Φθινόπωρο 2019

Φθινόπωρο 2019

Αντί προλόγου

Δοκιμές από το Τμήμα Πεζογραφίας «Γράφω το δικό μου βιβλίο»

Χειμερινό εξάμηνο 2019 – 2020

 

Στα μαθήματα Δημιουργικής Γραφής στον Ιανό, στο Τμήμα της Πεζογραφίας (Γράφω το δικό μου βιβλίο) επιχειρούμε, με έναν πιο ελεύθερο και δημιουργικό τρόπο, που ταιριάζει στη συγγραφική πράξη, να προσφέρουμε ιδέες και να ανοίξουμε τη βεντάλια πολλών και διαφορετικών συγγραφικών λύσεων.

Τις Τρίτες τα απογεύματα στις συναντήσεις μας, στο Τμήμα των Προχωρημένων όπως τους λέμε στον Ιανό, οι συμμετέχοντες επεξεργάζονται το δικό τους συγγραφικό σχέδιο. Στο τμήμα του χειμερινού εξαμήνου 2019-2020, ορισμένοι ήδη εξέδωσαν το βιβλίο τους, κάποιοι ετοιμάζονται να εκδώσουν και άλλοι βρίσκονται σε στάδιο συγγραφής και επιμέλειας του έργου τους. Μερικοί είναι αρχαίοι και αγαπημένοι μαθητές, που παρακολουθούν το τμήμα εδώ και χρόνια και χτίζουν το βιβλίο ή τα βιβλία τους, άλλοι φρέσκα φιντάνια που συνεχίζουν από το τμήμα των αρχαρίων. Αλλά και ορισμένοι καινούριοι που εντάσσονται στην ομάδα μας και την μπολιάζουν με τις ιδέες και τη ζέση τους. Όλοι γεμάτοι πάθος και όρεξη γι’ αυτό που κάνουν.

Να ευχηθώ, από την καρδιά μου, καλά γραψίματα κι αέρα στα πανιά όλων αυτών που πέρασαν από το τμήμα μας. Καλοτάξιδα τα βιβλία σας! Πετάει η ομάδα!

 

Σοφία Νικολαΐδου

*****

Μαρία Αμανατίδου

Η Μπλάνς και το τσουτσούρι

(απόσπασμα από μυθιστόρημα)

Πάντα βασιζόμουν στην καλοσύνη των ξένων.

Πάντα βασιζόμουν στην καλοσύνη των ξένων.

Μπλανς

Μπανς

Μπλάνς

Καταραμένη Μπλάνς. Εγώ σκεφτόμουν τη Μαρία σαν μια εύθραυστη κι αθώα Μπλανς Ντιμπουά (χωρίς την τρέλα) κι αυτή μου βγήκε Στέλλα. Και δεν είμαι καν ο Στάνλεϊ. Είμαι ο Σώτος. Ούτε τα ονόματά μας δεν ταιριάζουν. Μερντ! Ούτε οι σεξουαλικές μας προτιμήσεις. Αλλά αυτό δεν έχει καμία σημασία, γιατί η χαζή, η γλυκιά μικρή μου Μαρία πήγε και κοιμήθηκε με αυτή την λαϊκάντζα, τον μπάρμαν της κακιάς ώρας, με αυτόν το απολίτιστο, μπρουτάλ τύπο με τα μακριά μαλλιά και τα έθνικ δαχτυλίδια. Εντάξει έχει ωραία μάτια και ωραίο χαμόγελο. Έχει και κομψά δάχτυλα - αλλά μέχρις εκεί. Δεν είναι αυτός για την Μαρία. Ποιος ξέρει τι λόγια της είπε και τι βρωμιές τής έκανε κι αυτή τώρα είναι τρελή και παλαβή μαζί του. Ερωτευμένη και ξεμυαλισμένη. Δεν θέλει ούτε τις βόλτες μας, ούτε τα παιχνίδια μας, όλο με αποφεύγει και μόνο κάτι καφεδάκια ξεπέτες μου κάνει. Κανονικά έπρεπε να κάνει ξεπέτουάζ με τον Μάνο και μαζί μου να ζει ωραίες περιπέτειες όπως παλιά. Τι σκατά έχει γίνει κι έχουν αντιστραφεί οι ρόλοι; Τόσο σπουδαίος είναι πια αυτός ο Μάνος; Μετά βίας μιλάει ο αγροίκος. Τι στο διάολο έχει πια αυτό το τσουτσούρι;  

Το πρώτο τσουτσούρι που είδα ήταν αυτό του παιδικού μου φίλου Χ.  Ήταν τρομακτικό και αηδιαστικό σαν σκουλήκι και δεν μου έκανε καμία εντύπωση. Το δεύτερο ήταν το τσουτσούρι του Ντον Τζόνσον (ναι, του μπαμπά της Ντακότα). Το είδα ένα ανοιξιάτικο απόγευμα στην τουαλέτα του σπιτιού της Ρομίνας. Τι δουλειά είχε γυμνός ο Σκληρός του Μαϊάμι στην τουαλέτα της Ρομίνας; Ήταν κομμάτι της συλλογής με Playboy περιοδικά που είχε ο Απόστολος, ο άνδρας της, στο μπάνιο του σπιτιού τους. Η Ρομίνα ήταν φίλη της μαμάς και μένανε οι δυο τους σε ένα υπέροχο διαμέρισμα χωρίς παιδιά. Δεν υπήρχε λόγος να κρύψουνε τα playboy.

Η αποκάλυψη του τσουτσουριού του Ντον Τζόνσον ήταν συγκλονιστική. Όταν τον είδα γυμνό σε μια λίμνη κάτω από έναν καταρράκτη, φαντάστηκα ότι έτσι θα είναι  και η πρώτη φορά που θα δω κανονικό τσουτσούρι. Δηλαδή ανδρικό όχι αγορίστικο. Ερωτεύτηκα τον Ντον Τζόνσον. Θα είμαι ειλικρινής: και το τσουτσούρι του. Προσπαθούσα να πηγαίνω στην τουαλέτα της Ρομίνας, κάθε φορά που πηγαίναμε επίσκεψη. Μέχρι που κάποιος σκέφτηκε ότι έπρεπε να κρύψουν τα playboy. Ατυχία. Γιατί εντωμεταξύ άρχισα να ανακαλύπτω κι άλλα περιεχόμενα - και δεν εννοώ τις συνεντεύξεις.   

Το τσουτσούρι που ερωτεύτηκα - πραγματικά όμως - ανήκε στον Μάνο. Τον γνώρισα από τον φίλο μου τον Σώτο. Ο Σώτος κι εγώ τραγουδούσαμε και χορεύαμε σαν άλλες  Cher και Winona Rider το «soop soop song» στο στέκι μας κάθε Σαββατόβραδο. Ήταν το act μας. Μαντέψτε ποιος έκανε την Cher. Ο Μάνος άρχισε να δουλεύει στο μπαρ που πηγαίναμε μερικά βράδια την εβδομάδα. Είχε έρθει από Αθήνα, για να είναι κοντά στην οικογένεια του μετά το φανταριλίκι. Μέχρι να δει τι θα κάνει στη ζωή του, έκανε τα ρεπό του τακτικού μπάρμαν, ενός παχουλού γελαστού στα όρια του χαζοχαρούμενου τύπου, που το μόνο που ήξερε ήταν να ανοίγει μπύρες. Ο Μάνος ήξερε να φτιάχνει κοκτέιλ. Ήταν ψηλός, λεπτός με κατάμαυρα μακριά μαλλιά, σκουλαρίκι στο αριστερό του αυτί και υπέροχα τεράστια έθνικ δαχτυλίδια στα εξωπραγματικά κομψά δάχτυλα του. Πρώτος τον γνώρισε ο Σώτος ένα βράδυ που δεν με άφησαν να βγω. Ήταν ενθουσιασμένος. Δεν μοιράστηκα τον ίδιο ενθουσιασμό, όταν τον γνώρισα. Είχε πόζα και κοιτούσε τα συνηθισμένα ξέκωλα με τον συνηθισμένο τρόπο των συνηθισμένων αγοριών. Boring.

Μεσολάβησαν κάποιοι μήνες και μερικά ραντεβού, για να ανακαλύψω το χαμόγελο του - κι εκείνος το δικό μου. Την ταχυπαλμία που μοιραζόμασταν όταν κοιταζόμασταν με όχι συνηθισμένο τρόπο. Στην πορεία έμαθα ότι εκτός από κοκτέιλ έκανε κι άλλα υπέροχα πράγματα με τα δάχτυλα του. Μερικά συνηθισμένα, όπως μια ομελέτα. Αλλά όταν στην φτιάχνει ένας άνδρας μετά την πρώτη φορά που μοιράζεσαι μαζί του μια νύχτα, δεν είναι και τόσο συνηθισμένη. Είναι μαγική η πρώτη νύχτα που μοιράζεσαι με κάποιον που ονειρεύεσαι για χρόνια. Είναι αλμυρή και γλυκιά, ζεστή και υγρή. Είναι η νύχτα που ξεχνάς τον χρόνο και πλέεις μέσα σε σύννεφα από marshmallows. Είναι η νύχτα που οι οργασμοί σε χτυπάνε όπως τα απαλά κύματα ένα βραχάκι κάποιο καλοκαιρινό απόγευμα. Το ένα πίσω απ’ το άλλο χωρίς να αφήνουν σημάδια - μόνο την ελπίδα για λίγο ακόμα. Κι όταν τα κύματα κοπάσουν έχεις μια πείνα αδίστακτη. Και τότε, αν είσαι τυχερή, έρχεται η ομελέτα.

Ο Σώτος δεν ήξερε τίποτα. Δεν του τα είπα ποτέ. Ήταν ο καλύτερος μου φίλος.  Μαλώναμε συνέχεια. Κυρίως στα διαλείμματα. Ήταν ένα χρόνο μεγαλύτερος και από ευκατάστατη οικογένεια. Με γαλλικά, πιάνο και δεκάδες πίνακες ζωγραφικής. Γράφαμε μαζί ποιήματα ανάποδα στο χαρτί και τα διαβάζαμε σε καθρέφτες. Βγαίναμε και περνούσαμε υπέροχα. Μαλώναμε για σοβαρά ζητήματα. Για τους Γάλλους επαναστάτες, για τους Γάλλους αριστοκράτες, για τον Μάη του ’68 , για την μπουρζουαζία, για τα ρούχα που φορούσα, για τις καταλήψεις, για τα τσιγάρα που κάπνιζα και φυσικά για τον γκόμενο που είχα επιλέξει! Αυτός μου τον είχε γνωρίσει. Όταν του είπα ότι έχασα την παρθενιά μου και ήταν υπέροχα, θύμωσε. Μάλλον γιατί δεν πρόλαβε να την χάσει πρώτος. Με πήγαινε σπίτι ένα βράδυ τέλος Αυγούστου. Από αυτά που είναι μεν καλοκαίρι, αλλά κρυώνεις κιόλας. Περπατούσαμε σε κάτι στενά με λίγο φως. Περνούσαμε σπίτια με κήπους, βεράντες και νανάκια στο γκαζόν. (Όπως στην ταινία Αμελί).  

Άρχισε να μου κάνει κήρυγμα για το προφυλακτικό και για το γεγονός ότι ο «αυτός», ο γκόμενος , ήταν της νύχτας το πουλί και της αυγής το αηδόνι και ότι θα έπρεπε : «να προσέχεις με ποιους πλαγιάζεις». Αυτήν την έκφραση χρησιμοποίησε και με άφησε άφωνη.

Ο Σώτος που έφτιαχνε μια διαφορετική λέξη για τα Σαββατόβραδα μας ακόμα κι όταν έπρεπε να γυρίσω σπίτι από τις δώδεκα, ενώ όλοι ξενυχτούσαν μέχρι το πρωί. Ο Σώτος που μαζί χορεύαμε το “Like a virgin” και ντυνόμασταν Madonna με κορσέδες, κορνέδες αλά jean Paul Gaultier και όλα τα σχετικά, για να κάνουμε justify my love. Ο Σώτος που πήραμε διήμερη αποβολή, γιατί χορεύαμε το freedom έξω από το γραφείο του λυκειάρχη, που κάναμε πίπες σε μπουκάλια μπύρας όπως Madonna, είπε: «να προσέχεις με ποιους πλαγιάζεις»;   

Η αλήθεια είναι ότι κι εγώ δίσταζα να του το πω. Το ένιωθα ότι θα είχαμε παρατράγουδα.

-Τι έπαθες; Γιατί μιλάς έτσι;

-Πώς έτσι; Δεν κοιμάσαι μαζί του;

-Μήπως ζηλεύεις;

-Ναι, ζηλεύω.

-Τι ζηλεύεις;

-Που σε έχει.

-Δεν με έχει. Τι είμαι; Αναπτήρας; Μήπως έχεις τον αναπτήρα μου; Μήπως έχεις το μπουφάν μου; Μήπως…

-Μην παίζεις. Και τώρα θα είστε μαζί;

-Ναι.

-Είσαι ερωτευμένη;

-Ναι.

-Άρα θα σε έχει. Σ’το έχει γλείψει;

-Δεν σου επιτρέπω; (Πώς μου ’ρθε;)

-Γιατί; Δεν ντρέπεσαι να τα κάνεις, αλλά ντρέπεσαι να τα λες;

-Τι σε νοιάζει; (Αρχίζω και κοκκινίζω)

-Τι με νοιάζει;

-Ναι τι σε νοιάζει; Εσύ μου λες τι κάνεις;

-Σ’το έχει γλείψει;

-… (Βλέμμα: σε καρφώνω μέχρι να σταματήσεις)

-Του το έχεις γλείψει;

-… (Βλέμμα: σε λίγο τρως μπούφλα)

-Κατάλαβα.

-Τι κατάλαβες, μωρέ; Τι είμαι, γκόμενα σου; Αδερφή σου; Τι;

Κι εκεί σταματά, στρίβει πίσω και φεύγει. Για μέρες αποφεύγαμε ο ένας τον άλλον. Ούτε στο στέκι μας, ούτε τηλέφωνα, ούτε σημειώματα. Εγώ ένιωθα σαν να είχα χωρίσει με γκόμενο. Εκείνος δεν ξέρω.. γιατί είχε και καμιά τρεις τέσσερις άλλες φίλες με τις οποίες έβγαινε, ξενυχτούσε, περνούσε καλά.

Τον Σεπτέμβρη εγώ θα επέστρεφα στο σχολείο. Αυτός το είχε τελειώσει. Κάποια στιγμή έπρεπε να γράψω αφιέρωση σε ένα βιβλίο που ήταν γι’ αυτόν. Και έγραψα : “I am not Stella.

 I am not Blanche.

I am M.

I wear black.

I like magic though”. 

Μου άρεσε που την δραματοποιούσα έτσι την κατάσταση.

Μερικές φορές μ’ αρέσει το δράμα!

*****

Τριάδα Εμμανουηλίδου

Απόσπασμα από το μυθιστόρημα με προσωρινό τίτλο

«Ένας σταθμός στη ζωή τους»

Μια μυρωδιά κλεισούρας ανάμεικτη με υγρασία τον χτύπησε στα ρουθούνια. Άνοιξε την μπαλκονόπορτα, χωρίς να σηκώσει τα παντζούρια και χώθηκε στον καναπέ με τον πολύτιμο φάκελο στο χέρι. Το όνομα του Παύλου φιγουράριζε στη θέση του αποστολέα. Το άνοιξε με τρεμάμενα χέρια, χύθηκαν οι φωτογραφίες. Το βλέμμα του εστίασε σε ένα κοντοκουρεμένο κεφάλι με έξυπνα μάτια και ένα πλατύ χαμόγελο που μαρτυρούσε ότι  η ευτυχία τής είχε χτυπήσει την πόρτα. Ο Παύλος ηλιοκαμένος, με χαλαρή διάθεση, στεκόταν δίπλα στο μυστηριώδες κορίτσι. Στο βάθος η καταγάλανη θάλασσα, στον ορίζοντα ενώνονταν με τον ουρανό και δε μπορούσες να ξεχωρίσεις πού τελειώνει το ένα και πού αρχίζει το άλλο.  Τα χέρια του ίδρωσαν και ξαφνικά ο αέρας στο δωμάτιο λιγόστεψε. Άφησε στο τραπεζάκι τη φωτογραφία και πήρε το γράμμα.

« Καλέ μου φίλε Στέφανε», διάβασε. Ένιωσε αμέσως ένα χάσμα να τον χωρίζει από το σώμα που πόθησε και αγάπησε - έστω για ένα βράδυ. Πέρασε τις γραμμές που μιλούσαν για τις διακοπές και τις όμορφες παραλίες. Έψαχνε τις λέξεις που θα επιβεβαίωναν αυτό που ήδη ήξερε. Δυο φράσεις όλες και όλες. «Φίλε μου, με χαρά σου ανακοινώνω τα ευχάριστα. Αρραβωνιάστηκα και ανυπομονώ να σου γνωρίσω την αγαπημένη μου»

Δεν ένιωθε προδομένος. Κανείς δεν του είχε υποσχεθεί τίποτα. Ένιωθε άδειος. Άδειος και μόνος. Άνοιξε μηχανικά το ραδιόφωνο. Ο εκφωνητής μιλούσε για εκείνο το βράδυ της 20ης Ιουλίου 1969, όταν πάνω στη σκονισμένη επιφάνεια της σελήνης αποτυπώθηκε για πρώτη φορά ένα ανθρώπινο χνάρι που έγινε το σύμβολο ενός τεράστιου άλματος για την ανθρωπότητα. Ο εκφωνητής συνέχιζε να δίνει πληροφορίες για το εχθρικό περιβάλλον, τις θανατηφόρες θερμοκρασίες, την παντελή έλλειψη οξυγόνου στην επιφάνεια της σελήνης. Έτσι ένιωθε και ο Στέφανος. Δεν του έφτανε το οξυγόνο.

Κοίταξε προς την μπαλκονόπορτα. Το φεγγάρι του έγνεφε με ένα αδύναμο χλωμό φως. Άφησε το ραδιόφωνο να παίζει  και βγήκε από το διαμέρισμα. Έκανε να ανεβεί τις σκάλες προς την ταράτσα, αλλά σταμάτησε στα μισά. Aνέβηκε ένα ακόμα σκαλί και κατέβηκε πάλι κάτω. Γύρισε στο καθιστικό και πήρε το ραδιόφωνο μαζί του. Στο τέλος της σκάλας,  βγήκε έξω στη μικρή τσιμεντένια ταράτσα. Ήταν σκοτεινά και σιωπηλά. Η ζέστη στο διαμέρισμα τού είχε ναρκώσει τις αισθήσεις. Έβγαλε το ιδρωμένο μπλουζάκι, το άφησε να πέσει κάτω. Έφερε μια βόλτα το βλέμμα του στη γειτονιά. Πολλά σπίτια ήταν σκοτεινά. Όσο περνούσε η ώρα, έπεφτε μια σπάνια σιγή πάνω από την πόλη. Καθισμένος στο πεζουλάκι, τρόμαξε με το ενδεχόμενο ότι θα έπρεπε να τη ζήσει  μέσα σε ένα λαγούμι. Σηκώθηκε και πλησίασε στην άκρη της ταράτσας. Βρισκόταν πέντε ορόφους ψηλά και, όταν κοίταξε κάτω, ζαλίστηκε. Το βλέμμα του μαγνητίστηκε. Ένα βήμα τον χώριζε από το κενό. Ένα βήμα. Το στόμα του στράβωσε σε ένα μισό χαμόγελο. Κοντοστάθηκε με το χέρι στην κουπαστή. Η αγωνία τον ακινητοποίησε. Η τακτοποιημένη ζωή του, τα  καλομελετημένα σχέδια του για το μέλλον είχαν γκρεμιστεί με το θάνατο του πατέρα του. Αυτόν τον κόμπο στην καρδιά λαχταρούσε να χαλαρώσει. Ένα βήμα. Ένα μόνο βήμα και θα μπορούσε επιτέλους να νιώσει ελεύθερος.

Μια πνοή δροσιάς τον χάιδεψε στο πρόσωπο. Κοίταξε το φεγγάρι. Ύστερα το κενό. Άρχισε να διακρίνει ίχνη ζωής. Βήματα στο πεζοδρόμιο, ένα καροτσάκι με γάλατα, ένα ραδιόφωνο που μετέδιδε ειδήσεις. Έκανε δυο τρία βήματα προς τα πίσω. Έπεσε πάνω στα απλωμένα ρούχα που η νοικάρισσα της σοφίτας επέμενε να απλώνει εκεί. Άπλωσε τα χέρια του και άγγιξε τη δροσιά της αυγής πάνω στα απλωμένα σεντόνια. Δρόσισε το  πρόσωπό του. Πήρε από το σύρμα ένα καθαρό άσπρο μπλουζάκι και το φόρεσε. Ένιωσε σα να πετάει από πάνω του το βάρος. Τα μανταλάκια είχαν αφήσει κάτω από το στήθος σημάδια. Θα έστρωναν με τον καιρό.

 Έφτασε στο σταθμό την ώρα που ο ήλιος ανέτειλε. Τα χρήματά του έφταναν ίσα ίσα για το εισιτήριο με προορισμό το Μόναχο. Στο πορτοφόλι του είχε πάντα τη διεύθυνση του Πέτρου. Ο πρωινός κουλουρτζής διαλαλούσε την πραμάτεια του. Η μυρωδιά από το φρέσκο κουλούρι τού χτύπησε τα ρουθούνια. Συνειδητοποίησε ότι είχε να φάει από το μεσημέρι της προηγούμενης, όταν με το ζόρι έβαλε δυο μπουκιές στο στόμα του για να γλιτώσει από τη γιαγιά του. Τώρα όμως πεινούσε σαν λύκος. Αγόρασε ένα κουλούρι και το έφαγε με όρεξη. Δεν πέρασε πολλή ώρα και άκουσε τον διακεκομμένο ήχο μιας ανακοίνωσης και το φανάρι του τρένου τον έλουσε με το φως του. Ρίχτηκε στο κάθισμα. Σε λίγο έχασε από τα μάτια του  τις σιλουέτες  που περίμεναν στην πλατφόρμα. Άνοιξε το τζάμι να εισπνεύσει τον αέρα που άφηνε πίσω του. Κοίταξε από το παράθυρο. Όταν έφευγε, του άρεσε να κοιτάζει το τοπίο να χάνεται. Καθώς το τρένο κυλούσε πάνω στις ράγες, ο ορίζοντας άνοιγε προς μέρη που δεν είχε ξαναταξιδέψει Στα χωράφια οι εργάτες δούλευαν χωρίς να σηκώνουν το κεφάλι. Μόνο κάποια παιδιά το σήκωναν και ανέμιζαν το καπέλο τους. Έφτασαν στον πρώτο σταθμό. Κατέβηκαν τρεις επιβάτες. Κανένας όμως δεν επιβιβάστηκε.

*****

Φωτεινή Καϊοπούλου

Κάποιος κατασκοπεύει

Βασανιζόταν το κοριτσάκι μου, βασανιζόταν πολύ. Κι εγώ ήμουν πολύ γριά. Ήλπιζα ότι μπορεί να της κάνει ακόμη και καλό η απουσία μου. Ενδεχομένως να έκανα λάθος. Ίσως και όχι. Μήπως ξέρω;

Είχα εποπτεύσει τη γέννησή της από το γείσο του παραθύρου - σαν τη νυχτοπεταλούδα με τραβάει το φως. Κανείς δεν με πρόσεξε.  Όλοι είχαν στραμμένο το ενδιαφέρον τους στο γεγονός. Αλλά και πριν τη γέννηση. Είδα τη σύλληψη. Το πάθος, τον έρωτα, την ομορφιά. Όλα όσα ενώθηκαν και σχηματίστηκε ένα πλάσμα μια σταλιά. Πιο μικρό κι απ΄ τα πουλιά μου, όταν βγήκαν απ΄ τ΄ αυγό. Έτσι ξεκινούν οι άνθρωποι; απόρησα. Μ΄ ένα φύσημα του αέρα, ήρθε η ψυχή κι εγκαταστάθηκε στο νιούτσικο σώμα. Διάλεξε τη ζωή της Κλαιρ για σχολείο. Τι να πεις; Έχει κανείς λόγο σ’ αυτά; Κανονικά, εγώ δεν θα έπρεπε να μιλάω για επιλογές. Η δική μου ήταν καλύτερη; Μια κουκουβάγια που συναναστρέφεται ανθρώπους και που… ασ΄ το αυτό γι΄ αργότερα.

Είδα λοιπόν το μεγάλωμά της στη μήτρα της Εστέλ. Πώς ρουφούσε τη χαρά, τα χάδια, το τραγούδι. Πώς μάθαινε, αγέννητη, ν΄ αγαπά κι εκείνη τα τριαντάφυλλα. Πώς έφτασε η στιγμή του τοκετού. Τον ιδρώτα στα βαμβακερά σεντόνια και στα κεντήματα του νυχτικού της μητέρας. Την Κολέτ να πηγαινοέρχεται φουριόζα και να δίνει εντολές. Το πρώτο κλάμα της μικρής. Το δάκρυ ανακούφισης της μάνας. Ήταν Οκτώβριος του 1781. Ο Λουδοβίκος ΙΣΤ΄ και η Μαρία Αντουανέτα είχαν ήδη μπει στην τελευταία οκταετία της σπάταλης ζωής τους. Ο μεσιέ Ντανιέλ έλειπε. Όταν επέστρεψε κι αντίκρυσε τη θυγατέρα του, ανεβοκατέβαινε την ξύλινη σκάλα χοροπηδώντας, γελούσε δυνατά και χωράτευε με τους  υπηρέτες, με οικειότητα χωριάτη σε ταβέρνα. Πρωτάκουστο! Τέτοιο πράγμα δεν ξανάγινε ποτέ. Μόνο στις πολύ ιδιωτικές στιγμές με την Εστέλ, άφηνε δίπλα στη στρατιωτική στολή του, τη μάσκα που του επέβαλε η θέση του.

Γέμισε το σατό κόσμο. Οι ευχές για τη νεογέννητη κόρη ξεχείλιζαν από τα καμπυλωτά παράθυρα των πύργων. Άδειασαν τα κελάρια από κρασί.  Μονάχα εκείνος, ο Ξαβιέ, η ποντικομαμή, κλείστηκε στην κάμαρή του και δεν έβγαινε παρά για τα  απαραίτητα.  Τι να σου κάνει όμως κι αυτός ο κακομοίρης; Ας μη γίνομαι αυστηρή. Ό,τι μπορούσε κι ό,τι άντεχε έπραττε.

Σύντομα ο μεσιέ Ντανιέλ ξανάφυγε. Η αγαπημένη του Εστέλ, η παριζιάνα, έκλαψε πικρά και διαπίστωσε σύντομα ότι τα μωρά δεν είναι το φόρτε της. Θλίψη την έπιασε μεγάλη και τα μαντζούνια της Κολέτ  δεν κατάφεραν να τη συνεφέρουν. Για λίγο συνερχόταν. Και πάλι απ΄ την αρχή, έπεφτε ξανά στη στεναχώρια. Τότε ήταν που ανέλαβε ο Ξαβιέ - και μάλλον τα κατάφερε καλύτερα από την Κολέτ. Εκείνη πήρε τη μικρή στο σπίτι της, της βύζαξε το γάλα της και την ανάστησε μαζί με τα δικά της παιδιά. Έτρεχε ανέμελη η μικρούλα Κλαίρ, ανέμιζαν τα πολύτιμα υφάσματα στα φουστάνια της, γελούσε – τι γέλιο γάργαρο - κι έπαιζε με τα άλλα παιδιά.

Μεγάλη αδυναμία της, ο Σεμπαστιέν.  Τον ακολουθούσε παντού, δεμένη θαρρείς στην ουρά του. Κι εκείνος όμως. Πού τον έχανες, πού τον έβρισκες, στις πτυχές των ταφτάδων και των μεταξωτών της Κλαίρ τυλιγόταν. Άφηνε τις παρέες των αγοριών για να την προσέχει. Της έδειχνε και της μάθαινε όσα ήξερε κι η μικρή σαν σφουγγάρι ρουφούσε τη γνώση και τον άφηνε κατάπληκτο με τις ερωτήσεις της. Τότε η αφεντιά μου ήταν απλός παρατηρητής. Κανείς δε με ήξερε.  Ύστερα,  ένα-ένα όλα άλλαξαν.

Εκεί, στο δάσος γεννήθηκα και μεγάλωσα κι εγώ. Εκεί ξεδίπλωσα τα φτερά μου. Μα το δάσος τις νύχτες ήταν πολύ σκοτεινό. Φοβόμουν και δεν τολμούσα να το ομολογήσω σε κανέναν. Πού ακούσατε εσείς, νυκτόβιο πουλί να φοβάται το σκοτάδι; Όλες οι κουκουβάγιες του κόσμου κυνηγούν τη λεία τους τη νύχτα. Εγώ κούρνιαζα κρυμμένη σε κάποια κρυψώνα, τρέμοντας από φόβο μέχρι το χάραμα. Μόλις η μέρα αχνοφώτιζε και οι συγγενείς επέστρεφαν χορτάτοι στις φωλιές τους, εγώ έβγαινα για κυνήγι. Τότε που οι πραγματικοί κίνδυνοι, σκυλιά, γατιά, γεράκια, καιροφυλακτούσαν. Τότε που τα πιο νόστιμα και θρεπτικά εδέσματα, ποντίκια, αρουραίοι και νυφίτσες, ήταν χωμένα στις τρύπες τους.  Αναποδιά, όχι αστεία!

Με τον καιρό απομονώθηκα. Κυκλοφόρησε η φήμη ότι είμαι παράξενη και ακατάδεκτη. Ο φόβος μου δυσκόλευε τη ζωή, αλλά τα βόλευα μια χαρά. Μονάχα το μαύρο της νύχτας παρέμενε να με βασανίζει ανελέητα.

Ένα σούρουπο χειμωνιάτικο, ξεμάκρυνα από το δάσος, αποφασισμένη να ανακαλύψω κι άλλες περιοχές για κυνήγι. Χωρίς να το καταλάβω η νύχτα έπεσε γρήγορα. Με βρήκε να φτερουγάω πάνω απ΄ τ΄ αμπέλια των  Vigneron. Τα χρειάστηκα. Πώς θα επέστρεφα στην κρυψώνα μου; Μια ματιά χρειάστηκε, για να εντοπίσω τα κεριά που άναψαν στον πύργο. Το ένα μάλιστα απ΄ αυτά, βρισκόταν δίπλα σε μια κουκουναριά. Εκεί θα διανυκτερεύσω, σκέφτηκα, κι αν το κερί ανάβει όλη τη νύχτα, ακόμη καλύτερα. Σ΄ ένα κλαδί γερό, μια φυσική πληγή από κακοκαιρία είχε με τα χρόνια εξελιχθεί σε μικρή κουφάλα. Δεν απαιτώ πολύ χώρο για να βολευτώ. Τακτοποιήθηκα μια χαρά. Οι άνθρωποι του πύργου βιάστηκαν ν΄ αναζητήσουν ζεστασιά κάτω από τα σκεπάσματά τους. Προφυλαγμένη μέσα στο κλαδί με το κερί να φέγγει όλο το βράδυ, δεν κινδύνευα. Τότε, η Κλαίρ δεν είχε γεννηθεί ακόμη. Η γιαγιά της, η μητέρα του μεσιέ Ντανιέλ, μόλις είχε πάει νύφη στο σατό.

Εκεί έστησα το σπιτικό μου, κάτω από κείνη την κουκουναριά αποχαιρέτησα τα πουλιά μου. Τι άλλο να ζητήσω; Στο σατό πάντα άναβε φως τις νύχτες. Μαλάκωνε τα σκοτάδια και τους φόβους μου. Ήταν παραπάνω από αυτό που μπορούσα να ονειρευτώ. Κύλησαν τα χρόνια. Στο σατό, παιδιά γεννήθηκαν και μεγάλωσαν, υπηρέτες αντικαταστάθηκαν, άνθρωποι του σπιτιού εγκατέλειψαν τα εγκόσμια. Και ήμουν έτοιμη σχεδόν να τα εγκαταλείψω κι εγώ, λίγα χρόνια μετά τη γέννηση της Κλαίρ, αλλά οι Νόμοι και η Φλοράνς, η μάνα της Εστέλ, έπλεκαν αλλιώτικα τα σχέδια της ζωής μου.

*****

Σίσσυ Κεφαλοπούλου

Η συνάντηση

(απόσπασμα)

Έτεινε το χέρι του προς τη Ξανθίππη και αυτή έδωσε το δικό της. Τα μάγουλά της είχαν ροδίσει. Έκανε μεγάλη προσπάθεια για να  ξεκολλήσει την παλάμη του από την δική της και να τραβήξει το βλέμμα του. Η επαφή τους, αυτά τα ελάχιστα δευτερόλεπτα, ήταν αρκετή για να αισθανθεί ότι κάτι συνέβη. Η κοπέλα χαμογέλασε ντροπαλά, τράβηξε το χέρι και χαμήλωσε το βλέμμα. Από την αμηχανία της στιγμής τους έβγαλε ο Θοδωράκης, όταν είπε «πάμε κορίτσια, ο θειός μου θα κάθεται σε αναμμένα κάρβουνα, ελάτε, πάμε γρήγορα... νύχτωσε». Γύρισε προς το Μιχαήλ και συμπλήρωσε «συγγνώμη, φίλε μου, πρέπει να φύγουμε, είναι πολύ αυστηρός. Μόνο μαζί μου τις αφήνει να βγαίνουν για λίγο. Μην το χαλάσουμε τώρα…». «Μη ζητάς συγγνώμη καταλαβαίνω, αγαπητέ μου…», είπε ο Μιχαήλ και τους ακολούθησε με το βλέμμα του, μέχρι να χαθούν στο στενάκι. Μιλούσαν χαμηλόφωνα. Τι να λένε άραγε; αναρωτήθηκε.

-Πώς σας φάνηκε το παλικάρι; Ωραίος άνδρας, δεν συμφωνείτε; ρώτησε ο Θοδωράκης.

-Ε, πώς να μας  φανεί; Μέσα σε δύο λεπτά δεν μπορούμε να κρίνουμε. Καλός μου φάνηκε. Ευγενικός, γραμματιζούμενος …, είπε αδιάφορα η Κίου.

-Εεε, ξαδέλφη. Ξανθίππη, σε σένα μιλάω! Πώς σου φάνηκε ο Μιχαήλ;

Γύρισαν και οι δύο προς το μέρος της, με αγωνία. Εκείνη δεν  είχε ακούσει καν την ερώτηση. «Γιατί φωνάζεις έτσι; Μέχρι το σπίτι ακούγεσαι…», είπε νευριασμένη. Το τσιτωμένο σώμα της φανέρωνε ότι κάτι της συνέβαινε. Δεν ήταν συνήθως έτσι. Ήταν η χαρά της ζωής, γελαστή, καλοσυνάτη. Αγαπητή σε όλους. Στους οικείους, στους γείτονες, στα παιδιά. Τώρα περπατούσε απορροφημένη στις σκέψεις της. Δεν άνοιξε το στόμα της μέχρι το σπίτι. Χάιδευε μόνο ευλαβικά τη δεξιά παλάμη της. Ήθελε να μείνει μόνη, να κρυφτεί στην κάμαρη που μοιραζόταν με την αδελφή της, κάτω από τα σκεπάσματα και να μυρίσει τη μυρωδιά του στο χέρι της. Μπήκε μέσα, «είμαι κουρασμένη», είπε και κλείστηκε στο δωμάτιο. Τράβηξε το ξύλινο παντζούρι και  έσβησε τη λάμπα που φώτιζε το χώρο. Στο κρεβάτι ένοιωθε ακόμα την ταραχή. Το βλέμμα του έκανε την καρδιά της να χτυπά. Πρωτόγνωρο συναίσθημα. Τι της συνέβαινε; Θύμωσε με τον εαυτό της. «Ντροπή, ντροπή. Πώς επέτρεψα να γίνει αυτό; Σίγουρα το αντιλήφθηκε. Τι γνώμη να σχημάτισε για μένα;» έλεγε και ξανάλεγε από μέσα της.

Λίγο πιο πέρα ο Μιχαήλ πετούσε στα σύννεφα. Μια ματιά της ήταν αρκετή. Τώρα είναι σίγουρος. Έβγαλε φτερά στα πόδια του, πέταξε και έφτασε στο καφενεδάκι της πλατείας Ερμού. Κάθισε στην ψάθινη καρέκλα μπροστά στο  μεταλλικό τρίποδο τραπεζάκι. Παιδάκια τριζοβολούσαν σαν τα πουλιά γύρω τους. Γέλια και παιδικές φωνές ενώνονταν με τις μελωδίες. Ζευγάρια αγκαζέ έκαναν ρομαντικό περίπατο στην όχθη του Σακουλέβα, μπροστά από την περιφραγμένη κυκλική εξέδρα και στο καταπράσινο πάρκο με τα πολύχρωμα άνθη. «Θαυμάσια», ψιθύρισε ξεφυσώντας. Είχε ξεχάσει πόσο όμορφα ήταν εδώ έξω τα  κυριακάτικα βράδια, που η φιλαρμονική ορχήστρα του «Ορφέα» έδινε συναυλίες. Χαιρέτησε τον φίλο του χωρίς να νοιώθει την ανάγκη να απολογηθεί για την αργοπορία του. Εκτιμούσαν ο ένας τον άλλο. Όταν βρίσκονταν με τον Παναγιώτη συζητούσαν για ώρες για την πολιτική, τη μουσική και για τη μεγάλη τους αγάπη, την γαλλική λογοτεχνία. Μιλούσε και αυτός γαλλικά. Ήταν Κωνσταντινοπολίτης και εργαζόταν στη Γεωργική υπηρεσία. Αθλητικός, κοινωνικός και αγαπητός στην τοπική κοινωνία, αν και ξένος.  Τόσα συναισθήματα . Ο Μιχαήλ ήθελε να τα μοιραστεί μαζί του, αλλά δεν είχαν προχωρήσει, μέχρι τώρα, σε προσωπικές εξομολογήσεις. Θα έκανε υπομονή, θα βρισκόταν η κατάλληλη στιγμή. Τελευταία ένοιωθε  ότι κάτι απασχολούσε τον φίλο του.

«Ας απολαύσουμε τη συζήτησή μας και τις μελωδίες αυτής της γλυκιάς καλοκαιρινής βραδιάς» αρκέστηκε να πει. 

«Ναι, πράγματι είναι ωραία. Δεν ξέρω από πού να αρχίσω», είπε.

Κόμπιαζε. Ξερόβηχε. Η συμπεριφορά του ανησύχησε τον Μιχαήλ. Κάτι σοβαρό θα συμβαίνει. Για να χάνει τα λόγια του αυτός ο άνθρωπος με τον χειμαρρώδη λόγο. Ανακάθισε στην καρέκλα του.

«Λέγε, φίλε μου, σε ακούω. Έγινε κάτι από χθες που έχω να σε δω;» τον παρότρυνε.

Εκείνος κούνησε το κεφάλι του, τον κοίταξε σοβαρός... Ξεφύσησε, για να πάρει δύναμη και ξεκίνησε  «χρειάζομαι τη βοήθειά σου. Αποφάσισα να παντρευτώ». Πήρε φόρα και έριξε τη βόμβα «την δεσποσύνη  Όλγα, την αδελφή σου. Συμφωνεί και αυτή» συμπλήρωσε αμήχανα. Κατακόκκινος από την έξαψη. Ο Μιχαήλ τον κοιτούσε. Μετά το αρχικό μούδιασμα ξαναβρήκε τη φωνή του. Ξερόβηξε.

«Πώς προέκυψε αυτό;  Έτσι ξαφνικά; Τι μέρα και αυτή!» είπε σαστισμένος.               

Ο Παναγιώτης του τα εξιστόρησε όλα.  Ξεκίνησαν μερικούς μήνες πριν. Τότε που τον κάλεσε ο πατέρας  να γευματίσει μαζί τους  στο σπίτι. Τον ρώτησε αν το θυμόταν. Ο Μιχαήλ κούνησε το κεφάλι. Ο Γεώργιος Λουκάς ήταν έξυπνος άνθρωπος και προνοητικός επιχειρηματίας. Χρόνια πριν την απελευθέρωση είχε αγοράσει το μεγαλύτερο τμήμα από το Κάτω Τσιφλίκι, μια άγονη περιοχή με λιγοστά σπίτια στην ανατολική πλευρά της πόλης. Είχε διατελέσει Δήμαρχος και γνώριζε καλά τα αναπτυξιακά σχέδια των Γάλλων. Εκείνο το διάστημα ήταν όλη η οικογένεια στην πόλη. Ο Μιχαήλ, ο Μιλτιάδης, φοιτητής ιατρικής που είχε έρθει από την Αθήνα, ο Γιαννούλης και η Όλγα. Έκρινε πως ήταν η κατάλληλη στιγμή να καλέσουν τον Παναγιώτη, που  εργαζόταν στη γεωργική υπηρεσία. Να τον συμβουλευτούν για τις απαλλοτριώσεις και τις παραχωρήσεις οικοπέδων και αγροκτημάτων. Κατά τη διάρκεια του γεύματος αλλά και αργότερα, όταν ήπιαν τον καφέ τους και η Όλγα έπαιξε πιάνο, ο Παναγιώτης γοητεύτηκε. Δεν ήταν μόνο η ομορφιά της που τον σαγήνευσε. Ήταν η εξυπνάδα, η καλλιέργεια και η μόρφωσή της. Κυρίως όμως ήταν το σθένος της να εκφράζει και να υποστηρίζει τις απόψεις της. Καθώς ο φίλος του αράδιαζε τα προτερήματα της αδελφής του, παρατήρησε ότι το βλέμμα του έλαμπε. Το πρόσωπό του άλλαξε. Έγινε γλυκό, σαν μικρού παιδιού. Μαλάκωσε και αυτός.

Ο Μιχαήλ έκανε προσπάθεια. Πώς να αντιδράσει; Ταραχή, έκπληξη, θυμός. «Είναι ευχάριστη εξέλιξη», σκέφτηκε. Μια αχτίδα ελπίδας φώλιασε στη ψυχή του. Η σκέψη ότι τώρα όλα θα εξελιχθούν γρήγορα. Μακάρι να πάνε όλα καλά, ευχήθηκε. Στράφηκε προς τον Παναγιώτη. Η ίδια φλόγα τον έκαιγε και αυτόν. Ακούμπησε το χέρι στον ώμο του. «Ήταν τόσο αναπάντεχο, φίλε μου. Μου ήρθε λίγο απότομο και τα έχασα. Χαίρομαι πραγματικά. Σε εκτιμώ και σε εμπιστεύομαι. Έναν άνδρα σαν και σένα θέλω στο πλευρό της.  Σου υπόσχομαι να μιλήσω στον πατέρα με την πρώτη ευκαιρία».

Οι μέρες κυλούσαν. Εκείνο το βράδυ, μετά το δείπνο, ο πατέρας  ζήτησε από την αδελφή τους να τους αφήσει μόνους. «Θέλω να μιλήσουμε» είπε κοφτά στους δύο γιούς του. Ο τόνος της φωνής του δεν της άρεσε. Όλες οι συζητήσεις γίνονταν παρουσία της. Γιατί τώρα δεν έπρεπε να ακούσει; Ήταν σίγουρη ότι το θέμα την αφορούσε. Βγήκε ανήσυχη από το δωμάτιο, κρύφτηκε πίσω από την πόρτα. Στάθηκε δίπλα της και  η Θωμαή, η Τόμτσε, όπως τη φώναζαν οι δικοί της. Θα κρυφάκουγε και αυτή. Ο κυρ Γιώργης την είχε πάρει κοντά του, όταν ορφάνεψε από μάνα. Την είχε σαν ψυχοκόρη και δεν τη ξεχώριζε από τα παιδιά του. Έμεινε νέος χήρος με πέντε παιδιά. Μετά έχασε την Αναστασία, τη δίδυμη αδελφή της Όλγας. Ήταν άξιος πατέρας, επιτυχημένος έμπορος, με μεγάλη προσφορά στην πατρίδα. Συμμετείχε στον μακεδονικό αγώνα και ήταν δήμαρχος, όταν ήρθε στο σπίτι. Πολλές φορές δικαιολογούσε την αδιαλλαξία του. Δεν θύμωναν μαζί του ούτε τα παιδιά. Τον σέβονταν και τον θαύμαζαν και ας  ήθελε πάντα να έχει τον πρώτο και τον τελευταίο λόγο.  «Πρέπει να την καλοπαντρέψουμε. Να βρούμε έναν δικό μας, μορφωμένο πλούσιο έμπορο», τον άκουσε να λέει.

Να η ευκαιρία, σκέφτηκε ο Μιχαήλ και πήρε το λόγο. Του μίλησε για τις προθέσεις του Παναγιώτη. Οι χτύποι της καρδιάς της Όλγας έγιναν ένα με το τικ τακ του ρολογιού δίπλα της. Η αντίδρασή του πατέρα όμως δεν ήταν η αναμενόμενη. Κοκκίνισε, έτρεμε ολόκληρος. Αρνήθηκε κατηγορηματικά.  Ήταν ανένδοτος «Όχι, δεν θέλω κουβέντα παραπάνω. Δεν θα δώσω την κόρη μου σε έναν ξενόφερτο δημόσιο υπάλληλο. Θα ζήσει μέσα στη μιζέρια, όχι».

*****

Δημήτρης Κοπαράνης

Μοτέλ - Σπα: Το Φλαμίγκο

(απόσπασμα από μυθιστόρημα)

Με λίγα λόγια

Στη δεκαετία του ’90, τρεις μεγάλες σε ηλικία τηλεπαρουσιάστριες, φτάνουν στη ροζ λίμνη Κοράλια και στο μοτέλ - σπα Το Φλαμίγκο για να παρακολουθήσουν το ταχύρρυθμο πρόγραμμα νεότητας της δρ. Ντόλλη. Σε ένα κοντινό, αλλά χρονικά απροσδιόριστο μέλλον, ο Απέργης, ο νικητής ενός τηλεοπτικού, reality μαγειρικής καταδιώκεται από φανατικούς χορτοφάγους για προδοσία. Στην προσπάθεια του να κρυφτεί, καταλήγει στην Κοράλια. Εκεί θα ανακαλύψει τα παγωμένα σώματα τριών γυναικών.

Εικόνα 1: Πιθανώς Ξένια

Η είδηση έσκασε σαν ώριμο καρπούζι.

Τρεις γυναίκες βρέθηκαν παγωμένες στα γυάλινα φέρετρα τους, στο βυθό της λίμνης Κοράλιας. Τα σώματα τους, διατηρημένα σε άψογη κατάσταση και με αρκετά προσωπικά αντικείμενα τριγύρω, αναμένεται να προσφέρουν πολύτιμη γνώση για τους ανθρώπους, τη ζωή και τις συνήθειες τους. Μια ειδική ομάδα επιστημόνων έχει ήδη αναλάβει να τις επαναφέρει σταδιακά στη φυσιολογική τους θερμοκρασία. Η διαδικασία αυτή αναμένεται να διαρκέσει αρκετούς μήνες.

Ο κόσμος είχε ένα σωρό ερωτήματα. Δηλαδή θα ζωντανέψουν; Τι γλώσσα μιλάνε; Θα περπατήσουν; Πότε θα τις δούμε; Τι φοράνε; Πως βρέθηκαν εκεί; Τι ζητάνε; Ο ηλεκτρονικός εκπρόσωπος τύπου του Προέδρου εμφανίστηκε στις οθόνες της Πόλης και έκανε μια σύντομη ανακοίνωση. «Έχουμε στα χέρια μας ένα πολύτιμο αρχαιολογικό εύρημα. Είναι πολύ νωρίς για να ανακοινώσουμε οτιδήποτε αλλά δεσμευόμαστε να κάνουμε το καλύτερο δυνατό». Όποιος κατάλαβε, κατάλαβε. Κατάλαβε;

Ο Απέργης στάθηκε όρθιος στη μεγάλη τζαμαρία. Είχε αρχίσει να σκοτεινιάζει, όταν έλαβε  μια κλήση από άγνωστο νούμερο. Στην οθόνη έγραφε: Πιθανώς Ξένια.

Απέργης: Πώς βρέθηκα στη λίμνη Κοράλια

Έχεις φάει ποτέ μπρόκολο στο κεφάλι; Να μη μιλάς τότε. Είχαν μαζευτεί και με κυνηγούσαν. Όχι μόνο, αλλά κυρίως εμένα. Το χειρότερο δεν ήταν τα σχόλια στο facebook ούτε οι εφημερίδες που έγραφαν «ΣΚΑΝΔΑΛΟ!» πάνω στο πρόσωπο μου. Ήταν οι τρελοί οι χορτοφάγοι που πετούσαν σάπια λαχανικά στο παράθυρο. Δεν τολμούσα να βγω απ’ το σπίτι. Μου την είχαν στημένη. Ήταν τα πρώτα δύσκολα χρόνια της απαγόρευσης. Μπορεί να μη τα θυμάσαι, γιατί είσαι νέα. Μη κοιτάς τώρα που έχουν ηρεμήσει. Μόλις είχα βγει νικητής από το Σούπερ Σεφ Βίγκαν και ήμουν στα καλύτερα μου. Είκοσι δύο χρονών μπουμπούκι. Η μαμά σου θα θυμάται τον τελικό. «Θα καταρρεύσω!» Έτσι είχε πει η παρουσιάστρια.

Στους δρόμους; Εμφύλιος. Οι παππούδες μας για τα κόμματα, εμείς για το κρέας. Οικογένειες χώριζαν. Για να βρεις λίγη πρωτεΐνη, ήθελες την ειδική άδεια. Με δελτίο ψωνίζαμε. Υπήρχε κόσμος που υπέφερε από την έλλειψη. Μικρά παιδιά, άρρωστοι άνθρωποι, έγκυες γυναίκες. Τους σκέφτηκε ποτέ κανείς; Ο κόσμος είχε χωριστεί στα δύο. Διαδηλώσεις και ξύλο. Όποιος το έζησε, ξέρει.

Πώς ξεκίνησε όλο αυτό; Κλιματική αλλαγή, τα πράγματα ήταν δύσκολα. Οι θάλασσες και τα ποτάμια φούσκωναν, το νερό κατάπινε τις πόλεις. Χειμώνα με το χειμώνα, τη Μηχανιώνα την πήρε η θάλασσα. Πιάναν οι βροχές το Σεπτέμβρη και δε σταματούσαν. Τα νερά να κατεβαίνουν ποτάμι απ’ τα Κάστρα. Ο Πρόεδρος πανικοβλήθηκε. Έψαχνε τρόπο να σώσει ό,τι μπορούσε. Έτσι απαγορεύτηκε το κρέας. Διατροφική δικτατορία. Ξυπνήσαμε ένα πρωί και τα ράφια ήταν άδεια! Κρέας, αβγά, γάλα, τυριά, ούτε δείγμα. Ήθελες ειδική άδεια για να φας! Τα κρεοπωλεία κατέβαζαν ταμπέλες και το γυρνούσαν σε μανάβικα. Σε ένα βράδι μέσα! Κρέας; Συνταγή γιατρού από το φαρμακείο. Και μη σε πιάσει κανείς να κουβαλάς τίποτα χωρίς χαρτιά. Την έβαψες. Οι χορτοφάγοι έστησαν πανηγύρια στο Σύνταγμα, στον Λευκό Πύργο, στις πλατείες των χωριών. Χασάπηδες, βοσκοί, εστιάτορες να κλαίνε. Άδειες οι ψησταριές. Ούτε κοψίδια, ούτε μπριζολίδια. Πάνε όλα. Ο κόσμος; Τρομοκρατημένος. Δεν ξέραμε τι πρέπει να φάμε και τι όχι. Μαζεύανε τα σαλάμια απ’ τα ψυγεία και τα βάζαν φωτιά στις πλατείες. Εμένα με έπιασαν σε ένα παράνομο μπάρμπεκιου. Μάλιστα. Είχα μια άκρη και μπορούσα να βρω κρέατα σε καλή κατάσταση. Οργάνωνα κρυφά γεύματα και έβγαζα πολλά λεφτά. Έτσι με έπιασαν. Καρφωτή ήταν. Σίγουρα.

*****

Εύη Μαραζοπούλου

Η Νταφίνα

            Απομεσήμερο, ίσα που σουρούπωνε. Ώμοι γυρτοί, μάτια βαριά, χέρια φορτωμένα με τις σακούλες του μάρκετ. Γάλα, αυγά, βιτάμ, σκόνη κακάο, ψωμί του τοστ, πάριζα και κασέρι. Είναι Τρίτη. Τις Τρίτες μετά την δουλειά πηγαίνω στο σούπερ και απ’ κει στο σπίτι, να φτιάξω το βδομαδιάτικο κέικ. Τις Δευτέρες έχω πιλάτες που δεν χάνω ποτέ. Ακολουθώ την ίδια διαδρομή εδώ και δύο χρόνια, από τότε που μετακόμισα στην γειτονιά.

            Αμάξι, μηχανάκι, το ξεχασμένο τριαντάρι, παρόρμηση της στιγμής, δεν ξέρω τι ήταν αυτό που με ’κανε να αλλαξοδρομήσω στο στενό της Ιωνίας. Κοιτούσα χαμηλά. Κι αυτός ο καριόλης στη δουλειά... Όσο μπόι του λείπει, τόσο φωνάζει μ’ αυτή την τσιριχτή φωνή σαν κρυωμένο αγόρι. Έπρεπε να βιαστώ, αλλιώς δεν θα προλάβαινα την προθεσμία.

- Κοπελιά, ε κοπελιά…

Ήταν μια γυναίκα καλοστεκούμενη μ’ ένα πλεκτό ροζ σκούφο απ’ τον οποίο πρόβαλλαν δύο ασημένιες τούφες που έφταναν μέχρι τα κόκαλα του λαιμού. Φορούσε ένα μπεζ φουσκωτό μπουφάν που κάλυπτε τους αδύνατους μηρούς, μαύρο κολάν κι ένα ζευγάρι ταμπά μπότες που είχαν φθαρεί στην κορυφή. Στο χέρι της κρατούσε χαρτιά και έδειχνε μπερδεμένη.

- Παρακαλώ;

- Ντε μου λες, κσέρεις πού είναι ΕΥΑΘ;

Η ερώτηση της με παραξένεψε. Ήμασταν στη διασταύρωση ενός στενού στην Μπότσαρη, περίπου μισή ώρα από το κέντρο και με ρωτούσε  για την ΕΥΑΘ, λες και ήταν κάπου δίπλα.

- Μην τρομάζεις, έκω έναν γιο στην ηλικία σου. Έχω καθεί. Ντε ξέρω πού να πάω, πληρώσω αυτό εντώ, να ντες, μου είπε δείχνοντας τον λογαριασμό.

Αυτόματα με σιχτίρισα για την καχυποψία μου.

- Βρίσκεται στην Καμάρα. Θα κατεβείτε το στενό ευθεία, θα βγείτε στην Παπάφη και θα περιμένετε στην στάση στα δεξιά σας. Κάποια στιγμή θα περάσει το έντεκα. Αν αργήσει, μην αγχωθείτε. Το συνηθίζει. Θα κατεβείτε στην στάση Καμάρα, είναι καμιά δεκαριά στάσεις από ’δω. Το κτίριο βρίσκεται δίπλα από κει που θα κατέβετε. Θα το προσέξετε σίγουρα, έχει πάντοτε λευκά πανιά με συνθήματα απ’ έξω.

-Ευκαριστώ. Που λες κοπελιά, με κορόιδεψαν. Πάλι.

Δεν απάντησα, ούτε έδειξα κάποια απορία. Εκείνη όμως συνέχισε:

- Πριν ήμουν στο κατάστημα κινητής, εδώ στην Μπότσαρη και μάλωνα για τις κρεώσεις. Πληρώνω κάθε μήνα ένα ποσό σε περίπτωση βλάβης στην ΔΕΗ να έρθει κάποιος να μου το κάνει. Και τώρα που κρειάστηκα, και ζήτησα, δεν έρχεται κανείς, γιατί δεν καλύπτει όλα.

Κάπου εκεί σκέφτηκα ότι κάτι θέλει να μου πουλήσει.

- Λοιπόν, κσέρεις τι κατάλαβα κοπελιά, είπε με μισόκλειστο το ένα μάτι και το χέρι στην μέση· ότι τσάμπα τους πληρώνω, γιατί αν δεν έδινα τα λεφτά μου σ’ αυτούς και τα φυλούσα, θα είχα να πληρώσω μάστορα και δεν θα έπεφτα στην ανάγκη τους. Πόσο να πάρει ένα μάστορα, είκοσι, τριάντα ευρώ; Αυτοί με βάζουν και πληρώνω εκατό ευρώ το μήνα, πράγμα που σημαίνει ότι με κοροϊδεύουν. Α;

Κούνησα το κεφάλι.

- Που λες, κοπελιά, πάντα την πατάω. Έτσι και στην πατρίδα μου. Είμαι από Σερβία. Ακόμη ντεν είχα το γιο μου, με πλησιάσε η νταφίνα. Ξέρεις… Πώς λέτε εσείς εντώ;

Σήκωσα τους ώμους μου.

-Νταφίνα, επανέλαβε και κοντοστάθηκε λίγο. Απατεώνισσα, φώναξε και συνέχισε να μιλά κουνώντας τα χέρια.

Ανασήκωσα το σακίδιο που έπεφτε από τον ώμο και περίμενα να δω τι θα ακούσω.

-Τότε ήμουν νέα και πεινασμένη για κρήματα. Πώς το λέτε εσείς εδώ;

-Ποιο;

-Την πείνα για κρήμα; Ποια λέξη λέτε;

Κούνησα το κεφάλι μου αδυνατώντας να σκεφτώ ποια λέξη μπορεί να εννοούσε.

- Που λες, με πλησίασε αυτή, ξανθιά ήτανε και πολύ όμορφη και μου είπε να της ντώσω ένα ποσό και ότι σε λίγους μήνες θα μου τα έφερνε ντιπλάσιο. Δεν το σκέφτηκα πολύ και το έκανα. Ό,τι κρήμα είχα το έντωσα. Τα πήρε και εξαφανίστηκε...

Την πατήσε πολύς κόσμος. Το είπανε και στην τηλεόραση. Πέρασε ο καιρός και ένα μήνα πριν τις εκλογές, πιάσαν την νταφίνα. Οι τηλεοράσεις έπαιζαν παντού το πρόσωπό της. Τότε βγήκε ο πρωθυπουργός και είπε ότι όποιος έχασε λεφτά από αυτή την κακιά γκυναίκα να πάει στην τράπεζα να τα πάρει. Έδωσε και λογαριασμό. Φαντάσου να μπορείς να πας στην τράπεζα και να πάρεις από λογκαριασμό άλλου λεφτά, είπε χαμογελαστά κουνώντας το κεφάλι και συνέχισε:

-Πήγαμε και όντως πήραμε λεφτά πίσω. Ντε το πίστευα. Καλός και άξιος άνθρωπος ο πρωθυπουργός. Όλοι το λέγανε.. Ήθελα να πάω να τον ευκαριστήσω για το καλό που μας έκανε. Δεν το σκέφτηκα πολύ και το έκανα. Μπήκα στο γκραφείο του και τί να δω; Παντού φωτογκραφίες του με την νταφίνα. Έφυγα τρέχοντας.

Μετά από κρόνια ήμασταν εδώ στην Ελλάντα, είχα γεννήσει και το γιο μου, θα ΄ταν δεν θα ΄ταν πέντε κρονό, εμφανίστηκε ένας άλλος και μας ζητούσε λεφτά για να κάνει εταιρία και να μας αυξήσει τα κρήματα. Πάλι την πάτησα και το έδωσα ένα ποσό. Αυτά τα έχασα.

Κοιτάξα το ρόλοι μου, και ανασήκωσα τις τσάντες.

- Πρέπει να φύγω, της είπα.

- Από τώρα; Γκιατί; Καλά ντεν μιλάμε; Κάτσε να σου πω και ένα τελευταίο και φεύγεις:

Ευχήθηκα να είναι σύντομο και κοντοστάθηκα.

- Που λες, ήμουνα στην Αθηνά τότε και ο γιος μου πήγαινε στο γυμνάσιο. Μέναμε σε μία ήσυχη γκειτονιά κοντά σε στάση λεωφορείου που είχε κοντά φαστ φουντ. Στο ντίπλα διαμέρισμα έμενε ένα κύριος, γκύρω στα εβδομήντα πέντε, που η γκυναίκα του είχε πεθάνει. Μας βοηθούσε πολύ. Κάθε Τετάρτη έφερνε στο μικρό μου ένα κουτί με γεύμα από το φαστ φουντ. Ντε φαντάζεσαι πόσο καιρόταν το αγκοράκι μου. Είχε μέσα και παικνιντάκι. Αλλά που θέλω να καταλήξω, γκιατί σε βλέπω κουράστηκες…

- Πού;

-Γιατί φαντάζεσαι ότι το έκανε αυτός;

-Γιατί;

-Τι λες, να ήθελε ένας κύριος μεγκάλος από μία γυναίκα τριάντα κρόνια νεότερή του και από ένα έξυπνο, όμορφο και ετοιμόλογκο παιντάκι;

-Τι;

- Έλα τώρα, μου απάντησε κάπως θιγμένη, κοίτα με, τώρα είμαι ωραία γκυναίκα, φαντάσου πριν είκοσι πέντε κρόνια..

Της χαμογέλασα και κούνησα για άλλη μία φορά συγκαταβατικά το κεφάλι.

- Πρέπει να φύγω της είπα και ξεκίνησα να ανεβαίνω προς τον δρομάκι.

- Στο καλό να πας και σε ευκαριστώ, μου απάντησε.

Καθώς, ξεμάκραινα μου φώναξε:

-Ε, κοπελιά, να θυμάσαι, ντεν υπάρκει τσάμπα γεύμα πουθενά.   

*****

Τέσα Παπακυριακίδου

Η ομάδα μας

 

Νοέμβρης 2019. Τρίτη απόγευμα, ώρα 17.30. Δημιουργική γραφή. Σεμινάρια Ιανός.

Διέσχισα τη διάβαση Τσιμισκή με Αριστοτέλους. Κάπου εδώ είναι η αίθουσα, σκέφθηκα ανηφορίζοντας. Δεν είχα ιδέα, αλλά ούτε και υπομονή.

Στο ταμείο του Ιανού μια κοπέλα με ενημέρωσε ευγενικά.

-Δίπλα, στον πρώτο όροφο.

Ανέβηκα με τα πόδια. Λαχάνιασα. Άργησα, όπως πάντα.  Στον όροφο η πόρτα μισόκλειστη. Έγραφε, Ιανός Σεμινάρια. Τη σκούντηξα με περιέργεια και λαχτάρα. Ένα μακρόστενο, φαρδύ άσπρο τραπέζι κάλυπτε σχεδόν όλο τον χώρο του δωματίου. Στις καρέκλες δεκατρία κεφάλια έπεσαν πάνω μου.

-Χαίρετε, είμαι η Τέσα Παπακυριακίδου.

Με τη σύσταση, το μάτι μου έπεσε στη Φωτεινή. Παλιά συμμαθήτρια. Από την ΧΕΝ της Καλαμαριάς. Έκπληξη και ανακούφιση. Μια γνωστή ανάμεσα στους αγνώστους.

Ήμουν εξοικειωμένη με τις ομάδες. Παρακολούθησα αρκετές και καμία δε με απογοήτευσε. Από κάθε μία πήρα εμπειρίες που με έκαναν πιο δυνατή και χαρούμενη. Μου άνοιξαν πόρτες που είχα κλειστές. Γι’ αυτό πάντα έχω τη συμβουλή στο στόμα μου. Ό,τι καλύτερο έχεις να κάνεις είναι μια ομάδα. Οποιαδήποτε. Ομάδα να είναι και ό,τι προκύψει.

Έτσι βρέθηκα το απόγευμα του Νοέμβρη στο στέκι του Ιανού. Ένα βιβλιοπωλείο στη Θεσσαλονίκη, Αριστοτέλους 13. Ένα βιβλιοπωλείο και όχι μόνο. Χρόνια ήξερα για τα σεμινάρια που γίνονταν, τις εκθέσεις, τις παρουσιάσεις βιβλίων και άλλα πολλά.

Φέτος όμως το αποφάσισα. Θα πάω και ό,τι προκύψει. Ομάδα γραφής προχωρημένων. Διάλεξα τη Σοφία Νικολαΐδου. Συγγραφέας, φιλόλογος. Την πρόσεξα σε μία συνέντευξη που έδωσε στην τηλεόραση. Το θέμα δεν το θυμάμαι. Κάτι για την Θεσσαλονίκη. Ο λόγος της όμως, η στάση του σώματός της μού έκαναν εντύπωση. Δε θυμόμουν το πρόσωπό της. Τώρα το είχα μπροστά μου. Στη μέση του τραπεζιού, αριστερά, μια τύπισσα με ιδιαίτερο στυλ. Χαμογελαστή με καλωσόρισε. Κάθισα στην κεφαλή του τραπεζιού, δίπλα στην τουαλέτα. Με περίμενε. Δίπλα στην Φωτεινή. Αιστάνθηκα ασφάλεια, παρ’ όλο το θάρρος που νομίζω ότι με χαρακτηρίζει.

Την πρώτη μέρα που τελείωσε το μάθημα, το κεφάλι μου ήταν καζάνι. Ανάγνωση σελίδων από τους συμμαθητές και τις συμμαθήτριες, διορθώσεις από τη δασκάλα, μία κινητικότητα που με έβγαλε από τους ρυθμούς μου. Ζεματίστηκα. Τα κείμενα γραμμένα στον υπολογιστή, φωτοτυπημένα σε Α4 κόλλες, λάπτοπ στα χέρια, με κομπλεξάριζαν. Άσχετη με την τεχνολογία. Όταν ήρθε η σειρά μου, δεν είχα να πω τίποτα. Ντράπηκα. Το βράδυ με τη μισή ντροπή στη συνείδησή μου και τη μισή στο μαξιλάρι μου βυθίστηκα με πονοκέφαλο.

3/12/2019. Με τη ρήση του Κάλβου, θέλει αρετή και τόλμη η ελευθερία, ξεκίνησα για το δεύτερο μάθημα. Στο κάτω κάτω δεν έγινε και τίποτα. Το πολύ πολύ να χάσω την προκαταβολή. Στην τσάντα μου όμως ένα κείμενο, ιδιόχειρο, που έγραψα το προηγούμενο βράδυ, με έκανε να αισθάνομαι τυπική και συνεπής στην δασκάλα και την ομάδα. Ένα κειμενάκι είναι αυτό, πες το κι ας πέσει χάμου. Την φόδρα θα χάσω ή τα ραφτικά; Αυτή τη φορά ήμουν πιο άνετη και ήρεμη. Προσπαθούσα να καταλάβω τα κείμενα των άλλων. Δύσκολο, αλλά προσπάθησα. Παράλληλα, παρατηρούσα τα πρόσωπά τους, την έκφρασή τους, την ανάγνωσή τους. Δύσκολο, βασανιστικό. Μια σούπα με φράσεις έβραζε. Όταν ήρθε η σειρά μου, μοίρασα το φωτοτυπημένο κείμενο σε όλους, πράξη βιαστική, πάλι καλά που το έκανα στο φωτοτυπικό της γειτονιάς μου. Άρχισα να το διαβάζω. Στο τέλος, στην τελευταία πρόταση, η αγωνία μου στόχευσε τη δασκάλα. Μετά την ομάδα. Μάλλον τους άρεσε. Πήρα τ’ απάνω μου από τα σχόλια, αλλά έτσι είναι πάντα στην αρχή. Μετά ανοίγει ο λάκκος. Καθόλου δε μ’ ένοιαζε. Αρκεί που το ευχαριστήθηκα. Όταν το έγραφα, οι λέξεις χοροπηδούσαν, χόρευαν, ήθελα να βάλω κι άλλες. Το ρολόι όμως με σταμάτησε. Φτάνει. Αυτή η ανάσα μου. Η ανάσα μιας ώρας γραφής. Αυτό που μ’ ενδιέφερε; Το μοίρασμα. Το μοίρασμα μ’ αυτούς τους συγκεκριμένους ακροατές τις Τρίτες το απόγευμα.

Στις 10 του Δεκέμβρη ήξερα τα ονόματά τους. Η Αθανασία, η Μαρία Σχοινά, η Τριάδα, η Σίσσυ, η άλλη Μαρία, η Αμανατίδου, ο Δημήτρης, ο Μιχάλης, ο Χρήστος, η Ειρήνη, η Τζούλια, καλά η Φωτεινή. Δίπλα στο όνομά τους πρόσθεσα σε κάποιους και το επάγγελμα. Τυχαίο; Ήθελα να έχω κάποιες πληροφορίες. Το επάγγελμα είναι το ευκολότερο. Ρωτάς και μαθαίνεις.

Άλλο ένα κειμενάκι μου γραμμένο, φωτοτυπημένο με τον ίδιο τρόπο. Απαράδεχτη Τέσα μου με την τεχνολογία.

Στις 17 του Δεκέμβρη μετά το μάθημα πήγαμε για ποτό. Παραμονές Χριστουγέννων. Red rose στη Στοά Βενιζέλου. Εκεί έγινε αυτό που ήθελα. Φύγαμε επιτέλους από το μακρόστενο φαρδύ τραπέζι του μυστικού δείπνου που έπρεπε να κάνεις προσπάθεια για να τους δεις όλους. Στο μπαράκι η απόσταση μίκραινε, η συζήτηση διαφοροποιήθηκε, το κρασί έρανε το λάρυγγά μας, χαλάρωσε τα σώματά μας. Ήρθαμε πιο κοντά. Όχι σαν ομάδα. Σαν παρέα. Το ευχαριστήθηκα. Μικρές λεπτομέρειες από την αύρα της παρέας έβαλαν τη βούλα τους στο ναι. ΝΑΙ. Θα συνεχίσω. Και συνέχισα.

Από εκείνο το βράδυ χαιρόμουνα τις Τρίτες. Άνοιγα το κινητό και με τα δύσκολα μάτια μου διάβαζα αυτά που έγραφαν. Μα το καλύτερό μου ήταν όταν άκουγα οι ίδιοι να διαβάζουν. Τώρα πια δε μου ήταν τόσο άγνωστοι. Γνώριζα κάτι δικό τους. Ήταν τόσο διαφορετικοί μα και τόσο ίδιοι.

Τώρα και με κλειστά τα μάτια γνώριζα. Διαβάζει η Αθανασία. Με την ιδιαίτερη γραφή της, διάλεγα τα ποιητικά της κομμάτια και μαζί της τα επαναλάμβανα. Χωρίς να καταλαβαίνω πολλά, αλλά ήθελα να την ακούω. Ο άνεμος της ανατολής με ταξίδευε με το καραβάνι σε ποτάμια με γάργαρα νερά, σε κήπους με ρόδα και γιασεμιά, χελιδόνια, παιδιά βασιλιάδες, μέλισσες. Ένας άνεμος μάς παίρνει, ένας άνεμος μάς φέρνει.

Η Τριάδα σιωπηλή δύναμη της ομάδας, τρυφερό βλέμμα, εύστοχες παρατηρήσεις, ευγενική γραφή. Θέλω κι άλλα να μάθω απ’ αυτήν. Η Μαρία η Σχοινά, χείμαρρος που καταλήγει σε ποτάμια και μετά σε λίμνη που αφήνει φθαρτά και άφθαρτα κοχύλια στο ρηχό βυθό της. Μ’ εξιτάρει να κάνω μια βουτιά.

Η Σίσσυ, η παραδοσιακή Σίσσυ. Ήταν η πρώτη που ζήτησε τη γνώμη μου. Ίσως και η τελευταία. Δεν είχα να της πω πολλά. Μόνο ότι θαυμάζω το ενδιαφέρον της για το παρελθόν. Μοιάζει να έχει κάποιο τάμα. Ευγενική παρουσία, αθόρυβη, ξεδιπλώνει μια ενδιαφέρουσα ιστορία που γνωρίζει, με σεβασμό στα ήθη.

Η Μαρία Αμανατίδου με τα σπιθηροβόλα μάτια της, την ρέουσα εκφραστική της απολογία, ποντιακό στοιχείο μιας σύγχρονης ιστορίας παντρεμένης με τις θύμησες του παρελθόντος.

Ο Δημήτρης, πόση εντύπωση μου έκανε το χαμόγελό του από την πρώτη στιγμή! Θέλησα να τον ψάξω μέσα από τις λέξεις, τις φράσεις, μα μου γλίστρησε σαν χέλι.

Τώρα τι να πω για τον Μιχάλη, τον δικηγόρο. Το στυφό επάγγελμά του σε αντίθεση με τα γραπτά του. Συγκίνηση, έκπληξη, θαυμασμός. Γοητεύτηκα με τις ιστορίες, με τον λόγο του, με τον δύσκολο συνειρμό των νοημάτων του. Φαίνεται αυστηρός, αλλά έτσι δεν είναι οι κρυφοί ευαίσθητοι; Θέλεις μεγεθυντικό φακό, για να τους αναγνώσεις.

Η Ειρήνη, η γλυκιά γενναιόδωρη Ειρήνη, πόσο η θέληση και η λαχτάρα την χαρακτηρίζουν. Το θέλει πολύ, οι σελίδες της αφηγηματικές σαν την παιδούλα που ενημερώνει τους γονείς της κάθε μέρα τι έκανε στο σχολείο. Μνήμες δυνατές. Το μεγαλύτερο όνειρό της να δει τη λέξη τέλος στο βιβλίο της ζωής της.

Η Τζούλια, καθαρόαιμη, με τις προσφυγικές θύμησες του γενεαλογικού της δένδρου ανακατεύει το παλιό με το καινούριο και ψάχνει. Ψάχνει. Όλα έχουν την εξήγησή τους. Τρυφερή, σίγουρη, αποφασιστική χαϊδεύει τα κλαδιά προσεκτικά όλες τις εποχές των χρόνων.

Η μικρή Εύη. Όμορφη, ναζιάρα, χαριτωμένη, κομψή. Νιάτα. Αχ και να ’ξερε την αξία τους. Αν διάβαζα τα κείμενά της χωρίς να την ξέρω είμαι σίγουρη πως θα καταλάβαινα την ηλικία της. Διάλογοι, ερωτήσεις, παραλληλισμοί. Τα γραπτά ένα δωμάτιο με κορίτσια και αγόρια που μοιράζονται τις αγωνίες τους, τις χαρές τους. Αχ να ήμουν μία Εύη κι εγώ.

Τώρα η Φωτεινή. Η γνωστή φίλη από παλιά, μαγεμένη ή ερωτευμένη, καθώς οι σελίδες που πληθαίνουν στο κομπιούτερ της. Χάνεται σε μακρινούς τόπους, πετάει με αεροπλάνα και ελικόπτερα. Ζητάει εξηγήσεις σε πύργους άλλων εποχών. Η κουκουβάγια της; Την αγάπησα. Πόσο θέλω να την αγαπήσει και η ίδια. Αυτό το σοφό πουλί θα της πει την αλήθεια μια νύχτα. Το άκουσα να τη φωνάζει στο μπαλκόνι της. Κουκουβάου, κουκουβάου. Παραμύθια, γράφε παραμύθια.

Και φτάνω στον Χρήστο. Μαζί του έκανα ένα σπουδαίο ταξίδι στον ουρανό. Δίπλα στ’ αστέρια. Με σήκωσε στα φτερά του και με ανέβασε ψηλά. Εκεί που κοιτάς ένα γαλάζιο ολοφώτεινο. Εκεί που παίζουν μόνο χαμογελαστά παιδιά. Ναι, πολλά χαμογελαστά παιδιά. Και πετάμε μαζί τους. Παίζαμε μέρες και η καρδιά μου μεγάλωσε. Χόρτασα καρδούλες χαμογελαστές. Ο Χρήστος τι έκπληξη. Μεταμορφωνόταν. Πότε γινόταν βρύση, πότε χωράφι, πότε κοπάδι, πότε σκολειό. Πατέρας. Πάντα άνθρωπος.

Σ’ ευχαριστώ καλή μου ομάδα και σπουδαία δασκάλα για τα δώρα που μου χαρίσατε.

*****

Αθανασία Ρόβα

Άνεμος παραμυθάς

(νουβέλα)

Συνάντηση με την Ιζαμπέλ

Κάποιο απομεσήμερο, μια μαύρη σκιά διαγράφηκε στον ορίζοντα. Την είδαν να κινείται προς το μέρος τους. Ερχόταν από τη Δύση. Ο ήλιος άλλαζε χρώματα, βυθιζόταν στη θάλασσα. Την παρακολούθησαν να μεγαλώνει. Μέσα σε χρυσοκίτρινες, πορτοκαλοκόκκινες, μενεξεδένιες, βαθυγάλαζες αποχρώσεις. Όταν έφτασε κοντά κατάλαβαν: δεν ήταν αντικατοπτρισμός. Ήταν δρόμος, συνάντηση, μοίρα. Μεκτούμπ.

            Ήταν μια όμορφη νέα γυναίκα. Ντυμένη με την παραδοσιακή —γαλαζοκόκκινη — φορεσιά των βεδουίνων γυναικών. Ίππευε ένα κατάμαυρο αραβικό άλογο με γυαλιστερό τρίχωμα. Στο αριστερό της χέρι καθόταν ένα πουλί. Θα περίμενε κανείς ένα γεράκι ή έναν αετό, όμως όχι. Ωστόσο, αυτό δεν ήταν το μόνο περίεργο. Το πρόσωπο της γυναίκας ήταν κάτασπρο. Ήταν ξένη, Ευρωπαία ίσως, μία λευκή.

            Είχαν δει λευκές γυναίκες στα παζάρια των μεγάλων πόλεων. Τις συνόδευαν βεδουίνοι υπηρέτες. Αγόραζαν μεταξωτά υφάσματα, πολύτιμες πέτρες. Έπιπλα, χαλιά, αρώματα. Μπαχαρικά, φρούτα εξωτικά. Τις είχαν δει να πίνουν τσάι στα μαγαζιά της παραλίας. Να μιλούν, να γελούν. Σε γλώσσα άγνωστη, ξένη. Είχαν μια εύθραυστη χάρη. Διαφορετική από την άγρια ηδυπάθεια των βεδουίνων γυναικών. Τα μάτια τους ήταν γαλάζια. Σαν τη θάλασσα, όταν ησυχάζει. Δεν είχαν δει όμως λευκή γυναίκα νομάδα. Να κυκλοφορεί μόνη στην έρημο, μ' ένα άλογο κι έναν κόκορα. Μάλιστα, κόκορας. Και τί κόκορας: χιλιομαδημένος. Με ζαρωμένο δέρμα γριάς εκατό χρονών.

            Η σκηνή ήταν περίεργη. Έμειναν να κοιτάζονται μεταξύ τους, ώρα πολλή. Την ησυχία διέκοψε ένας διαπεραστικός ήχος. Δεν έμοιαζε με τίποτε απ' όσα είχαν ακούσει ως τότε. Πισωπάτησαν τρομαγμένοι: ποιο ζώο μπορεί να είχε τέτοια φωνή.

            - Μη φοβάστε, είπε η γυναίκα. Δεν είναι ακόμα ώρα, Ερρίκο μου, μάλωσε τρυφερά τον κόκορα, τώρα νυχτώνει. Εκείνος χαμήλωσε ντροπιασμένος το κεφάλι.

            - Μην στενοχωριέσαι, μια μέρα θα μάθεις να λες σωστά την ώρα. Σαν όλα τα κοκόρια, είπε χαϊδεύοντάς τον.

            -Σιγά μη μάθει, τόσα χρόνια μας τρέλανε, είπε το άλογο σιγανά. Μόνο οι τρίχες από τα εξασκημένα αυτιά της καμήλας το άκουσαν. Κρυφογέλασε κι έκανε πως ρεύεται.

            Καιρός ήταν να γελάσουμε, μας πλάκωσε η περισυλλογή κι η φιλοσοφία, σκέφτηκε. Δεν είπε τίποτα. Μεκτούμπ.

            -Το όνομά μου είναι Ιζαμπέλ, συστήθηκε η γυναίκα. Χαιρέτησε με τον τρόπο των Βεδουίνων γυναικών. Είχε ξεπεζέψει και τους κοίταγε σοβαρή. Οι δυο σύντροφοι, είδαν τη συμπόνια στα μάτια της. Ένιωσαν ανακούφιση.

            Η Ιζαμπέλ έβγαλε νερό απ' το πηγάδι. Φρόντισε για την τροφή όλων. Καθώς έπεφτε η νύχτα βυθίστηκε ο καθένας στις δικές του σκέψεις. Παρακολούθησαν τον ουρανό ν' αλλάζει τις αποχρώσεις του μπλε. Από το διάφανο γαλάζιο ως το βαθύ ιώδες, σχεδόν μαύρο. Είδαν τους αστερισμούς να εμφανίζονται ένας - ένας. Να συντροφεύουν τα όνειρα των ταξιδιωτών. Ήταν ξάστερη νύχτα. Οι άνεμοι είχαν τη γλυκύτητα του πρώτου άνθους της Άνοιξης. Ο πολικός ήταν ευδιάκριτος από παντού.

            Κανένας δεν κινδυνεύει απόψε, σκέφτηκε η Ιζαμπέλ και κοιμήθηκε.

            Δεν υπάρχει τίποτε πιο νόστιμο από αυτό, διαπίστωνε το αρνί. Είχε να πιει νερό από την ημέρα που έφυγαν κυνηγημένοι.

            Η καμήλα ένιωσε νοσταλγία για έναν τόπο μακρινό. Ένα πεφταστέρι διέγραψε τη φωτεινή καμπύλη γραμμή του στο στερέωμα. Ευχήθηκε να βρεθεί ξανά σε 'κείνα τα μέρη.

            Μεκτούμπ, είπε και έκλεισε τα μάτια της.

            Ο κόκορας σκέφτηκε την πρώτη συνάντηση με την Ιζαμπέλ. Ανατρίχιασε. Ήταν σ' ένα παζάρι. Εκείνη αναζητούσε ένα άλογο για τις περιπλανήσεις στην έρημο. Εκείνος έπαιρνε μέρος στις κοκορομαχίες. Δεχόταν παθητικά τις τσιμπιές του αντίπαλου κόκορα. Έλπιζε να έρθει γρήγορα η χαριστική βολή. Στ' αυτιά του αντηχούσαν τα άγρια ουρλιαχτά των βεδουίνων.

            Τότε εμφανίστηκε η Ιζαμπέλ. Όρμησε στην αρένα και τον άρπαξε, την έσχατη στιγμή. Τον σήκωσε ψηλά. Άδειασε ένα πουγκί χρυσά νομίσματα στο ματωμένο χώμα. Πέρασε αγέρωχη ανάμεσα απ' τους βεδουίνους. Πίσω της ο αξιωματικός που τη συνόδευε είχε βγάλει το σπαθί από το θηκάρι. Διά παν ενδεχόμενο.

            Μεκτούμπ, ήταν η τελευταία σκέψη του κόκορα που ένιωσε ευγνωμοσύνη για την πρόνοια του Θεού.

            Μαζέψαμε άλλους δυο κακομοίρηδες, να δεις που θα τριγυρίζουμε έτσι σ' όλη τη χώρα. Ντροπή, σκεφτόταν το άλογο. Χλιμίντρισε σιγανά τρομάζοντας τους σκορπιούς που σέρνονταν αθόρυβα στην άμμο.

            Θα έρθετε μαζί μας, είπε η Ιζαμπέλ το ξημέρωμα. Κανείς δεν έφερε αντίρρηση.

            Οι δυο φίλοι, άφησαν πίσω τους την όαση γεμάτοι ευγνωμοσύνη.

            Καμιά φορά, αυτός που έχει λίγα προσφέρει περισσότερα από εκείνον που έχει πολλά. Αυτό έμαθε το αρνί εκεί.

            Τί αξίζουν δυο καμπούρες, όταν είναι να σωθεί ένας φίλος, παρηγοριόταν η καμήλα. Είχε δει στα μάτια της Ιζαμπέλ την κατάντια της.

            Προχώρησαν στην ζεστή άμμο. Μια περίεργη συντροφιά, ακόμα και για την πανάρχαιη έρημο. Ακολουθούσαν ο χαμσίνι, ο μπάχρι. Ο σιμούν, ο σιρόκος, τα μελτέμια, οι αύρες. Οι μουσώνες.

            Σταμάτησαν σε δυο - τρεις οάσεις να ξεκουραστούν. Οι άνεμοι εγκατέλειπαν. Ένας ένας. Έμεινε ένας άνεμος μικρούλης, δροσερός - αβάπτιστος - γιατί του άρεσε η συντροφιά τους. Ήλπιζε πως όσα ζήσει δίπλα τους θα του χαρίσουν ένα όνομα.

*****

Μαρία Σχοινά

Η Ευανθία πάει κρουαζιέρα

Προχωρούσε από τη στάση προς το σπίτι με βήμα γρήγορο. Δεν προλάβαινε ούτε τις πλάκες του πεζοδρομίου να μετρήσει, όπως συνήθως έκανε, μια, δυο, τρεις, τέσσερις και πέντε, ένα βήμα κοφτό και μετά πάλι μια, δυο, τρεις… Σήμερα τίποτα, βιαζόταν να φτάσει στο καταφύγιό της, να απολαύσει το έπαθλο. Κρατούσε την μαύρη τσάντα της σφιχτά στο στήθος σαν να ’θελε να τη συντονίσει με τους κτύπους της καρδιάς της. Το λαχάνιασμα ήταν αίσθηση  πρωτόγνωρη. Σαρανταοκτώ χρονών, δεν είχε καπνίσει, δεν είχε πιει, δεν είχε διασκεδάσει. Στο σπίτι τηρούσαν τις νηστείες, Τετάρτη και Παρασκευή λαδερό ή όσπριο, κρέας μόνο τις Κυριακές, γλυκά και νοστιμιές σπάνια, τόσο που πια δε λαχταρούσε τη γεύση τους.

Οι γονείς της παντρεύτηκαν μεγάλοι. Ο παπάς είχε κανονίσει το συνοικέσιο, είχαν άλλωστε ένα κοινό, κανείς στο χωριό δεν τους είχε ζητήσει σε γάμο. Μετά άρχισε ο αγώνας να κάνουν παιδί, δυο χρόνια τρέχαν σε μοναστήρια, τάματα, βότανα, προσευχές, τίποτα δε βοήθησε. Ίσως αν είχαν εντείνει τις προσπάθειές τους, να είχαν κάποιο αποτέλεσμα. Τη λύση την έδωσε και πάλι ο παπάς, ήρθε ένα βράδυ σπίτι τους με ένα μωρό στην αγκαλιά. Πάρτε την Ευανθούλα, έτσι τη βάφτισα, ο γέρος της σκοτώθηκε σε ατύχημα στα μεταλλεία, η μάνα της έχει άλλα τρία παιδιά. Δεν μπορεί να την αναθρέψει. Πάρτε την, είναι θέλημα θεού, θα τη μεγαλώσετε κι αυτή θα σας γηροκομήσει. Μαζί με την Ευανθούλα, πήραν και των οματιών τους και φύγαν απ’ το χωριό. Κάτι η φτώχεια κι η αναδουλειά, κάτι η ντροπή για το ξένο παιδί, πήγαν στη Σαλονίκη. Αυτός βρήκε δουλειά επιστάτη σε εργοστάσιο, φρόντιζε τον κήπο, κατασκόπευε και κάρφωνε τους εργάτες στα αφεντικά, έπλενε τα αυτοκίνητά τους.

Όταν έφτασε στην είσοδο της πολυκατοικίας ένιωσε μια ασφάλεια. Με τα κλειδιά στο ένα χέρι και την τσάντα σφιχτά στο άλλο, άνοιξε τις δυο πόρτες που τη χώριζαν απ’ τον έξω κόσμο. Ούτε τα παπούτσια της έβγαλε, ούτε το πανωφόρι της βούρτσισε πριν το κρεμάσει. Μόνο τα χέρια σαπούνισε, να μη μυρίζουν τα τυριά και τα σαλάμια, όταν θα το άγγιζε. Στο τραπεζάκι του σαλονιού την περίμενε η έγχρωμη μπροσούρα: Dream Travel: Κρουαζιέρα στη Μεσόγειο’. Κάθισε στον καναπέ, με την τσάντα πάντα στην αγκαλιά της, κι έβαλε το χέρι της για να πιάσει τον άσπρο φάκελο που φύλαγε το μυστικό της ευτυχίας της. Το εισιτήριό της για τη δεκαήμερη κρουαζιέρα στη Μεσόγειο. Μα το χέρι της δεν έβρισκε τον φάκελο. Εκνευρισμένη άδειασε το περιεχόμενο της τσάντας στον καναπέ, κοίταξε μέσα, η μαύρη φόδρα μαύρισε ακόμη περισσότερο. Απέναντι από τον μπουφέ, οι κορνίζες με τις φωτογραφίες των συγχωρεμένων των γονιών της την κοιτούσαν βλοσυρά. Το φως του καντηλιού έκαιγε και τους τους έκανε να δείχνουν ακόμα πιο τρομακτικοί. Άκουσε τη μάνα να της λέει: Περίμενες να με ξεπαστρέψεις για να τρέχεις στις κρουαζιέρες, χα χα. Πουθενά δεν θα πας, θα μείνεις εδώ, να φροντίζεις τους τάφους, να μας ανάβεις το καντήλι, να μας κάνεις τρισάγια, να σώσεις την ψυχή μας και τη δική σου, αχάριστη θυγατέρα.

Δεν ήταν ότι δεν τη φρόντιζαν. Την τάιζαν, την έντυναν, τη χτένιζαν, την έστειλαν στο σχολείο, την πήγαιναν στο γιατρό όταν αρρώσταινε. Μα δεν την κανάκεψαν ποτέ, δεν τη χάιδεψαν, δεν της τραγούδησαν, ίσως γιατί μαζί με το σώμα είχε γεράσει κι η καρδιά τους και δε μπορούσαν πια  ν’ αγαπήσουν. Κι ό,τι της πρόσφεραν το ζήτησαν πίσω, μόλις τελείωσε το σχολείο. Η Ευανθία είχε χαρεί τόσο, όταν ξεμπέρδεψε με το σχολείο. Δεν τα κατάφερνε καλά, τη ζόριζαν οι αριθμοί, δε μπορούσε να τους καταλάβει, της κρυβόταν πίσω από θεωρίες και θεωρήματα, για να τη βασανίζουν και να ρίχνουν την αυτοπεποίθησή της ακόμα πιο βαθιά στα τάρταρα. Ο εφιάλτης ξεκίνησε μετά το σχολείο, όταν άρχισαν να αρρωσταίνουν οι γέροι. Είχαν τα πάντα. Οίεση, χοληστερίνη, ζάχαρο, καρδιά, συκώτι… Κάθε μέρα τρέχαν στους γιατρούς. Στο ΙΚΑ τους ήξερε μέχρι κι ο θυρωρός με το μικρό τους όνομα. Και χάπια, πολλά χάπια, κι έπρεπε να θυμάται τι έπαιρνε ο καθένας και πότε, κι αν το ξεχνούσε της φώναζαν, αν και αυτοί τα θυμόταν πολύ καλά. Τι άλλο είχαν στο μυαλό τους άλλωστε; Κανείς δεν σκέφτηκε να την παντρέψει, για να τη μορφώσει ούτε κουβέντα, δεν τους ενδιέφερε τι θα γίνει μετά, αρκεί να τους υπηρετούσε όσον ζούσαν. Και ζήσαν κι οι δυο πολλά χρόνια. Πρώτα έφυγε ο γέρος, στα ογδόντα δύο του από καρδιά. Μετά η μάνα έπαθε εγκεφαλικό, έζησε άλλα επτά χρόνια στο κρεβάτι. Επτά βασανιστικά χρόνια, κυρίως για την Ευανθία.

Ευτυχώς γι’ αυτήν, γύρω στα είκοσι έπιασε δουλειά. Μια μέρα που κατέβαινε στο κέντρο για να θεωρήσει τα βιβλιάρια, είδε ότι στο μεγάλο σούπερ μάρκετ, στη Βασιλίσσης Όλγας, ζητούσαν υπάλληλο για τα ψυγεία. Δε θα την πάρουν, είπε η μάνα, κι αν την πάρουν θα τη διώξουν, ούτε έξυπνη είναι, δεν ξέρει να μοιράσει δυο γαϊδουριών άχυρο, ούτε καμιά όμορφη. Έπεσε όμως τελείως έξω στις προβλέψεις της, ο Μαρινόπουλος άλλαξε όνομα, ιδιοκτήτες κι υπαλλήλους πολλές φορές αλλά η Ευανθία σταθερή, αρχόντισσα των τυριών και των σαλαμιών. Τα ψυγεία έγιναν το ανοξείδωτο κάστρο της, τα αλλαντικά οι υπήκοοί της, τους έβαζε στη σειρά, τους τύλιγε στα σελοφάν και τους έκοβε ηδονικά σαν να είχε απόλυτη εξουσία πάνω τους. Αυτή η δουλειά, με τον κάθε απαιτητικό πελάτη ή διευθυντή πάνω απ’ το κεφάλι της ήταν η μόνη της άμυνα. Γλυκάθηκαν κι γέροι με το επιπλέον εισόδημα, γιατί πού να τους φτάσει μια σύνταξη για ν’ αγοράζουν τόσο φάρμακα.

Έψαξε όλο το σπίτι. Άδειασε ντουλάπια και συρτάρια, κοίταξε κάτω απ’ τα χαλιά, στο ψυγείο και μέσα τις γλάστρες, μήπως κι αφηρημένη τον είχε καταχωνιάσει κάπου για να μη το βρουν τα φαντάσματα. Αλλά πουθενά, ο φάκελος είχε κάνει φτερά. Την έπιασε πανικός, κυριεύτηκε από ενοχές, αυτή που περίμενε να φύγουν οι γέροι για να ζήσει, για να πάει μια κρουαζιέρα. Έβλεπε μικρή στην τηλεόραση το πλοίο της αγάπης. Όσοι ταξίδευαν μ’ αυτό έβρισκαν την ευτυχία και γιατί όχι, τον έρωτα. Βγήκε σαν την τρελή στους δρόμους, ούτε τα μαλλιά της μάζεψε, ούτε έβαλε τη ζακέτα της. Η απογευματινή ανοιξιάτικη δροσιά τής τρύπησε το κορμί μα δεν ένοιωσε πόνο. Μόνο μια ανείπωτη στεναχώρια. Πήρε το λεωφορείο, θα ακολουθούσε την ίδια διαδρομή, από το πρακτορείο στο σπίτι. Κάπου θα της είχε πέσει στο δρόμο.

Ήταν τόσο γλυκιά αυτή η κοπέλα στο πρακτορείο. Ξανθιά, ντυμένη σε αποχρώσεις του ροζ, πατούσε τα κουμπιά στο πληκτρολόγιο, κοιτούσε την οθόνη, μιλούσε σε διάφορες γλώσσες και πάντα χαμογελούσε. Είχε μπει μέσα ένα απόγευμα, λίγες μέρες μετά τα εννιάμερα της μάνας της ντυμένη στα μαύρα. Θέλω να πάω μια κρουαζιέρα ψέλλισε στο όμορφο ξανθό κορίτσι. Καθήστε παρακαλώ, έχω πολλά να σας προτείνω. Κι άρχισε να της αραδιάζει, ονομασίες και εικόνες για πόλεις μαγικές, για τη Βενετία, τη Γένοβα, τη Βαρκελώνη. Ηχούσαν σαν μουσική στ’ αυτιά της. Τρόμαξε όταν άκουσε τη λέξη αεροπλάνο, σε αεροπλάνο δεν έμπαινε. Μα θα πρέπει να πάτε στο Πειραιά, από κει περνούν τα κρουαζιερόπλοια, της είπε η κοπέλα. Μπορείτε να μπείτε στο site μας, για να δείτε αναλυτικά τα πρόγραμμα. Ή δώστε μου το email σας ή το κινητό σας για να σας στείλω πληροφορίες. Μα η Ευανθία δεν ήξερε απ’ αυτά, κι ούτε ήθελε να μάθει, γι’ αυτό έμεινε είκοσι οκτώ χρόνια στα ψυγεία, δεν την μπορούσε την τεχνολογία. Περνούσε κάθε τρεις και μία από το πρακτορείο, για να δει την όμορφη κοπέλα, για την ακούσει να τραγουδάει για το ονειρικό ταξίδι της. Ώσπου μια μέρα ήρθε η ευκαιρία της, το Coral Princess θα περνούσε από Θεσσαλονίκη, στις 17 του Ιούνη, για να συνεχίσει το ταξίδι του στη δυτική Μεσόγειο. Άνοιξε το πορτοφολάκι της κι άφησε διακόσια ευρώ προκαταβολή. Μετά από πέντε μέρες πήγε και τα υπόλοιπα. Η κοπέλα - από λύπηση ή από συμπάθεια, ποιος ξέρει - την συμβούλεψε: πριν φύγετε να πάτε για ψώνια, να πάρετε ρούχα χαρούμενα, ένα μαγιώ για να κολυμπάτε στην πισίνα, να πάτε στο κομμωτήριο, να βάψετε τα μαλλιά σας, θα νοιώσετε πολύ όμορφα. Της έδωσε το φάκελο με το εισιτήριο, σηκώθηκε από τα γραφείο της την αγκάλιασε και τη φίλησε. Καλά να περάσετε, να διασκεδάσετε με την ψυχή σας, της ευχήθηκε κι ακούστηκε σαν να το εννοούσε πραγματικά.

Ταπεινωμένη και απελπισμένη η Ευανθία ακολούθησε κάθε βήμα που είχε κάνει νωρίτερα την ίδια μέρα. Της πήρε πολύ ώρα για να ξαναγυρίσει στο σπίτι. Κοίταξε στους κάδους των σκουπιδιών, στο καλαθάκι που πετούν τα εισιτήρια στο λεωφορείο, έσκυψε κάτω απ’ τα καθίσματα. Ρώτησε τον οδηγό, αυτός γύρισε και την κοίταξε, αναψοκοκκινισμένη και με τα μαλλιά λυτά, του φάνηκε μικρή και χαμένη, κορίτσι μου της είπε αν δεν έγραφε το όνομά σου απ΄έξω μάλλον θα πετάχτηκε. Έφτασε σπίτι και σωριάστηκε στον καναπέ. Δεν άναψε το φως, ούτε το καντήλι άναψε. Δεν άντεχε να βλέπει τους γέρους, της έφτανε που τους άκουγε παντού, να τη χλευάζουν. Σηκώθηκε και πήγε στο μπάνιο, άνοιξε το ντουλαπάκι, έβγαλε ένα κουτί με ηρεμιστικά που είχαν ξεμείνει. Είχε μέσα καμμιά δεκαριά, σκέφτηκε να τα πάρει όλα, να κοιμηθεί βαριά, να ξεχάσει, να σηκωθεί και να συνεχίσει τη ζωή της από κει που την άφησε. Ύστερα φοβήθηκε μήπως δεν ξυπνήσει. Ποιος θα έκοβε τα σαλάμια της; Τα ξανάβαλε πίσω και κούρνιασε στην κάμαρή της.

Η Ευανθία δεν ήθελε την τεχνολογία. Αν είχε email ή κινητό, η κοπέλα από τα πρακτορείο θα την είχε ειδοποιήσει ότι είχε ξεχάσει το φάκελο πάνω στο γραφείο. Είχε αιφνιδιαστεί από την απρόσμενη αγκαλιά και το ζεστό φιλί κι είχε ακουμπήσει το πολύτιμο εισιτήριό της στο γραφείο και μετά το ξέχασε. Αυτή η ανθρώπινη επαφή την είχε κεράσει τόση χαρά, την είχε χορτάσει ευτυχία. Μόλις είδε το φάκελο, η κοπέλα έτρεξε να την προλάβει, αλλά η Ευανθία γύριζε στο σπίτι πετώντας, είχε γίνει άφαντη. Την πήρε τηλέφωνο στο σταθερό, μα κανείς δεν ήταν εκεί να το σηκώσει, ήθελε να της πει ότι ο φάκελος ήταν στο γραφείο και την περίμενε. Δε βαριέσαι σκέφτηκε, θα έρθει αύριο πάλι και θα της το δώσω.

*****

Τζούλια Τσουλκανίδου

Κεφάλαιο 12ο

(απόσπασμα από μυθιστόρημα)

Οι νεκροί θα τραγουδάνε βουβά

Πόντος, Αμάσεια, Κιρκχαρμάν

 Ιούλης 1921

Καθώς η βροχή δυνάμωνε και η φωτιά κόπαζε, σταμάτησε να καίγεται η πλάτη της. Ανοίξανε οι ουρανοί. Το νερό την χτυπούσε μανιασμένα. Λύτρωση και θάνατος μαζί.

Ώσπου άλλαξαν τα χρώματα. Ξαστεριά.  Ένα απαλό καλοκαιρινό αεράκι άγγιξε το δέρμα της.

-Αναπνέω;  Όχι, όχι πέθανα, είπε και έκλεισε τα μάτια, αλλά τα ξανάνοιξε.

 Σκέφτηκε πως ονειρεύεται, μέχρι που γύρισε το κεφάλι. Γύρω της στοίβα σάρκες αγαπημένων. Κραυγές γυναικών που σώπασαν. Ψυχές που πάγωσαν. Σώματα καμένα, λειψά, σαν φάροι που αχνοσβήνουν στο σκοτάδι. Στάχτες βυζανιάρικων βρεφών  ανακατεμένες με χώμα. Φωνούλες παιδικές, που έπαψαν να κλαίνε. Αγγελικό σκοτάδι απλώθηκε στην τελευταία τους πομπή, ύστατο χαίρε.

Κοιμήθηκε βαθιά. Νόμισε πως ήταν νεκρή, όμως ήταν σε λήθαργο, ανάμεσα σε πτώματα και καμένες σάρκες. Για δύο ολόκληρες ημέρες.  Δεν ήθελε να ζήσει την οδύνη, δεν μπορούσε να ζήσει μετά από αυτό.

Ούτε Θεός, ούτε Άγιος, δεν ήταν εκεί μαζί τους. Ξεχασμένοι και απροστάτευτοι.  Μάρτυρες στο ολοκαύτωμα. Ποιός Θεός επέτρεψε τέτοιο κακό, ποιος άφησε να καίγονται ζωντανές ψυχές; Πού ήτανε  να σταματήσει αυτό που συνέβαινε;

Ξεδίψασε η γης από το αίμα. Φωτιά φόνισσα. Έκαψε ένα ολόκληρο χωριό. Όλους, εκτός από  έναν. Αυτόν που θα ζήσει, για να τα διηγηθεί…

Με μεγάλη δυσκολία σύρθηκε μπρούμητα σε ένα πέτρινο πεζουλάκι και άπλωσε τα  γεμάτα από πληγές χέρια της, για να μπορέσει να στηριχτεί. Πόνος αφόρητος από τα εγκαύματα στη πλάτη και τα πλευρά της. Κατάφερε να πατήσει στα πόδια της πάνω στο καμένο  έδαφος και να ορθώσει το σακατεμένο κορμί της. Ολόγυμνη και βουβή, ορφανή από τόπο και ανθρώπους.

-Με ακούει κανείς; Με ακούει κανείς; Σας παρακαλώ, μιλήστε. Είναι κανείς εδώ; 

Πέρασε πάνω από σωρούς από σώματα. Πάτησε στα γυμνά της πόδια και γλίστρησε σε μια πηχτή λίμνη αίματος.

Τα δάκρυα της πότιζαν τους νεκρούς. Τα στήθια της έκαιγαν σαν λάβα. Σαν να της άνοιγαν με κοφτερό λεπίδι τα σπλάχνα και την ξεκοίλιαζαν. Σειόνταν ολόκληρη από τον πόνο. Σύρθηκε στα τέσσερα. Προσπάθησε να σταθεί όρθια.

Έψαχνε στο νεκρότοπο.

Τα πέτρινα σπίτια αχνοκαίγανε ακόμα. Κατευθύνθηκε προς τα εκεί.

Φώναξε, ξανά και ξανά, τα ονόματα των δικών της.

-Στέφανε, γιαβρούμ. Ασλάν, ολουμτσαναρούμ.

Έπεσε στο χώμα προσκυνώντας τις στάχτες τους.

Σπαρταρούσε σαν δαιμονισμένη ανάμεσα στα καμένα ανθρώπινα κουφάρια. Μα δε την άκουγε κανείς. Κοίταξε με απόγνωση τον ουρανό.

- Γιατί με άφησες να ζήσω, Θεέ μου, γιατί; 

Ξαπλωμένη  στις στάχτες, ούρλιαζε στο Θεό σαν ένα αγρίμι του δάσους.

Λίγο πριν χαθεί ο ήλιος, λίγο πριν κρυφτούν οι ασχήμιες που άνθρωποι έπραξαν, λίγο πριν καλύψει τα πάντα η καταχνιά, στεγνή από δάκρυα, έρημη ξέμεινε στον τόπο φαντασμάτων. Η γη που τους πότισε  και τους έθρεψε. Εδώ που έζησαν οι προπαππούδες, οι προγόνοι από τα  αρχαία χρόνια. Νυν και αεί και εις τους αιώνες των αιώνων αεί. Δεν ήταν πια ο τόπος κανενός. Τώρα σιωπή.

Σηκώθηκε παραπατώντας στο κακοτράχαλο έδαφος. Χνάρια αίματος πίσω της. Ακολούθησε ένα μονοπάτι που ήξερε πως οδηγεί μέσα από τα ρυάκια στην ανατολική πλευρά του χωριού της, στο Κιζκιτζέ. Μέσα από τις ψηλές τις λεύκες  του δάσους, πεταγόταν μπροστά της η μορφή της μάνας της. Έβλεπε την εικόνα της στα τρεχούμενα νερά να χαμογελά. Προχωρούσε απελπισμένη σέρνοντας σε βάτα και άγρια κλαδιά το γυμνό σώμα της. Έσκυψε στο νερό λιπόθυμη και έκανε τη χούφτα της κούπα, για να σβήσει τη δίψα της. Είχε ήδη αρχίσει να νυχτώνει.

Συνέχισε να περπατά. Ο δρόμος  έμοιαζε ατελείωτος, μακρινός. Έχασε τις δυνάμεις της και σωριάστηκε χάμωΔε βαστούσε άλλο να προχωρήσει. Εκεί στην απόλυτη ησυχία, έσβηνε σαν μια κουκίδα στη μέση του πουθενά. Μέσα στη παραζάλη της, άκουσε φωνές και ψιθύρους. Σύρθηκε να κρυφτεί πίσω από τους θάμνους. Έμεινε ακίνητη, κουλουριασμένη, να μην την καταλάβουν. Ο  φόβος την ξύπνησε .

Πριν από λίγα λεπτά παρακαλούσε να πεθάνει. Ευχόταν να τελείωνε και αυτή, στις στάχτες, μαζί με τους δικούς της. Αυτό λοιπόν είναι ο άνθρωπος. Στο τέλος βρίσκει μια χαραμάδα, μια ρωγμή στον τοίχο, για να αντλήσει δύναμη, να συνεχίσει να ζει. Μια ακτίδα φωτός στο βαθύ σκότος.

Κουλουριασμένη σαν το σαλιγκάρι ύψωσε λίγο το κεφάλι της, μήπως καταφέρει να ακούσει αν είναι Τούρκοι. Είδε μια ομάδα αντρών με τα άλογα τους. Είχαν κάτσει για να ξαποστάσουν μέσα στους πυκνούς  θάμνους. Μια κοτρόνα κύλησε στον κατήφορο και φανέρωσε την παρουσία της. Οι άντρες αμέσως άρπαξαν τα όπλα τους, σημάδευαν περιμετρικά, στο σκοτάδι. Τα άλογα αγρίεψαν.

-Ποιος είναι εκεί, σήκωσε τα χέρια και στάσου πάνω, φώναξαν.

Σηκώθηκε δειλά, εντόπισαν τη σκιά της και κατευθύνθηκαν προς το μέρος της. Με σιγανή φωνή, αποκρίθηκε.

- Βοήθεια, ζητάω βοήθεια. Φως στο δρόμο σας.

Ένας άντρας από την ομάδα,  στο άκουσμα της φωνής της έτρεξε προς το  μέρος της.

-Κεράσσα. Κεράσσα μου. Εγώ, ο Λάζαρος είμαι, μη φοβάσαι.

Η Σοφία αναγνώρισε την αντρική φωνή. Ήταν ο  άντρας της αδελφής της. Του φώναξε κλαίγοντας.

-Δεν είμαι η Κεράσσα, Λάζαρε, η Σοφία είμαι. Η Κεράσσα…..

Δυσκολεύτηκε να προφέρει τις λέξεις. Χτυπούσαν ξανά σα μαχαίρια.

-Η Κεράσσα μας, πάει. Πέθανε. Κανείς δεν έμεινε ζωντανός. Κανείς.

 Πλησίασε  κοντά να τη βοηθήσει.

-Σε παρακαλώ, μην πλησιάζετε, κανείς. Είμαι γυμνή, είπε και κρύφτηκε πίσω από το θάμνο.

 Ο Λάζαρος,  έβγαλε από πάνω του τη χλαίνη και την έριξε προς το μέρος της. Κουβαριασμένη στη γη, για να μην δουν που σέρνονταν σαν ερπετό, πολεμούσε να τη φορέσει.

Απομακρύνθηκαν μερικά μέτρα, μέχρι να ντυθεί. Οι πληγές της έτσουξαν μόλις το δέρμα της ακούμπησε στο ύφασμα, μα δεν την ένοιαζε, αρκεί να κάλυπτε τη γύμνια  και τη ντροπή που ένιωθε. Το παλτό είχε κολλήσει πάνω της, έγινε ένα με τη πέτσα της.

*****

Εγγραφή στο Newsletter

Για να λαμβάνετε πρώτοι τα νέα στο Email σας