτη που έκλεισαν σχεδόν τα πάντα και οι φίλες της μαζεύτηκαν στα πατρικά τους, άρχισε κάπως να βαριέται. Σκέφτηκε να πάει στο χωριό.

-Καλύτερα όχι παιδί μου, της είπε ο μπαμπάς της στο τηλέφωνο. Γέροι άνθρωποι είμαστε, μη μας κουβαλήσεις τίποτα κι έχουμε κακά ξεμπερδέματα. Δεν ακούς τι γίνεται στην Ιταλία; Κάτσε εκεί που είσαι, από μακριά και αγαπημένοι.

Λίγο στενοχωρήθηκε, λίγο απογοητεύτηκε. Ξάπλωσε στον καναπέ έτοιμη να βάλει τα κλάματα. Τότε είδε στο τραπεζάκι το μενού του ‘πεινασμένου λύκου’. Θυμήθηκε τα γαλαζοπράσινα μάτια του ντελιβερά. Έπιασε το τηλέφωνο.

-Μια τορτίγια με γύρο κοτόπουλο, μαρούλι, ντομάτα, κεφαλοτύρι, μαγιονέζα και μουστάρδα. Α και μια κασεροκροκέτες.

-Θα πιείτε κάτι;

Θυμήθηκε κάτι κρασιά που είχε στην κουζίνα, από τον Αγροτικό Οινοποιητικό Συνεταιρισμό Αγχιάλου. Της τα είχε δώσει ο μπαμπάς της για να τα προσφέρει Χριστουγεννιάτικο δώρο στην αφεντικίνα της.

-Όχι ευχαριστώ. Πόσο κοστίζουν;

Λες να μου τα φέρει πάλι ο ξανθός Θεός; Ετοίμασε το δεκάευρο. Δεν ήθελε να καθυστερεί άσκοπα όταν ερχόταν. Δάγκασε και έγλειψε τα χείλη της πριν ανοίξει την πόρτα.

-Γεια σου! Ντίνα, του είπε όλο τσαχπινιά.

-Ντίνα, με λένε Ντίνα…

-Α! Γεια σου Ντίνα. 7,30 είναι… της είπε αυτός χαμογελαστά.

Πήρε το χαρτονόμισμα από το χέρι της και έφυγε. Η Ντίνα έμεινε με τη σακούλα στο χέρι. Ούτε το όνομά του να μη μου πει; Τόσο πολύ βιαζότανε; Έφαγε ανόρεκτα και ήπιε μισό μπουκάλι κρασί. Ήταν νόστιμη, είχε συνηθίσει να τραβάει το βλέμματα των ανδρών. Της κακοφάνηκε που ο όμορφος ντελιβεράς δεν έδειχνε κανένα ενδιαφέρον. Πείσμωσε. Μου το παίζει δύσκολος ο κύριος; Τώρα θα του δείξω εγώ… Δεν είχε αποφασίσει τι θα έκανε, αλλά δε σκόπευε να τα παρατήσει.

Κοιμήθηκε παραδομένη στο αλκοόλ και στο παράπονο.  Στον ύπνο της είδε ότι γύρισε στο χωριό, αλλά ο Χαρδαλιάς την εμπόδιζε να φτάσει σπίτι. Κοίταξε το κινητό της. Καμία αναπάντητη. Με ξεχάσαν όλοι. Μόνη θα πεθάνω. Μπήκε Instagram. Φωτογραφίες από άλλες εποχές. Χριστούγεννα στο Casper. Πρωτοχρονιά στο Flying Carpet, να χορεύει στη σκηνή, δίπλα στον Αργυρό. Σαν να είχε περάσει ένας αιώνας από τότε. Μια κούκλα ήμουν. Πώς έγινα έτσι; Τα μαλλιά μου χάλια. Βγήκε η ρίζα. Δεν είμαι πια ξανθιά. Αυτό είναι! Πού να του αρέσω έτσι που έγινα! Θα βάψω μαλλί, τώρα αμέσως!

Έπιανε το χέρι της και στην κομμωτική. Έβαψε το μαλλιά της, τα ίσιωσε με το πιστολάκι και έστρωσε τις αφέλειές της με τη μασιά. Κοιτάχτηκε στο καθρέφτη ικανοποιημένη. Τώρα θα με δεις και θα πέσεις ξερός! Όχι που θα μου ξέφευγες! Ετοιμάστηκε να πάρει τηλέφωνο στον ‘πεινασμένο λύκο’ αλλά κοιτώντας το μενού ανακάλυψε ότι δεν ήθελε να φάει τίποτα. Τα είχε σιχαθεί και τα σουβλάκια και τα σουτζουκάκια και όλα. Παρήγγειλε μπιφτέκι λαχανικών και σαλάτα του σεφ.

Τον περίμενε πίσω από την πόρτα. Την άνοιξε με λαχτάρα περιμένοντας  να δει το λαμπερό του χαμόγελο. Αντ’ αυτού αντίκρυσε μια γαλάζια μάσκα που του έκρυβε το πρόσωπο. Αυτός στεκότανε στα δυο μέτρα. Αιφνιδιάστηκε, αλλά συνέχισε βάσει του σχεδίου.

-Γεια! Πώς είπαμε πως σε λένε;

-Παναγιώτη με λένε, Πάνο, της απάντησε χωρίς να την πλησιάσει.

-Έλα πιο κοντά! Δε θα σε φάω!

-Συγγνώμη κοπελιά, αλλά το αφεντικό είπε από μακριά, να μην πλησιάζουμε τους πελάτες.

-Ντίνα…

-Ναι, συγνώμη Ντίνα, αλλά ακούς τι γίνεται. Θα πεθάνουμε όλοι!

Πήρε τα λεφτά και εξαφανίστηκε. Η Ντίνα θορυβήθηκε. Δεν έβλεπε ειδήσεις και απέφευγε να διαβάζει για τον κορονοϊό. Γενικά δεν το είχε πάρει στα σοβαρά το θέμα. Με τη σκέψη στον Πάνο, κάθισε να φάει, αλλά δεν της κατέβαινε μπουκιά. Είναι σίγουρα καθαρό; Η σαλάτα είναι πλυμένη; Κατέληξε να πίνει κρασί νηστική.

Αποφάσισε να πάει στο φαρμακείο. Να πάρει μάσκες και αντισηπτικό. Την τρομοκράτησε κι η μάνα της στο τηλέφωνο:

-Καλά που ζεις εσύ; Έχει βουίξει ο τόπος. Η Φαίη Σκορδά αρρώστησε, η Μπόμπα και ο Τανιμανίδης, μέχρι και το θηρίο ο Μαρινάκης, κι εσύ κυκλοφορείς χωρίς μάσκα;

Γύρισε σπίτι ικανοποιημένη. Είχε προμηθευτεί και μια εξάδα κρασιά για να βγάλει τη βδομάδα. Αποφάσισε να το ρίξει στο νοικοκυριό μήπως και ξεχαστεί. Καθάρισε το σπίτι σχολαστικά. Έπλυνε όλα ρούχα, σεντόνια και πετσέτες. Συμμάζεψε τις ντουλάπες της. Τότε της ήρθε η ιδέα. Να βάλω κάτι σέξι. Όλο με τις φόρμες και τις παντόφλες με βλέπει. Διάλεξε ένα μωβ εφαρμοστό, κοντό φουστάνι. Αλλά ούτε κι αυτό είχε αποτέλεσμα. Ούτε το καυτό σορτς, ούτε το see-through πουκάμισο, ούτε οι βλεφαρίδες, ούτε το κατακόκκινο κραγιόν. Τα παράτησε. Σταμάτησε τις παραγγελίες. Αυτός χάνει. Δε θα τα βάψω μαύρα για έναν γκόμενο.

Στο μεταξύ οι μέρες περνούσαν και η καραντίνα συνεχιζόταν. Είχε μπει η Άνοιξη και οι περιορισμοί στην κυκλοφορία γινόταν όλο και πιο αβάστακτοι. Κάποια στιγμή άρχισε να ακούγεται ότι τελείωνε το μαρτύριο. Η υπομονή της Ντίνας κόντευε να εξαντληθεί. Σάββατο απόγευμα, έξω χαρά Θεού, καθόταν μόνη μέσα κι έβλεπε το La La Land. Το θλιμμένο πρόσωπο του Ryan Gosling επανάφερε στη σκέψη της τον Πάνο. Όταν έπεσε η μουσική του τέλους άρχισε να κλαίει. Όλα τα θυμήθηκε. Τους δικούς της που δεν τη φώναξαν κοντά τους, την αφεντικίνα της τη σκύλα, τον Πάνο που δεν τη γούσταρε, τη ζωή της που δεν πήγαινε πουθενά. Και συνέχιζε να κλαίει για ώρες.

Δεν ήξερε όμως ότι, νωρίτερα ο Πάνος είχε περάσει με τη μηχανή απ’ έξω απ’ την πολυκατοικία της. Κοίταξε στο μπαλκόνι της μήπως τη δει. Είχε ανησυχήσει. Λίγο πριν φύγει άπραγος πρόσεξε τη γάτα που έτρωγε από ένα πλαστικό κεσεδάκι δίπλα στην είσοδο. Την είδε που καταβρόχθιζε με βουλιμία γύρους και μπιφτέκια. Τα αναγνώρισε αμέσως. Ήταν αυτά που της είχε πάει μέρες πριν. Όλα τα εδέσματα είχαν καταλήξει στη γάτα.

Πέρασε ξανά το βράδυ, όταν σχόλασε απ’ τη δουλειά. Της χτύπησε το κουδούνι. Δε φορούσε μάσκα, τα μέτρα είχαν ατονίσει. Η Ντίνα μισοκοιμισμένη άνοιξε την πόρτα. Ήταν αχτένιστη, άλουστη, ξυπόλυτη, με την πυτζάμα. Χωρίς να πει τίποτα, ο Πάνος έπιασε το πρόσωπό της με τα δυο του χέρια και τη φίλησε στο στόμα. Μετά τη σήκωσε αγκαλιά.

36 ώρες έμειναν κλεισμένοι στο σπίτι. Έκαναν έρωτα σε κάθε δωμάτιο. Στον καναπέ, στο χαλί, στον πάγκο της κουζίνας. Άδειασαν όλα τα μπουκάλια του κρασιού και έφαγαν ό,τι είχε απομείνει στο ψυγείο από τις παραγγελίες. Στα αυτιά τους δεν έφτασε κανένα μήνυμα από τον έξω κόσμο. Ούτε άκουγαν τα τηλέφωνα που χτυπούσαν. Το πρωί της Δευτέρας η Ντίνα ξύπνησε από μια κόρνα που χτυπούσε επίμονα. Ο Πάνος έλειπε. Κοίταξε με τρόμο την οθόνη του κινητού της. 32 αναπάντητες. 20 από τη δουλειά. Πήρε αμέσως τηλέφωνο.

-Πού είσαι; Εκατό τηλέφωνα πήρα! Ανοίξαμε, δεν το άκουσες; Δέκα ραντεβού έχεις σήμερα! Τσακίσου γρήγορα και έλα! Μη χασομεράς καθόλου!

Η πρώτη μέρα στη δουλειά κύλισε γρήγορα. Η σκέψη της ήταν συνέχεια στον Πάνο. Γύρισε σπίτι και τον περίμενε. Δεν εμφανίστηκε. Ούτε την επομένη, ούτε όλη την εβδομάδα. Την Παρασκευή, μετά το σχόλασμα, πέρασε από τον ‘πεινασμένο λύκο’.

-Γεια σας, είμαι η Ντίνα, από την Αετοράχης, είπε διστακτικά.

-Καλώς την κούκλα, απάντησε ο χαμογελαστός άντρας πίσω από τον πάγκο. Η καλύτερη πελάτισσα! Τι θέλεις να σε κεράσω;

-Τίποτα, ευχαριστώ…

-Α! Δε γίνεται! Κάτι θα πάρεις!

-Εντάξει, δώστε μου μια coca cola zero, απάντησε αυτή. Ο Πάνος δεν είναι εδώ;

-Ο Πάνος; Α, ο Παναγιώτης λες. Δεν είναι εδώ, τον σχόλασα. Προσωρινά τον είχα πάρει, για τις παραγγελίες στην καραντίνα. Αλλά δεν έκανε για δουλειά, αλαφρύς, μέχρι να καταλάβει τι του έλεγες… Εξάλλου έφυγε, γύρισε στη Γερμανία, στη γυναίκα και τα παιδιά του.

Έφυγε με το κεφάλι σκυφτό. Γυναίκα και παιδιά… Ο καημένος! Γι’ αυτό δε μου καθότανε. Δε βαριέσαι… Σιγά τον γκόμενο… Στον Οικονομόπουλο. Να κανονίσουμε με τα κορίτσια τραπέζι στον Οικονομόπουλο. Συνέχισε με βήμα γοργό προς το σπίτι σιγοτραγουδώντας:

Δεν αξίζει τον κόπο ούτε να σε μισώ

δεν αξίζεις να σ’ εκδικηθώ

Αδιαφορώ κι έτσι προχωρώ

σαν να μη γνώρισα ποτέ τα δυο σου μάτια

Αδιαφορώ δεν υποχωρώ

έστω κι αν γίνομαι κρυφά χίλια κομμάτια

αδιαφορώ...

*****

Εγγραφή στο Newsletter

Για να λαμβάνετε πρώτοι τα νέα στο Email σας