'Ανοιξη 2019

'Ανοιξη 2019

Αντί προλόγου

Δοκιμές από το Τμήμα Πεζογραφίας «Γράφω το δικό μου βιβλίο»

Εαρινό εξάμηνο 2019

 

Στα μαθήματα Δημιουργικής Γραφής στον Ιανό, στο Τμήμα της Πεζογραφίας (Γράφω το δικό μου βιβλίο) επιχειρούμε, με έναν πιο ελεύθερο και δημιουργικό τρόπο, που ταιριάζει στη συγγραφική πράξη, να προσφέρουμε ιδέες και να ανοίξουμε τη βεντάλια πολλών και διαφορετικών συγγραφικών λύσεων.

Αυτό που σιγά σιγά αντιλαμβανόμαστε όλοι είναι πως τα συγγραφικά προβλήματα μπορεί να είναι κοινά, όμως οι λύσεις όχι. Αυτό ενεργοποιεί το συγγραφικό δόλο και προσφέρει συγγραφικά καύσιμα.

Όταν συζητούνται θέματα συγγραφικής ταυτότητας και συγγραφικής ιδεολογίας, η συγγραφική συνείδηση εμπεδώνεται. Η τεχνική και η επινοητικότητα δοκιμάζονται.

Τις Τρίτες τα απογεύματα στις συναντήσεις μας, οι αφηγηματικές προτάσεις που δοκιμάζονται είναι πολλές. Οι λύσεις υπαγορεύονται από τη δυναμική των κειμένων. Όλες δοκιμάζονται στην πράξη. Επιλέγονται ή απορρίπτονται.

Στο Τμήμα των Προχωρημένων, όπως τους λέμε στον Ιανό, οι συμμετέχοντες επεξεργάζονται το δικό τους συγγραφικό σχέδιο. Στο τμήμα του εαρινού εξαμήνου του 2019, ορισμένοι ήδη εξέδωσαν το βιβλίο τους ή έχουν κάνει δημοσιεύσεις σε λογοτεχνικά περιοδικά, κάποιοι ετοιμάζονται να εκδώσουν και άλλοι βρίσκονται σε στάδιο συγγραφής και επιμέλειας του έργου τους. Κάποιοι είναι αρχαίοι και αγαπημένοι μαθητές, που παρακολουθούν το τμήμα εδώ και χρόνια και χτίζουν το βιβλίο ή τα βιβλία τους, άλλοι φρέσκα φιντάνια που συνεχίζουν από το τμήμα των αρχαρίων. Όλοι γεμάτοι πάθος και όρεξη γι’ αυτό που κάνουν.

Να ευχηθώ, από την καρδιά μου, καλά γραψίματα κι αέρα στα πανιά όλων αυτών που πέρασαν από το τμήμα μας. Πετάει η ομάδα!

 

Σοφία Νικολαΐδου

*****

Emilia Fyne (Εμίλια Φάιν)

«ΜΠΙΙΙΠ»

(διήγημα)

ΜΠΙΙΙΠ!!!

Ήταν η στιγμή της σύγκρουσης...ελαφριάς μεν, αργής δε.

Σκέφτεσαι μια βρισιά, συνοδευόμενη από την πεποίθηση πως θα χτυπήσεις.

Πέρασε το μισό λεωφορείο...λες να τη γλιτώσω; Όχι.

Το δεύτερο μισό σε χτύπησε στο γόνατο, σε έστριψε, σε έσυρε από τον γοφό και τέλος σε έριξε.

Δεν θα σταματήσει; Σταμάτησε.

Στο μεταξύ σηκώνεσαι και καταλαβαίνεις πως δεν μπορείς να πατήσεις το αριστερό σου πόδι.

Να κι ο οδηγός, κατέβηκε. Ευτυχώς, δεν με βρίζει.

Καλά είμαι. Θα σηκωθώ και θα φύγω. Θα τρίψω λίγο μόνο το πονεμένο σημείο και θα φύγω.

"Χτύπησες, κορίτσι μου".

Ψάχνεσαι για αίματα, τίποτα.

Θα καλέσει, λέει, ασθενοφόρο και τροχαία. Είναι το πρωτόκολλο.

Πρέπει να ακυρώσω την οδοντίατρο. Και την αισθητικό. Να πάρω και τον Πέτρο. Τι πρώτο; Την οδοντίατρο.

"Ματάκια μου...Έλα, μ'ακούς; Δεν σ'ακούω...Πέτρο; Παρ’ όλα αυτά που θα ακούσεις, να θυμάσαι πως είμαι καλά". Το και το.

"Συγγνώμη που σας καθυστερώ".

Και την αισθητικό. Στέλνεις μήνυμα μέσα από το ασθενοφόρο.

Ακούς τις ιστορίες των συνοδών για τα τροχαία στην πόλη.

"Εσείς οι νέοι δεν προσέχετε!"

 

Εμείς οι νέοι δεν προσέχουμε...

Είσαι μια νέα 40 χρονών. Προσέχεις τα παιδιά σου. Τον άντρα σου.

Προσέχεις τη μάνα σου. Είναι μόνη.

Προσέχεις την αδερφή σου. Έχει ένα παιδί. Είναι μόνη.

Τη δουλειά σου.

Τον εαυτό σου.

Από την πολλή προσοχή... χτύπησες!

 

Γνωρίστηκαν σε μπιτσόμπαρο. 4 Ιουλίου 2009. Ημέρα της ανεξαρτησίας των Αμερικανών,  ισόβιας δέσμευσης για την Ξένια και τον Πέτρο.

-Καλησπέρα.

-Γεια.

-Είμαι ο Πέτρος. Χάρηκα. Απλώνει το χέρι.

-Ξένια.

Δεν δίνει το χέρι. Κουνιέται στους ρυθμούς της χάουζ. Κρατά το ρούμι της με τα δυο καλαμάκια.

-Ωραία είναι εδώ, ε;

-Μμ.

-Τι δουλειά κάνεις, Ξένια;

-Μαθηματικός.

-Μια βότκα… σκέτη, φωνάζει να τον ακούσει ο μπάρμαν από μακριά.

Ο Πέτρος λάτρευε τα μαθηματικά. Λάτρεψε και την Ξένια. Είκοσι χρόνια μετά ακόμη την περιέγραφε σαν έναν άγγελο που ξεχώριζε μέσα στη νύχτα.

 

Παντρεύτηκαν τρία χρόνια αργότερα. Έκαναν και δυο παιδιά. Ο Πέτρος είχε πολύ καλή δουλειά. Πλήρωναν δάνειο για το σπίτι τους, το εξοχικό τους, τα δίδακτρα των παιδιών, τις ανάγκες των μαμάδων τους και των μπαμπάδων τους, καθώς ήταν χαμηλοσυνταξιούχοι και χωρισμένοι αμφότεροι. Δευτέρα Τετάρτη η Ξένια πήγαινε τα παιδιά κολυμβητήριο, Τρίτη Πέμπτη η μεγάλη αγγλικά και ο μικρός στίβο –αυτό το αναλάμβανε ο Πέτρος- , Παρασκευή η μεγάλη γαλλικά και ο μικρός θεατρικό εργαστήρι – αυτό το αναλάμβανε ο Πέτρος -, Σάββατο και τα δυο στίβο – αυτό το αναλάμβανε ο Πέτρος. Κυριακή πτώματα μπροστά στις οθόνες, τα παιδιά για μαραθώνιο παιδικών στην τηλεόραση και ο κάθε γονιός στο laptop του.

ΕΚΕΙΝΗ:

Αυτός μόνο αθλητικά βλέπει, μας δουλεύει; Μόλις πάει τουαλέτα, θα έχω τουλάχιστον μισή ώρα περιθώριο να ψάξω το ιστορικό.

ΕΚΕΙΝΟΣ:

Τι γράφει αυτή εκεί πέρα τόση ώρα; Είπε πως θα βγει κιόλας το βράδυ. Με ποιον; Έχει βάλει κωδικό στο κινητό της.

-Ματάκια μου, τι λες να φάμε;

-Θα παραγγείλουμε;

-Ε, τι άλλο.

-Τι λες να φάμε;

-Ό,τι θες.

-Πες εσύ.

-Πάρε ό,τι θες. Δεν έχω πρόβλημα.

-Να πάρουμε κοτόπουλο;

-Όχι, μωρέ, ψήνομαι για καμιά πίτσα.

-Λες, πίτσα;

-Δεν θες;

-Μπα, προτιμώ κοτόπουλο.

- Κοτόπουλο ή πιτόγυρο;

-Λες, πιτόγυρο;

-Πάρε κοτόπουλο καλύτερα. Χωρίς πατάτες.

-Καλά, φέρε εκείνο το φυλλάδιο της πιτσαρίας με τον ξυλόφουρνο.

Κάθονται να φάνε μπροστά στην τηλεόραση.

Τα παιδιά ήθελαν μακαρόνια.

Δευτερόλεπτα πριν το ατύχημα, στον δρόμο για την οδοντίατρο, χτύπησε το κινητό της Ξένιας. Ήταν από τον παιδικό σταθμό. «Χάλασε το σχολικό, πρέπει να έρθετε εσείς να τον πάρετε». «Γαμώ τις κωλομηχανές τους, σήμερα βρήκε; Προλαβαίνω να περάσω απέναντι», ΜΠΙΙΙΙΠ!

Ο Πέτρος τη βρήκε τρελαμένος από αγωνία στο εφημερεύον δημόσιο νοσοκομείο. Τη συνόδευσε για ακτινογραφία στο αριστερό γόνατο. Έφυγαν μισή ώρα μετά με την ακτινογραφία μιας φτέρνας άλλου ασθενούς για ιδιωτική κλινική. Τη γλίτωσε με κάταγμα περόνης. Ούτε καν επέμβαση. Μόνο ακινησία για δυο μήνες.

ΕΚΕΙΝΗ:

ΔΥΟ ΜΗΝΕΣ!

ΕΚΕΙΝΟΣ:

Δυο μήνες…

Τοποθετήθηκε σε περίοπτη κεντρική θέση στο σαλόνι με το πόδι στην ευθεία και ωσάν εύθραυστη βασίλισσα έδινε από κει τις διαταγές της.

«Ματάκια μου, ένα ποτήρι νερό σε παρακαλώ. Μην ξεχάσεις να πάρεις το τάπερ από τη μαμά μου. Η μικρή σχολά στις 4, αλλά θα περιμένεις κάτω και το σχολικό του μικρού. Βάλε πλυντήριο, αγάπη μου. Άπλωσε το πλυντήριο, καρδούλα μου. Φέρε μου κανένα βιβλίο καθώς θα ‘ρχεσαι. Βάλε το κινητό να φορτίζει. Φέρε μου το laptop. Θέλει φόρτισμα. Μην το βάζεις αυτό εκεί, όχι το άλλο έτσι, το τέτοιο τι γυρεύει εδώ, τι έκανες στην τουαλέτα τόση ώρα, δεν άκουγες που σε φώναζα;»

Τα πρωινά έμενε μόνη. Όλος ο εξοπλισμός γύρω της. Διάβαζε. Έγραφε. Ψώνιζε online. Κοιμόταν. Κοιτούσε το ταβάνι.

ΕΚΕΙΝΗ:

Πρέπει να φέρω μπογιατζή. Οι τοίχοι είναι μαύροι. Κι εκείνο το έπιπλο, θα το αλλάξω θέση. Να πω στον Πέτρο το βράδυ.

Τα πρωινά ετοίμαζε τα παιδιά, έλεγε είκοσι πέντε φορές «ντύσου» πριν τα ντύσει ο ίδιος, έβαζε τα ταπεράκια με το φαγητό, τα παγούρια με το νερό και τα φρούτα στις τσάντες. Μετά άφηνε τον μικρό στο σχολικό και τη μικρή στο σχολείο. Οδηγούσε σαν ζόμπι στο μποτιλιαρισμένο κέντρο, ώσπου να φτάσει στην άλλη άκρη της πόλης. Καμιά φορά νόμιζε πως άκουγε τον διπλανό οδηγό να τον αποκαλεί «ματάκια μου».

ΕΚΕΙΝΟΣ:

Άγιο είχαμε. Λίγα εκατοστά πιο μπροστά και θα ήταν μοιραίο.

Δυο μήνες! Θα την πνίξω.

Κάπνιζε αρειμανίως.

*****

Petra Nouaref

TΙ ΣΧΕΣΗ ΕΧΟΥΝ ΑΝΤΙΣΤΑΣΗ, ΒΕΝΤΕΤΑ ΚΑΙ ΠΟΛΕΟΔΟΜΙΑ;

            Η Λία, νεαρή μηχανικός από την Πάτρα, που υπηρετεί στα Δημόσια Έργα του νομού Ηρακλείου Κρήτης, ανήκει στο Τμήμα Εκτελέσεως Έργων, στο ισόγειο του κτιρίου της Νομαρχίας. Κάπου κάπου, όμως, όταν κάποια συνάδελφός της παίρνει την τετράμηνη άδεια γέννας και  λοχείας, με “Εντολή Διευθυντού”, της αναθέτουν να ελέγχει φακέλους Οικοδομικών Αδειών. Κατεδαφίσεις παλαιών κτισμάτων, επεκτάσεις κτιρίων, - πανωσηκώματα όπως τα λένε - και νέες οικοδομές. Επειδή δεν είχε μεγάλη πείρα στον τομέα αυτόν, μια παλιά καραβάνα μηχανικός, εκπρόσωπος του Τεχνικού Επιμελητηρίου Κρήτης, τής φέρνει τους φακέλους και την βοηθά στα δύσκολα. Τελικά, έμαθε αρκετά και τα καταφέρνει και μόνη της.

            Το γραφείο της είναι στο βάθος του ισόγειου διαδρόμου. Συστεγάζεται με δύο άλλες παλαιότερες συναδέλφους εργοδηγούς, την Βασιλική και την Ελένη. Η δεύτερη είναι σύζυγος ενός μέλους της γνωστής οικογένειας των Κ., πολιτικών, και όχι μόνο, παραγόντων της Κρήτης. Έχουν μάλιστα κουμπαριάσει κιόλας, αφού ο άντρας της πάντρεψε την Λία μ' έναν Ρεθεμνιώτη συνάδελφο, εργοδηγό στην ίδια υπηρεσία. Όλα τα θέματα που αντιμετωπίζουν τα συζητούν μεταξύ τους κι έχουν και οι τρεις γυναίκες πολύ καλές οικογενειακές σχέσεις. Η Λία με την Βασιλική κάθονται μπροστά στο παράθυρο και η Ελένη μπαίνοντας στο γραφείο, δεξιά.

            Μια μέρα, κατά τις δώδεκα η ώρα, έρχεται στο γραφείο τους ένας κύριος, γύρω στα εξηνταπέντε. Φορά το γνήσιο μαύρο κρητικό κεφαλομάντηλο, την παραδοσιακή βράκα με στιβάνια δερμάτινα, γιλέκο σκούρο πράσινο στο χρώμα της ελιάς και σακκάκι, που - από το φούσκωμα που έχει -, μπορεί κανείς να συμπεράνει ότι είναι παροπλισμένος. Ζητά να δει την κυρία Μαντοπούλου και η κυρία Κ. του δείχνει την Λία. Προχωρά και φτάνει δίπλα στην εικοσπεντάρα μηχανικό.

-Επαέ είσαι, κυρά μου; της λέει λεβέντικα, καθώς συγχρόνως στρίβει την αριμάνεια μουστάκα του. Μιαν άδεια έχω να παίρνω από σένανε και μου ’πε ο μηχανικός μου ότι δεν του τηνε δίνεις. Γιάντα, βρε κοπελιά;

-Κατά πρώτον, καθήστε στην καρέκλα και δεύτερον πείτε μου, σας παρακαλώ, σε ποιο όνομα κατατέθηκε η άδεια και αν γνωρίζετε τον Αριθμό Πρωτοκόλλου του φακέλου.

Της λέει τα στοιχεία του και η Λία ψάχνει, βρίσκει τον φάκελο στα “εκκρεμή”, τον ανοίγει, συμβουλεύεται τις παρατηρήσεις που είχε γράψει στο εσωτερικό δεξί αυτί του φακέλου και:

-Κύριε Μπαντουβά, - του λέει, χωρίς να ξέρει η καημένη τι σημαίνει το όνομα Μπαντουβάς στην Εθνική Αντίσταση του Β' Παγκοσμίου Πολέμου -, υπάρχουν κάποιες ελλείψεις και κάποιες διορθώσεις που πρέπει να κάνει ο μηχανικός σας στα σχέδια και δεν μου τις έχει φέρει ακόμα. Θέλω να μου φέρετε τις υπογραφές όλων των άλλων συνιδιοκτητών του οικοπέδου πάνω στο Τοπογραφικό σχέδιο, γιατί πρέπει να συμφωνούν κι αυτοί για την προσθήκη ορόφου που θέλετε να κατασκευάσετε.

-Ήντ' ναι τούτα να, που μου τσαμπουνάς, κοπελιά μου; Εγώ θέλω την άδεια να κτίσω πάνω από το δικό μου ισόγειο, ήντα γυρεύγουν οι άλλοι ιδιοκτήτες του οικοπέδου; Αυτωνώνε το κομμάτι είναι σε άλλο σημείο.

-Ναι, αλλά η ιδιοκτησία σας είναι “εξ' αδιαιρέτου” μαζί μ' όλους τους άλλους. Δεν έχετε εκατό τοις εκατό μόνος σας το οικόπεδο, προσπαθεί να του εξηγήσει ευγενικά. Έτσι λέει ο Νόμος, κύριε Μπαντουβά. Είναι υποχρεωτικές οι υπογραφές των συνιδιοκτητών. Δεν μπορώ να δώσω έγκριση χωρίς αυτές.

-Διάλε, τσ' απολυμάρες σου, είπε και, βρίζοντας τα θεία, συμπλήρωσε.

-Βέβαια! Ξέρω πολύ καλά πώς μπαίνετε εσείς στο Δημόσιο. Δεν θ' αλλάξει η Κυβέρνηση; Θα σας δείξω εγώ!

            Δεν ήταν μόνο το ότι η Λία μπήκε χωρίς μέσον και με το σπαθί της στο Δημόσιο, αφού δεν ζήτησε θέση στην πατρίδα της, την Πάτρα, κοντά στους γονείς της για να μην πληρώνει έξτρα ενοίκιο, και ξενητεύτηκε. Ήταν περισσότερο το ότι προερχόταν από θεοσεβούμενη οικογένεια. Στο σπίτι της ποτέ κανείς δεν έβριζε τα Θεία, όπως έκανε τώρα ο Κρητικός μπροστά της. Το θεώρησε μεγάλη προσβολή, ιδίως σε Δημόσιο χώρο.

            Έξαλλη, σηκώνεται απ' το γραφείο της, αρπάζει τον Μπαντουβά απ' τον γιακά και τον σέρνει με βία προς την πόρτα, λέγοντας:

-Έξω γρήγορα, αυτή τη στιγμή! Σας απαγορεύω να βρίζετε τα Θεία σε Δημόσια Υπηρεσία! Να πάτε αλλού να απειλήσετε δημόσιο υπάλληλο, εδώ δεν περνάνε οι παλληκαριές σας.

            Και κλείνει με βροντή την πόρτα πίσω του. Ο Μπαντουβάς, της μεγάλης και ηρωϊκής οικογένειας Μπαντουβάδων, που έδρασε με τα πρωτοπαλίκαρά της στη Μάχη της Κρήτης και στην Αντίσταση του '40, διασχίζει τον μακρύ διάδρομο βρίζοντας θεούς και δαίμονες. Όλοι οι υπάλληλοι βγήκαν απ' τα γραφεία τους να δουν τι γίνεται. Λίγο πριν την έξοδο, βρίσκει ανοιχτή την πόρτα του Διευθυντού Τεχνικών Υπηρεσιών. Μπαίνει μέσα απειλώντας:

-Ποια είν' αυτή η αντάρτισσα που με πέταξε έξω απ' το γραφείο της; Μπάρμπα στην Κορώνη έχει και δεν φοβάται κανέναν; Στην “Αυριανή” θα σας ρεζιλέψω κακομοίρηδες, λέει αφρίζοντας απ' το κακό του.

            Ο Διευθυντής γέλασε, δεν είπε τίποτε. Την ήξερε πολύ καλά την Λία. Δεν σήκωνε μύγα στο σπαθί της, όταν είχε δίκιο.

            Μόλις έκλεισε η πόρτα πίσω απ' τον Μπαντουβά στο γραφείο της Λίας, η Ελένη της λέει, κατενθουσιασμένη:

-Μπράβο, κοπέλα μου, συγχαρητήρια! Πήρες το αίμα μας πίσω! Ξέρεις, μωρέ, ποιος είν' αυτός;

-Μπαντουβά τον λένε, δεν τ' άκουσες; Τι άλλο να ξέρω γι' αυτόν;

-Αυτουνού, ο ξάδελφος, ο Γιάννης ο Μπαντουβάς, είχε κλέψει την κόρη ενός δικού μας, την Τασούλα. Ολόκληρος ντόρος είχε γίνει, βούηξε όλ' η Κρήτη, μέχρι και μαντινάδες και τραγούδια γράφτηκαν γι' αυτούς. Δεν το ήξερες; Αληθινή βεντέτα, χρόνια τώρα.

-Όχι, πού να το ξέρω; Ιδέα δεν είχα. Αλλά, τού άξιζε του αναιδέστατου. Ακούς εκεί. Πού ξέρει αυτός με τι τρόπο διορίστηκα; Και .. να βρίζει τα Θεία εντός του Δημοσίου; Απαράδεκτο, ξεσπά η Λία.

-Και πολύ καλά τού ’κανες. Το ευχαριστήθηκα πολύ, κουμπαρούλα μου, λεβέντισσα.

-Εμ, δεν έχει μόνο η Κρήτη λεβέντισσες, έχει και η Πάτρα!

*****

Κατερίνα Ζωγραφάκη

ΒΡΕΓΜΕΝΑ ΓΥΑΛΙΑ

(διήγημα)

Βούτηξε στα θολά νερά του κόλπου χωρίς να το πολυσκεφτεί. Έπεσε άτσαλα, καθώς έδωσε μια βιαστική βουτιά από την κουπαστή. Είχε το μυαλό του στα γυαλιά και δεν τον ένοιαζε το έντονο τσούξιμο στην κοιλιά. Έκανε να ανοίξει τα μάτια του περισσότερο, αλλά το μετάνιωσε. Αυτό το τσούξιμο δεν μπορούσε να το αγνοήσει. Γύρισε για λίγο το κεφάλι κι ο ουρανός του φάνηκε το ίδιο θολός. Σκέφτηκε για μια στιγμή να τα παρατήσει και να βγει. Τα γυαλιά όμως ήταν δώρο της καλής του, αγορασμένα με τον πρώτο της μισθό. Με μάτια γεμάτα τρυφεράδα του τα πρόσφερε. Έλαμπε από ικανοποίηση. Κι αυτός την έκλεισε σε μια μεγάλη, ζεστή αγκαλιά. Ξάφνου τα γυαλιά άξιζαν μια περιουσία. 

Το σημείο που βούτηξε δεν ήταν βαθύ. Έπρεπε όμως να κατέβει αρκετά, για να δει κάτω. Ο βυθός μαύρος από ό,τι ξερνάνε κατά καιρούς οι δεξαμενές των πλοίων, γεμάτος από κάθε λογής αντικείμενα, άχρηστα στα λιγοστά του πλάσματα. Δίπλα του αιωρούνταν κομμάτια από σακούλες, σχοινιά και πετονιές.

Δύτης εδώ και χρόνια. Είχε καθαρίσει πολλά σκάφη δεμένα στον ντόκο. Η δουλειά είχε καλά λεφτά, αλλά είχε φάει την τραγάνα με το κουτάλι. Η στολή του ήταν η πανοπλία του. Δούλευε γρήγορα. Ήθελε να τελειώνει. Να βγει απ’ τη θολούρα, τα σκουπίδια και την μαυρίλα του βυθού. Έπρεπε να έχει συνηθίσει. Αλλά όχι. Δούλευε κι έλεγε πως είχε τα μάτια και την μύτη του κλειστά, όπως όταν πιτσιρίκος του ’δινε η μάνα του το φάρμακο.

Έμαθε να βουτάει απ’ τον βράχο. Ζύγωνε στην άκρη και ζύγιαζε το σώμα του μετρώντας το βάθος με το μάτι. Λαμπύριζε η άμμος από κάτω. Έδινε μια στον αέρα και έσκιζε τη θάλασσα. Μετά φορούσε τα γυαλιά και ξεροψηνόταν στην άκρη της θάλασσας με τα πόδια του να δροσίζονται στο κύμα. Το αλάτι σχημάτιζε άσπρες κηλίδες στους φακούς κι έβλεπε θολά τα θαλασσινά τοπία. Του άρεσε, από μικρός, να φοράει γυαλιά ηλίου. Έτσι μαύρα, ήταν καλή κρυψώνα για τα θυμωμένα μάτια. Χώρια που έμοιαζε με ήρωα αστυνομικής σειράς της τηλεόρασης. Έτσι του ’λεγαν τα κορίτσια.

Αργότερα φόρεσε μπουκάλες, έβαλε στολή και ξεμάκραινε απ’ την ακτή, να εξερευνήσει τους υφάλους ακολουθώντας ένα κοπάδι ψάρια.

Τώρα το χόμπι του έγινε επάγγελμα, ανάθεμα την κρίση! Κι απ’ τα καταγάλανα νερά βουτούσε στα θολερά νερά του κόλπου. Ανάμεσα στις βουτιές έβγαινε να πάρει ανάσα. Φορούσε τα βρεγμένα γυαλιά και καθόταν στον ντόκο αγναντεύοντας τον ορίζοντα. Πίσω τους έκρυβε τώρα την νοσταλγία του για τις παιδικές του θάλασσες. Μέσα απ’ τους θολούς απ’ το αλάτι φακούς, ταξίδευε στα θαλασσινά τοπία της μικρής του νιότης.

Μπροστά του δύο δέσμες φωτός μάχονταν το σκοτάδι του βυθού. Σαν φανοί τα γυαλιά της καλής του τον καθοδηγούσαν. Η αναπνοή του κόντευε να τελειώσει. Φόρεσε τα γυαλιά και κολύμπησε προς τα πάνω.

*****

Χρύσα Λέκκα

Για πες, λοιπόν

[Απόσπασμα από μυθιστόρημα]

Ο Σπύρος έμεινε καθισμένος στο πεζούλι με το κοκτέιλ στο χέρι. Άφησε το ποτήρι και άρχισε να στρίβει ένα τσιγάρο, για να απασχολήσει τα χέρια του. Σκέφτηκε να φύγει, μα ήταν ευκαιρία να μείνει έξω μόνος, να παρατηρεί. Ο ήλιος είχε δύσει και τα μαγαζιά σιγά σιγά έκλειναν, οι ρυθμοί χαμήλωναν, κι οι ήχοι μαζί τους. 

Κοίταξε γύρω του. Στα τραπέζια κάθονταν κυρίως συνομήλικοί του· χαρούμενοι, σοβαροί, απορροφημένοι στις συζητήσεις τους. Μαζί με τη Λένα, είχε φύγει και το προστατευτικό του κουκούλι στο δημόσιο χώρο. Κανονικά θα ένιωθε εκτεθειμένος, όμως είχε τόσες απανωτές σκέψεις, που δεν τον ένοιαζε. Σε μια στιγμή είχε ανοίξει και κλείσει ένα παραθυράκι στην ιδιωτική της ζωή, για το οποίο δεν ήξερε τίποτα. Δείγμα κι αυτό της σχέσης τους· ούτε φίλοι, ούτε απλώς γνωστοί. Είχαν, ομολογουμένως, ένα ειδικό πεδίο συνάντησης: τη δουλειά, τους παλιούς γνωστούς, τη Βεργή και μετά τα άλλα, που ήθελαν, που θα ’ρχονταν. Είχαν και την οικειότητα που αποκτάς με τους παλιούς συμμαθητές. Μιλούσαν εύκολα για πράγματα που σκέφτονταν ή διάβασαν, κι άλλα πιο σύνθετα, θεωρίες και προβληματισμούς που γνώρισαν στη σχολή, αλλά η πραγματικότητα δεν έδειχνε να τα χωράει κάπου. Εκεί κινούνταν οι κουβέντες τους, χωρίς γονείς, συγγενείς, κάτι που να θυμίζει το παιδί που πρόσφατα υπήρξαν. Κάτω από όλα, διαγραφόταν ο ενήλικος εαυτός, που τώρα συναρμολογούσαν.

Αλλά ως εκεί. Για τα προσωπικά, ήταν πιο δύσκολο να μιλήσουν. Και δεν ήταν μόνο η Λένα, που έδειχνε να έχει γεμάτη ζωή, αλλά κάπου αλλού, σε παράλληλο σύμπαν απροσπέλαστο. Ήταν και ο Σπύρος κλειστός σαν στρείδι, αμήχανος να μιλήσει για τον εαυτό του, και κυρίως για τα πλάνα της ζωής του. Όσο κι αν το σκεφτόταν, έβλεπε μπροστά κενό πεδίο. 

Θυμήθηκε το Γιώτη. Άλλο σχέδιο αυτός. Είχε τελειώσει το Πολυτεχνείο. Όλα τα χρόνια δούλευε μπάρμαν. Ύστερα τον έβαλε η μάνα του σε έναν εργολάβο, γνωστό της. Στα γραφεία, έσκασε. Τον έστειλε στο εργοτάξιο. Ανάσανε κάπως. Έκανε μια χαρά παρέα με τα μαστόρια. Στην ανάγκη, κουβαλούσε και κανένα σακί τσιμέντο, δεν τον χαλούσε τίποτα. Βαρέθηκε τη σκόνη, έφυγε. Μετά χτύπησε και η κρίση, οι οικοδομές έκοψαν, δεν το κυνήγησε πολύ. Αγόρασε μερίδιο από ένα μπαράκι στην πλατεία, και το δούλευε τη μισή εβδομάδα. Τακτοποιούσε και κανένα αυθαίρετο πού και πού, έβγαζε καμιά άδεια καταστήματος. Κυλούσαν τα πράγματα, κι ο Γιώτης γλιστρούσε ανάμεσά τους· αποφασιστικά, εκεί που μιλούσε η ευκαιρία, χαλαρά, εκεί που τον πήγαινε η ζωή.
-----------

Με μεγάλες κινήσεις σκούπιζε την ξύλινη γυαλιστερή μπάρα με το πανί. Κοίταξε χαμηλά, στο πλάι, να βεβαιωθεί ότι δεν έμεινε καμία σταγόνα. Δίπλωσε το πανί προσεκτικά στον πάγκο, χαμήλωσε την ένταση της μουσικής και το βλέμμα του γύρισε στην είσοδο του μαγαζιού από μια κόρνα που πατιόταν με μανία. Μέσα σκοτάδι, έξω λιακάδα. Δεν έβλεπε τίποτα. Βηματίζοντας γρήγορα προς την πόρτα, την είδε. Η Λένα στη θέση του οδηγού, να κουνάει χαρούμενα το χέρι της. Γιώτηηη! Δίπλα της δυο τριγωνικά αυτιά προεξείχαν από το παράθυρο του συνοδηγού. Πλησίασε. Ένα μικρό με στέκα-γάτα τον κοιτούσε σοβαρό. 

-Σοφάκι, αυτός είναι ο Γιώτης, πολύ καλός μου φίλος, είπε η Λένα μες στη χαρά.

-Όχι, ρε φίλε! Έσκασε στα γέλια αυτός και κοιτούσε σκυμμένος κι άναυδος, μια τη Λένα στο τιμόνι, μια τη μικρογραφία στο κάθισμα του συνοδηγού.

-Να παρκάρω; 

-Εννοείται! Έχω κάνα τρίωρο ακόμη και δεν πατάει ψυχή. Έλα να πιούμε καφέ.

-Τέλεια, ερχόμαστε, είπε κι έβαλε μπρος.

-Σε λίγο ήταν καθισμένες κι οι δυο στο μπαρ, κι από μέσα ο Γιώτης να τις κοιτάει με τα χέρια σταυρωμένα. 

-Ρε, τη Λένα! ακόμη γελούσε. Για πες.

-Τι να πω μωρέ, καλά. Λονδίνο. Δουλίτσα, Σοφάκι, τα γνωστά, ξέρεις. Δάγκωνε το καλαμάκι της.

-Μας δουλεύεις κιόλας. Άντε λέγε. Τι έχασα; 

Με το Σοφάκι παρόν, το να πει τα γεγονότα των τελευταίων δύο ετών δεν ήταν εύκολο. Κουτσά στραβά όμως, συνεννοήθηκαν. Του είπε πρώτα για τη δουλειά. Μια χαρά, σε γενικές γραμμές. Η εταιρεία πολύ μεγάλη. Στο τμήμα τους μόνο, είναι είκοσι δύο άτομα. Δεν είναι και άσχημα, ο χώρος είναι σούπερ, στον ένατο όροφο με θέα, η δουλειά λίγο μονότονη, τα λεφτά μέτρια, αλλά οι παροχές την έχουν βολέψει. Το σημαντικότερο, έχει παιδικό για τη μικρή. Τρεις μέρες την εβδομάδα πάνε και φεύγουνε μαζί. Τις άλλες δύο την κρατάει ο Σωτήρης τα πρωινά. 

Εκεί, έγινε μια παύση. Ήπιε μια γουλιά, τον κοίταξε, έστειλε το Σοφάκι σε ένα τραπέζι να παίξει με τις ζαχαρίτσες.

- Για πες λοιπόν.

*****

Εύη Μαραζοπούλου

Πάμε και ό,τι γίνει

Ανοίγεις τα μάτια. Κλείνεις το ξυπνητήρι του κινητού και σηκώνεσαι απ’ το κρεβάτι. Πηγαίνεις στο μπάνιο. Χαμογελάς στον καθρέφτη, δίνεις στον εαυτό σου κουράγιο. Φοβάσαι. Η μεγάλη μέρα έχει έρθει και ΄συ δεν ξέρεις αν είσαι έτοιμος. Αν θα τους απογοητεύσεις. Αν θα σ’ αγαπούν μετά απ’ αυτό. Αν θα συνεχίσεις να είσαι ο γιος τους. Τρέμεις το βλέμμα απογοήτευσης της μάνας, αγανάκτησης του πατέρα. Πλένεις τα δόντια και αρχίζεις να σιγομουρμουρίζεις τύπους, αποδείξεις, θεωρήματα. Πόσα πράγματα χρειάστηκες να μάθεις μέσα στην χρονιά; Πόσες φορές πέταξες το βιβλίο της άλγεβρας; Πόσες φορές έκλαψες μόνος στο δωμάτιο, γιατί  δεν άντεχες άλλο; Κοιτιέσαι στον καθρέφτη και λες ότι θα τα καταφέρεις. Πηγαίνεις στην κουζίνα. Η μάνα σου έχει ετοιμάσει τον καφέ και ένα σάντουιτς. Παράλληλα, σου στύβει το χυμό που πρέπει να καταναλώσεις γρήγορα, μη τυχόν φύγουν οι βιταμίνες. Σου χαμογελά και σου λέει πως όλα θα πάνε καλά. Αυτό λέει, μα εσύ ακούς, γιε μου, μην με απογοητεύσεις. Είσαι η μόνη μου ελπίδα. Βάλε τα δυνατά σου!

Σηκώνεσαι, πηγαίνεις να ντυθείς. Φοράς το τζιν και το τυχερό σου κοντομάνικο. Ναι. Εσύ δεν τα πιστεύεις αυτά, τυχερά Τ-σερτ και βλακείες, απλά νιώθεις άνετα μ’ αυτό. Βαδίζεις προς την εξώπορτα, βάζεις στην κωλότσεπη τα δύο στυλό, το μολύβι, την γόμα και την ξύστρα. Η μάνα σου τρέχει να σου δώσει ένα μπουκάλι νερό, την ταυτότητα και την πράσινη κάρτα.  Το δελτίο που σου έδωσε την προηγούμενη βδομάδα ο διευθυντής. Σου αρκεί αυτό το χαρτί; Και αν ναι, πώς είσαι σίγουρος πως είναι το όνειρό σου; Ανοησίες. Αυτό ήθελες πάντα, πολιτικός μηχανικός στο Μετσόβειο. Θα γίνεις πετυχημένος και πλούσιος. Θα κάνεις περήφανους τους γονείς σου. Ναι, αυτό είναι. Εμπρός λοιπόν. «Μα πού πας έτσι»; Ακούς την παραπονιάριακη φωνή της μάνας. Σκύβεις να σε φιλήσει. Ανταποδίδεις και φεύγεις.

Προχωράς. Σκέφτεσαι. Προχωράς. Σκέφτεσαι. Βήμα και σκέψη. Βήμα και απορία. Τι θέμα θα πέσει; Θα το ξέρω; Άμα μπερδευτώ ή δεν προλάβω; Σου κόβονται τα πόδια. Νιώθεις ότι δεν μπορείς να συνεχίσεις. Σταματάς. Πίνεις λίγο νερό. Καλύτερα τώρα. Πάμε και ό,τι γίνει. Παίρνεις θάρρος. Φτάνεις στο προαύλιο. Τους βλέπεις. Είναι όλοι εκεί , μαζεμένοι. Οι φίλοι, οι συμμαθητές, τα φυτά, η γκόμενα που φάσωσες στην εφταήμερη, η διευθύντρια του σχολείου με ’να μικρόφωνο στο χέρι. Δεν προλαβαίνεις να μιλήσεις με τους κολλητούς. Αρκείστε στο «καλή επιτυχία, πάμε δυνατά». Ναι. Αυτό είναι. Τελειώνουμε. Πάμε δυνατά.

Σας κατανέμει σε αίθουσες. Το Κ είναι στον επάνω όροφο. Ανεβαίνεις τα σκαλιά. Ιδρώνεις κι έχεις ταχυπαλμία. Πρέπει να ξεκινήσω γυμναστήριο. Είμαι αγύμναστος. Πάλι ψέματα. Σε κυριεύει ξανά. Η γαμημένη ανασφάλειά σου είναι εκεί. Σταματάς. Τους κοιτάς να μπαίνουν στις τάξεις. Φοβάσαι. Θέλεις να φύγεις. Να τρέξεις. Να έρθεις αύριο. Ψέματα. Δεν θέλεις να έρθεις ποτέ! Συνέρχεσαι. Ακούς το κουδούνι να χτυπά.

 Μπαίνεις στην αίθουσα, κάθεσαι στο θρανίο με το όνομά σου και περιμένεις. Τους παρατηρείς. Τα δυο φυτά ξεφυσούν. Η Κατερίνα σου χαμογελά. Ανταποδίδεις. Νιώθεις καλύτερα. Η καρδιά σου μαλακώνει. Οι σφυγμοί πέφτουν. Ο ιδρώτας σταματά και νιώθεις ότι κολλάς. Περιμένεις.

Έφτασαν. Η κοντόχοντρη κυρία με τα κοκάλινα γυαλιά και το φλοράλ φόρεμα και ο ψηλός εξηντάρης άνδρας με το ιδρωμένο ριγέ πουκάμισο μπαίνουν στην αίθουσα. «Παιδιά, ησυχία τώρα. Τα θέματα ήρθαν. Να είστε ψύχραιμοι και προσεκτικοί. Καλή επιτυχία». Ξεκινά η μοιρασιά. Ανυπομονείς. Κόβεις τις πρώτες αντιδράσεις. Έρχεται η σειρά σου. Πρώτο θέμα σωστό-λάθος. Η ματιά σου ρολάρει. Ναι, ναι, ωραία, το ’χουμε. Επόμενη σελίδα. Θέμα δεύτερο, άλφα. Ωραία, ναι. Ξύνεις λίγο το κεφάλι και σου ξεφεύγει ένα χαμόγελο. Προχωράς στο θέμα βήτα. Κι εκεί μια χαρά. Και τώρα τα δύσκολα. Τι έβαλαν στο θέμα γάμα και δέλτα;  Πολύ ωραία όλα μέχρι στιγμής. Γυρίζεις το φύλλο. Το βλέπεις. Εδώ τι θέλει; Α, σιγομουργμουρίζεις. Ναι, αυτό πρέπει να είναι. Θα το ξαναδώ. Και τώρα το τελευταίο. Σε πιάνει ταχυκαρδία. Ανοίγεις το μπουκάλι και πίνεις νερό. Κοιτάς έξω, βλέπεις στην απέναντι πολυκατοικία στο βάθος μια γιαγιά να απλώνει τα ρούχα, η λάμπα στην απέναντι σειρά τρεμοπαίζει, και η κυρία στην έδρα έχει βγάλει τα παπούτσια της και σε κοιτά. Χώνεσαι στο τέταρτο θέμα. Απίστευτο! Ναι, ρε φίλε, ναι! Έχουν βάλει το ολοκλήρωμα που παρόμοιο έκανες χθες όλο το απόγευμα. Ξεκινάς τα γράψιμο. Γράφεις, γράφεις, σβήνεις. Το χέρι σου έχει πιαστεί. Η χοντρή κυρία σηκώνεται και αναγγέλλει πως η δυνατή ώρα αναχώρησης έχει περάσει και όποιος θέλει μπορεί να φύγει. Ακούς τρεις καρέκλες να σπρώχνονται προς τα πίσω∙ ανατριχιάζεις, βρίζεις και συνεχίζεις το γράψιμο.

«Έχετε ακόμη δεκαπέντε λεπτά, συντομεύετε», ακούς και σε πιάνει ταχυπαλμία. Πρέπει να τρέξεις. Το χέρι σου πηγαίνει πιο γρήγορα, αρχίζει να τρέμει και το χρειάζεσαι σταθερό για το τελευταίο σχήμα. Πάμε ρε μαλάκα, το ’χουμε, λες στον εαυτό του και ακούγεται το αγκομαχητό σου. Δε σε νοιάζει. Και ναι, πρόλαβες. Τα κατάφερες να τελειώσεις στο χρόνο. Πας να σηκωθείς. Δεν αντέχεις άλλο. Θες να φύγεις. Ωπ, έχεις ξεχάσει να ελέγξεις. Ξανακάτσε κάτω. Ρίχνεις μια ματιά. «Τέλος χρόνου, ελάτε όλοι στην έδρα και αφήστε τις κόλλες». Σηκώνεσαι, παραδίδεις, φεύγεις.

Βγαίνεις στο προαύλιο, τα μάτια σου καίνε. Ο ήλιος σε τυφλώνει. Έχει τουλάχιστον τριανταπέντε βαθμούς. Κοιτάς έξω από τα κάγκελα και βλέπεις μάνες, συμμαθητές και κανά δυο πατεράδες. Ελπίζεις πως η δική σου σε άκουσε κι έκατσε σπίτι. Στην εξώπορτα του σχολείου τσεκάρεις με ’να γρήγορο βλέμμα. Ουφ, ευτυχώς! «Στράτο, τελείωσες, έλα να μας πεις πώς πήγες». Είναι η μάνα του κολλητού σου.  Σέρνεις τα βήματά σου. «Μια χαρά, ο Γιώργος»; «Παλικάρι μου, δεν βγήκε ακόμα. Ήταν εύκολα»; σε ρωτά και διακρίνεις την αγωνία στην φωνή της. «Ε, εντάξει, δεν ήταν και πολύ δύσκολα. Κυρία Στέλλα, πρέπει να φύγω, είμαι κομμάτια. Θα μιλήσουμε με τον Γιώργο. Αντίο».

 Φεύγεις. Οι ώμοι σου βαραίνουν, τα μάτια σου επίσης. Τρέχεις. Τα μάτια σου το ίδιο. Τώρα μπορείς. Είσαι αρκετά μακριά. Χώνεσαι σε μια πυλωτή πολυκατοικίας. Αφήνεσαι, ξεσπάς. Κάθεσαι εκεί, αρκετή ώρα. Σηκώνεσαι, πιο ελαφρύς, πιο χαλαρός, μπορείς να πας και να την σφίξεις λέγοντας:

«Μάνα, έγραψα».

*****

Αρετή Πούλιου

Ιστορίες περιθωρίου

(Διήγημα, άτιτλο)

Τον μπάρμπα  Στέφο  Περάτη τον γνώρισα  πριν τριάντα   χρόνια  περίπου. Ήταν τότε καμιά  εξηνταριά  χρονώ.

Εκείνη την Καθαρή Δευτέρα είχε στήσει τον  σκουριάρικο τενεκέ  του  έξω από το καφενείο. Αφού τον φλόμωσε με παλιά ξύλα  και  κάρβουνα, έριξε πάνω τους  μια βρώμικη μπαλωμένη κάλτσα που προηγουμένως μαριναριζόταν υπομονετικά με άλλα βρώμικα πανιά μέσα σε δοχείο γεμάτο με  πετρέλαιο· άναψε τσιγάρο και πέταξε το αναμμένο σπίρτο πάνω στα ξύλα.

Ο τενεκές του άναβε από ώρα και χώνευε την ισχυρή καρβουνιά. Ο Στέφος τοποθέτησε την  στραβωμένη λαμαρίνα πάνω του και κάθισε στο καρεκλάκι του· αυτό το μικρό πάνινο καρεκλί  που κουβαλούσαν  οι γιαγιάδες στην εκκλησία την Μεγάλη Πέμπτη. Ξεκούμπωσε το φαρδύ παλτό και από την μεγάλη εσωτερική του τσέπη έβγαλε μια σακούλα με  λιμπιστερά όστρακα.  Από  την άλλη του τσέπη  δύο οκάρικα  τσίπουρο, ένα σουγιαδάκι και τρία - τέσσερα λεμόνια. Άνοιξε την σακούλα και αράδιασε τα όστρακα πάνω στην καυτή  λαμαρίνα. Τίποτε άλλο δεν χρειαζόταν,  μόνο την αγριοφωνάρα του.

 « Που είστε, ρε… ι… ι…, μασκαράδες, για κοπιάστε με τα ποτήρια σας».

Πριν καλά  καλά  τελειώσει  το κάλεσμα, μαζεύτηκαν γύρω του οι θαμώνες του καφενείου, οι μαγαζάτορες της γειτονιάς και κάθε περίεργος. Ο μπάρμπα-Στέφος,  με το μπουκάλι το τσίπουρο ανοικτό, γέμιζε ό,τι σφηνάκι έβλεπε μπροστά  του. Όλοι  περίμεναν γύρω του κουβεντιάζοντας.

Στάθηκα  να κοιτώ, μια την λαμαρίνα και μια τον φασαριόζο μπάρμπα. Τότε  άκουσα την βραχνή φωνή του περιπαιχτικά να μου λέει:

 «Ε…εσύ, μαγκάκο μου, θες;» και μου δίνει στα χέρια την πρώτη ανοικτή γυαλιστερή, σταλάζοντας συγχρόνως σταγόνες από λεμόνι. Την κοιτούσα και έψαχνα να βρω το μαργαριτάρι! Τι έφταιγα που τα μόνα  όστρακα που είχα δει ήταν στα κινούμενα σχέδια.

 «Ε!... χμ… δεν…  ευχα…  τι είναι;»

«Ακούτε ρε τι λέει ο φλούφλης… δεν τρώει… ρε…  το αφροδισιακό…»

Γύρισε  το σουγιά κάτω από τη σάρκα του, ελευθερώνοντας το από το όστρακο και μου το έσπρωξε απαλά  στο στόμα, επιμένοντας να δοκιμάζω και το γευστικό ζουμάκι. Μία επιλογή είχα. Έκρυψα όσο μπορούσα την αμηχανία μου και συγκεντρώθηκα στην μπουκίτσα  που μασούσα. Ο ουρανίσκος μου ήταν σαν  να ζούσε πάνω σ΄ ένα βραχάκι σε  βυθό ωκεανού.  Πανδαισία   θαλάσσιας αύρας και μαλακής σάρκας.  Χτένι  ήταν τ΄ όνομά του. Κι εγώ, πανευτυχής,  κατέβαζα το πρώτο μου σφηνάκι με τσίπουρο.

*****

Μαρία Συτμαλίδου

ΤΟ ΠΟΔΗΛΑΤΟ

(Διήγημα)

Εγώ δεν τα πήγαινα ποτέ καλά με τα ποδήλατα. Ανέβαινα επάνω τους μόνο, εάν είχαν βοηθητικές ρόδες και αυτό με το ζόρι. Ήμουν δεκατεσσάρων, όταν μου χάρισαν ένα τέτοιο τροχήλατο στα γενέθλιά μου και έγινε μεγάλος σαματάς, όταν δεν έδειξα τον απαιτούμενο ενθουσιασμό. Κρύφτηκα πίσω από το μακρύ κομοδίνο του διαδρόμου και χρειάστηκαν δύο για να με ξετρυπώσουν, μετακινώντας το. Από την αντίσταση γρατσούνισα τα γόνατά μου. Αυτό δεν αποθάρρυνε καθόλου τους γονείς μου, οι οποίοι επέμεναν στην αρχική τους θέση, δηλαδή στην εκμάθηση της τεχνικής της ποδηλασίας. Όχι μόνο για την εκγύμναση του σώματος αλλά και ως άσκηση θάρρους. Με τα πολλά, κάτι κατάφερα. Έκανα τον γύρο του σπιτιού, τον γύρο των εξωτερικών οικοπέδων, των σπαρμένων με καλαμπόκια, πεπόνια, καρπούζια, μαρούλια και ντοματιές, και τον γύρο των δύο κοτετσιών με τις κότες αλαφιασμένες, να προσπαθούν να σηκώσουν το σώμα τους πεταρίζοντας μέχρι την μέση της ρόδας. Σταματούσα πάντα στο μικρό κηπάκι που ήταν φτιαγμένο στην πίσω έξοδο του σπιτιού. Την άραζα στην κούνια που ήταν δεμένη στον κορμό της γέρικης βερικοκιάς, στον ίσκιο της οποίας είχε πεθάνει εκατό τεσσάρων ετών και μέσα στον ύπνο της η προγιαγιά μου.  Άλλοτε πάλι, όταν δεν  με έβλεπε κανείς, κλωτσούσα τις ρόδες του ποδηλάτου στο πίσω τους μέρος, σαν να ήταν καπούλια ζωντανού. Έβαζα ψίχουλα στη σέλα και έβλεπα τα πουλιά να την ραμφίζουν ή έστρωνα πάνω της ένα καρό πετσετάκι και την μετέτρεπα σε τραπέζι φαγητού. Αν έμπαινε χειμώνας, άφηνα με τις ώρες το ποδήλατο έξω να παγώνει και έβλεπα την υγρασία να στέκεται σαν παγωμένη νησίδα πάνω στα λάστιχα. Κι αν έμπαινε καλοκαίρι, άφηνα τα σίδερά του να ψήνονται και να γερνούν, ρυτιδιασμένα και αθόρυβα μακριά από τον ίσκιο του δέντρου που στα φυλλώματά του έσκαγε ο τζίτζικας.

Η χειρότερη υποτίμηση όμως που του είχα κάνει, ήταν τότε που το είχα ζέψει σαν άλογο και το  είχα αναγκάσει να σύρει κάθε είδους βάρος, από τελάρα φρούτων μέχρι την εγκυκλοπαίδεια Πάπυρους Λαρούς Μπριτάνικα και μάλιστα τους τόμους που αντιστοιχούσαν στα τελευταία πέντε γράμματα της αλφαβήτου, που ήταν οι αγαπημένοι μου.  Όταν άνοιγε μια τρύπα στο λάστιχο της ρόδας, μεγάλη σαν μισοφέγγαρο, καθόμουν και παρατηρούσα τον αέρα να χάνεται.  Όταν  αυτή άρχιζε να σέρνεται και να τσιτσιρίζει σαν ερπετό στο τσιμέντο, έτρεχα να χωθώ στην ασφάλειά της κάμαράς μου. Σκεφτόμουνα πως κάπως έτσι έπρεπε να αφήνουν την τελευταία τους ανάσα οι νεκροί.

Μάνα, φώναζα, το ποδήλατο χάθηκε, το ποδήλατο είναι πεθαμένο, πρέπει να το θάψουμε και να μην αγοράσουμε άλλο, ποτέ ξανά, γιατί τα ποδήλατα είναι ζωντανά και πεθαίνουν και εγώ δεν αντέχω τους αποχωρισμούς ούτε και τα πάω καλά με τους θανάτους.

Δεν υπολόγιζα, βλέπεις, πως η μάνα μου σαν αντρογυναίκα πορευότανε στη ζωή της. Θα έκανε  με την τρόμπα το θάμα της σαν τον Χριστό, με το ποδήλατο να ανασταίνεται και να παίρνει τη θέση του Λαζάρου, όχι μία, αλλά πολλές φορές. Και όπως ο Λάζαρος, έτσι και κείνο. Από τότε, δεν ξαναγέλασε ποτέ.  Με τα πολλά, το συνήθισα και άρχισα να ανέχομαι την παρουσία του στη ζωή μου. Μέχρι που μια φορά, καθώς είχα πια ξεθαρρέψει, πετάλισα κάπως πιο γρήγορα. Πολύ αργά κατάλαβα πως δεν έπιαναν τα φρένα.  Το φορτηγάκι, ένα άσπρο βαν, δεν με είδε που έβγαινα από το στενό και ’γω στάθηκε αδύνατο να σταματήσω.  Έχασα δείκτη και αντίχειρα από το αριστερό χέρι και απέκτησα τρία σπασμένα πλευρά και μία διάσειση που πήρε κάμποσο καιρό να ξεκουμπιστεί και να μου επιστρέψει -λες και μου ’κανε χάρη- ένα μεγάλο κομμάτι χαμένης μνήμης.

Εγώ όμως ήμουν αριστερόχειρας και καιρό τώρα, έγραφα σκέψεις και ιδέες και κείμενα δικά μου. Είμαι σίγουρος πως το κατεργάρικο δίροδο το ήξερε και εκείνο το μεσημέρι, μετά από τόσα χρόνια καταπίεσης, βρήκε τρόπο να μου την φέρει, καθώς μετά το ατύχημα ελέγχθηκε και τα φρένα του βρέθηκαν να  λειτουργούν κανονικά.

 Έτσι, έμαθα να συγκεντρώνω τις σκέψεις μου από την άλλη μεριά του εγκεφάλου και να τις γράφω με το χέρι το δεξί, απίστευτο, άρχισαν να λένε κάποιοι κακοπροαίρετοι, αν  με είχαν αναγκάσει να  το κάνω αυτό από παιδί, γιατί μόνο με την δεξιά του Κυρίου θα έπρεπε να γράφω, δεν θα βασανιζόμουν τώρα, κοτζάμ μαντράχαλος.

Δεν εκδικήθηκα όσο θα έπρεπε, γιατί με έπιασαν τα συναισθηματικά μου.

Σκέφτηκα πως και το ποδήλατο χτύπησε, πόνεσε, μα ούτε μιλιά έβγαλε. Κι έτσι έμεινε,  με στριμμένο τιμόνι, αμίλητο και αξιοπρεπές και αγέλαστο, όπως ο Λάζαρος. Το πάρκαρα στο δωμάτιό μου σε μία γωνία κι ούτε που διαμαρτυρήθηκε. Έτρεχαν έτσι οι ώρες και οι μέρες και σιγά σιγά μου μπήκε η ιδέα,  πως τούτο το αντικείμενο μπορεί να ήταν ζωντανό και να υπέφερε σε χέρια που δεν το πονούσαν.

Θα κλείσω τα μάτια, του είπα μια νύχτα ξαφνικά, αν θες να φύγεις, φύγε, θα το καταλάβω. Δεν απάντησε.

Πέρασε πολύς ανθρώπινος χρόνος, το μέτρημά του ξεπέρασε κατά πολύ τα δάχτυλα χιλιάδων ανθρώπων, και εγώ το έπιανα από την αρχή, ξανά και ξανά, αγγίζοντας καινούρια χέρια. Οι δικοί μου άνθρωποι φύγαν και τίποτα δεν θα τους ξανάφερνε πίσω, εκτός από την αγάπη που μου έδωσαν σε εκείνα τα γενέθλια, την κλεισμένη  σε αυτές τις ρόδες και σε αυτήν την σέλα, που εγώ άφηνα να παγώνει και να καίγεται και να ραμφίζεται, βρέξει χιονίσει από τα πουλιά.

Σαν άτι το πήρα το ποδήλατο και το ξανακαβάλησα, κρατώντας το σφιχτά και με τα οκτώ μου δάχτυλα , κυλήσαμε μαζί στην προβλήτα της παραλίας και, πράμα περίεργο, όλες οι λέξεις που δεν αξιώθηκε να γράψει το αριστερό μου χέρι σφηνώνονταν με κάθε πάτημα του πεντάλ στους κροτάφους μου. Το πατούσα και κελάηδηζαν. Το άφηνα και σταματούσαν.

Το ποδήλατο μού έδινε φιλί στο μέτωπο κι εγώ ρουφούσα κείμενα και ιστορίες σαν μέσα από κρασοπότηρο.

 Ξεκίνησα την βόλτα με κατάμαυρους κροτάφους που γίναν ασημί σε μία νύχτα. 

Γράψε, μου έλεγε, την αρχή και το τέλος, ξανά και ξανά, δυνάμωσε, στέριωσε το κείμενο, λείανε την ιστορία, κανάκεψέ την σαν βρέφος, σκάλισέ την σαν κόσμημα και όλο αυτό κάνε το με ό,τι έχεις. Με τα δάχτυλα του δεξιού χεριού, με αυτά του αριστερού, με τα δάχτυλα των ποδιών, με τα δόντια των γνάθων. Με τη καρδιά και με το κεφάλι. Η ιστορία κάθεται  βουβή, σιωπηλή σαν γυναίκα μπροστά στη θάλασσα. Φλερτάρισε σαν έφηβος και ζευγάρωσε σαν αλέκτορας.  

Θα σημάνεις την ώρα της γέννησης. Και εγώ θα είμαι εκεί.

Έτσι έλεγε το ποδήλατο, εκείνο το δείλι. Κι έγινε ανακωχή. Ποτέ δεν το ξαναέζεψα σαν υποζύγιο και εκείνο ποτέ δεν παρέβλεψε κίνδυνο. Τα φρένα του στρίγγλιζαν σθεναρά σαν κρώξιμο γλάρων.

Στην πρώτη μου βιβλιοπαρουσίαση, έφτασα στο χώρο με αυτό. 

Πήρε την όψη του σταυρού, πάτησε τον όρκο του και γέλασε.

*****

Μιχάλης Τοπαλίδης

Το φευγιό

(Διήγημα)

Όσο ο καιρός βοηθούσε, περνούσε τα βράδια στο μπαλκονάκι της, καθισμένη στο ψάθινο πλεκτό σκαμνί, χαζεύοντας τους περαστικούς. Οι περισσότεροι άγνωστοι, τουρίστες της μιας περατζάδας  απ’ το χανιώτικο σοκάκι. Άλλαζε λίγες κουβέντες με τους γνωστούς της γειτονιάς, χάιδευε πού και πού τον αγιορείτικο που είχε στο πλάι της κι έφτασε να γίνει θάμνος σωστός, ξάκριζε τους ξερούς ανθούς της πετούνιας. Αυτά είχε όλα κι όλα το μπαλκονάκι. Μια πήλινη γλάστρα με τον βασιλικό, ένα σκαμνί ψάθινο και μια ζαρντινιέρα που κρεμόταν έξω απ’ το κάγκελο, με κόκκινες πετούνιες. Κι έτσι ήταν τα περισσότερα βράδια της, χρόνια τώρα. Από τότε που έμεινε χήρα με το φευγιό του άντρα της κι ορφανή από παιδί με το φευγιό της κόρης της. Τον πρώτο τον θυμόταν συχνά, όποτε δεν μπορούσε να καταφέρει μια απ’ τις «αντρικές» δουλειές. Κι αυτή η δυσκολία όλο και περίσσευε. Τη δεύτερη… Δεν έφευγε στιγμή απ’ το μυαλό της. Μιλούσαν μία φορά τη βδομάδα. Τηλεφωνούσε απ’  τη Βοστώνη κάθε Σάββατο μεσημέρι. Απ’ τη στιγμή που κατέβαζε τ’ ακουστικό το ένα Σάββατο, καρτερούσε πότε θα χτυπούσε και πάλι το επόμενο.

Απόψε το βλέμμα της δε βγήκε για σεργιάνι στο ήσυχο δρομάκι. Το απόγευμα είχε πάει μέχρι το ATM στην επόμενη γωνία, να βγάλει τη σύνταξη για τα χρειαζούμενα. Το μηχάνημα του διαβόλου δεν έβγαλε 420 που περίμενε. Μόνο 380. Από την ώρα που γύρισε στο σπίτι, ο σφάχτης στη μέση την κράτησε καρφωμένη στον καναπέ. Δεν μπορούσε να κάνει βήμα. Άνοιξε την τηλεόραση, κάτι που σπάνια έκανε. Άκουσε ότι η σύνταξή της δεν θα μειωθεί, ότι ο ΕΝΦΙΑ θα είναι λιγότερος φέτος γι’ αυτήν και το διαμέρισμα των 48 τετραγωνικών στον ημιώροφο, ότι μια κυρία πήρε νόμιμα και ηθικά μιαν απόσπαση, ότι οι ροές των προσφύγων στη Μεσόγειο αυξήθηκαν και πάλι, ότι στη βουλή κυβερνητικοί και αντιπολιτευόμενοι αντάλλαξαν φιλοφρονήσεις σε υψηλούς τόνους. Δέκα λεπτά ήταν αρκετά. Έκλεισε την τηλεόραση και το βλέμμα της καρφώθηκε στο φωτογραφία που είναι αρραβωνιασμένη με το συγχωρεμένο. Αυτός, σοβαρός κι αγέρωχος, σε όρθια θέση. Αυτή μαζεμένη, καθισμένη μπροστά και στο πλάι του. Το κεφάλι γυρτό, ίσα που το βλέμμα κοίταζε υπό γωνία στο φακό.

Στην κοινή τους ζωή δεν τον ήθελε. Όσο κι αν το κρατούσε μέσα της, όλα στραβά του τα ’βρισκε. Δεν του ’λεγε πολλά, σχεδόν τίποτε. Τώρα, ήθελε να του πει. Έβγαλε ένα βαθύ αναστεναγμό κι άρχισε να του μιλά, μόνη στους τέσσερις τοίχους.

«Έλεγες πως μ’ αγάπησες. Ψεύτης ήσουνα. Βολεύτηκες μια χαρά. Έλεγες πως όλα τα ’κανες για μένα και μετά για την κόρη σου. Και πάλι ψεύτης. Για να μην ακούγεσαι τα ’κανες, να μη μιλούν κακά για σένα. Και που έφυγες, διάλεξες την ώρα. Στα δύσκολα. Μετά που έφυγε τ’ Αννιώ στην Αμερική, μετά που βγήκες στη σύνταξη κι έχασες την εξουσία στην υπηρεσία, όταν κατάλαβες πόσο σε μετρούσε ο καθένας και γιατί. Τότε. Χωρίς φυσικά εσύ να μετρήσεις εμένα, να σε νοιάξει για μένα. Δεν με ρώτησες, όπως δε ρώτησες ποτέ για κάτι δικό μου. Μόνο αποκρίσεις για τα δικά σου γύρευες. Αποκρίσεις που ήθελες ν’ ακούσεις και τις έδειχνες από πριν. Δεν ξέρω αν θα σε δω ξανά, αλλά δεν θέλω να σε δω. Κι αν μπορώ να διαλέξω, αυτό θα κάνω. Σου τα λέω, κι αν δεν τ’ ακούς εσύ, τα λέω για μένα. Το χρέος μου σε μένα κάμω. Κι άργησα πολύ…».

Ξεπλήρωσε το χρέος της χωρίς πανωτόκια, έτσι απλά και σύντομα. Έγειρε το κεφάλι στην κεντητή μαξιλάρα που ’χε πρόσφατα ξεθάψει απ’ τα αχρείαστα προικιά της κόρης της κι έκανε μια βόλτα τελευταία στη γειτονιά. Η ώρα  είχε περάσει. Πέρασε από το μπακαλομανάβικο της Ζωής. Το καρπούζι πάντα δέκα λεπτά ακριβότερο απ’ ό,τι στην υπόλοιπη αγορά. Να ‘ναι καλά, όμως. Αν δεν της το ’φερναν στην πόρτα της δεν θα είχε φάει καρπούζι χρόνια τώρα. Έδωσε μια καλή ευχή στο παλικάρι, στο φωτοτυπάδικο στην απέναντι οικοδομή. Όσες φορές χρειάστηκε φωτοτυπίες από την ταυτότητα και το βιβλιάριο υγείας, ποτέ δεν της πήρε λεφτά. Και τις έφερνε να τις δώσει στα χέρια της, ανάμεσα απ’ τα κάγκελα, στο μπαλκονάκι, να μην ταλαιπωρείται στην ανημπόρια της. Πέρασε απ’ το φούρνο. Ο κυρ Πέτρος είχε φύγει λίγους μήνες νωρίτερα. Ο Θεός να τον αναπάψει, άνθρωπος που τάισε και βοήθησε όσους μπορούσε. Με το σουβλατζίδικο στη γωνία δεν είχε πάρε δώσε. Χαιρέτησε, όμως, τους ντελιβεράδες του με τα παπάκια, που πηγαινοέρχονταν βιαστικά. Οι φάτσες όλες της ήταν γνωστές κι ας άλλαζαν συχνά. Δεν ήξερε τα ονόματά τους, τους είχε δώσει δικά της, στον καθένα κατά πως της φάνηκε πιο ταιριαστό.  Έριξε κι ένα γύρω το βλέμμα στα μπαλκόνια. Δεν ήταν κανείς. Με τόση ζέστη, όλοι κλεισμένοι μέσα με τα ερκοντίσια. Νιόφερτοι οι περισσότεροι, των τελευταίων χρόνων, που οι κινήσεις της βάραιναν. Δεν τους ήξερε πολύ πολύ. Κανείς δεν την ενόχλησε, κανένας δεν την πρόσβαλε. Ας είναι καλά όλοι τους...

Γύρισε ξανά στο καμαράκι ξέπνοη κι ας μην κουνήθηκε απ’ τη μαξιλάρα. Η κόρη απέναντί της, στη φωτογραφία που της έστειλε από τη Βοστώνη, όταν πήρε το πτυχίο της. Δάκρυσε. Από χαρά γι’ αυτήν. Έφυγε απ’ τη μιζέρια, πέταξε, ζει τ’ όνειρό της. Θα ’ναι καλά, είναι σίγουρη. Τώρα θα ξενοιάσει κι απ’ το σαββατιάτικο τηλεφώνημα.

Κουράστηκε. Κι αυτή η μέση την έσφαζε. Ακόμα κι ακίνητη. Δεν έβρισκε στάση να ησυχάσει. Έκανε κουράγιο κι έσυρε το νου μια βόλτα ακόμα, μέχρι το πατρικό της. Δυο στενά παρακάτω, μπροστά στη θάλασσα. Είδε στο σούρουπο τη μάνα της, να μιλά με τη γειτόνισσα την Αθηνά στην άκρη του δρόμου, που χώριζε τα σπίτια απ’ την παραλία, καθώς ψώνιζαν από το κάρο του κυρ Παντελή του μανάβη. Είδε τους δυο αδερφούς της, να κρύβονται πίσω απ’ τα αρμυρίκια και να της φωνάζουν να τους βρει. Είδε τον Στέφανο, τον έρωτά της τον παντοτινό, που ’φυγε στα καράβια στα δεκάξι του, να της κάνει νοήματα πού πρέπει να ψάξει. Και τη Βασούλα, την κολλητή της, που καλοπαντρεύτηκε κι έφυγε στα είκοσι για τη Θεσσαλονίκη, να μαζεύει το φουστανάκι της, μην τυχόν και φανεί πίσω από την κολώνα. Γέλασαν τα χείλη της, όπως δεν είχαν κάνει χρόνια πολλά τώρα. «Φτου, ξελεφτερία για όλους», ψιθύρισε...

*****

Εγγραφή στο Newsletter

Για να λαμβάνετε πρώτοι τα νέα στο Email σας