Φθινόπωρο 2018

Φθινόπωρο 2018

Αντί προλόγου

Δοκιμές από το Τμήμα Πεζογραφίας «Γράφω το δικό μου βιβλίο»

Στα μαθήματα Δημιουργικής Γραφής στον Ιανό, στο Τμήμα της Πεζογραφίας (Γράφω το δικό μου βιβλίο) επιχειρούμε, με έναν πιο ελευθεριακό τρόπο, που ταιριάζει στη συγγραφική πράξη, να προσφέρουμε ιδέες και να ανοίξουμε τη βεντάλια πολλών και διαφορετικών συγγραφικών λύσεων.

Αυτό που σιγά σιγά αντιλαμβανόμαστε όλοι είναι πως τα συγγραφικά προβλήματα μπορεί να είναι κοινά, όμως οι λύσεις όχι. Αυτό ενεργοποιεί το συγγραφικό δόλο και προσφέρει συγγραφικά καύσιμα.

Όταν συζητούνται θέματα συγγραφικής ταυτότητας και συγγραφικής ιδεολογίας, η συγγραφική συνείδηση εμπεδώνεται. Η τεχνική και η επινοητικότητα δοκιμάζονται. Αποκαλύπτονται και συζητιούνται τα παράδοξα της συγγραφής, για παράδειγμα η χρησιμότητα της συγγραφικής τεμπελιάς. Το να μη γράφεις, σε αρκετές περιπτώσεις, αποτελεί σημαντικό κομμάτι του γραψίματος. Το να ξαπλώνεις στο κρεβάτι σου και να σκέφτεσαι με το μυαλό, τις εμπειρίες και τη γλώσσα των ηρώων σου αποτελεί συγγραφική πράξη.

Τις Τρίτες τα απογεύματα στις συναντήσεις μας, οι προτάσεις που δοκιμάζονται είναι πολλές. Οι λύσεις υπαγορεύονται από τη δυναμική των κειμένων. Όλες δοκιμάζονται στην πράξη. Επιλέγονται ή απορρίπτονται.

Στο Τμήμα των Προχωρημένων, όπως τους λέμε, στον Ιανό, οι συμμετέχοντες επεξεργάζονται το δικό τους σχέδιο. Οι συναντήσεις μας είναι πιο αραιές (μία συνάντηση ανά δύο εβδομάδες), όμως η συγγραφική δουλειά πιο συστηματική. Στο τμήμα του χειμερινού εξαμήνου του 2018, ορισμένοι ήδη εξέδωσαν το βιβλίο τους, κάποιοι ετοιμάζονται να το εκδώσουν και άλλοι βρίσκονται σε στάδιο συγγραφής και επιμέλειας του έργου τους.

Να ευχηθώ, από την καρδιά μου, καλά γραψίματα κι αέρα στα πανιά όλων αυτών που πέρασαν από το τμήμα μας. Πετάει η ομάδα!

Σοφία Νικολαΐδου

 

Κατερίνα Ζωγραφάκη

Ένα παιδί που περπατούσε με τα χέρια

[απόσπασμα]

[…] Έλυσαν τα σχοινιά. Το πρώτο θαλασσινό ταξίδι της ζωής του έμελλε να είναι νυχτερινό. Βγήκαν απ’ το λιμάνι κι έβαλαν την πλώρη να κοιτάει το απέναντι βουνό. Μόλις ξανοίχτηκαν, γύρισαν προς την είσοδο του κόλπου. Τα χρώματα του ουρανού γέμισαν τα μάτια του κι έκλεψαν το μυαλό του. Στην πλώρη στεκόταν. Κρατούσε σφιχτά την σκότα της διπλωμένης τζένοας, να μην πετάξει ξοπίσω στους τελευταίους γλάρους που τους ακολουθούσαν. Φωτεινό κορδόνι η ακτογραμμή στο πλάι τους. Τα φανάρια αναβόσβηναν’ τους έδιωχναν από τα βράχια και τ’ αβαθή νερά του κόλπου. Είχαν παράξενα ονόματα και άναβαν το καθένα με τον τρόπο του. Η θάλασσα ήταν ήρεμη και τα μίλια έφευγαν γρήγορα. Η νύχτα ήταν δροσερή. Στην αρχή το φεγγάρι φώτιζε τον δρόμο τους. Μετά έσβησε κι αυτό. Τα μάτια του εύκολα συνήθισαν στο σκοτάδι. Ξεχώριζε από μακριά τα μικρά λιμάνια απ’ τους φάρους στην μπούκα τους, έναν κόκκινο κι έναν πράσινο.

                Αυτές τις λίγες μέρες ο θείος του με περισσή υπομονή, άρχισε να τον βάζει στον κόσμο του. Έναν κόσμο γεμάτο παράξενα ονόματα, καινούργια αντικείμενα, ηλιοκαμένα πρόσωπα σμιλεμένα απ’ την αλμύρα. Έναν κόσμο γεμάτο ουρανό και θάλασσα. Του είπε για το σκάφος τους, για τα πανιά και τα σχοινιά του, για τα όργανα και τους χάρτες του, για τους ανέμους και τα σύννεφα, για τα αστέρια, για τη θάλασσα. Γέμισε ο νους του Αλέξη, ξεχείλισε. Ένιωσε μέσα του να πνίγεται ό,τι τον βάραινε. Σαν να βαπτίστηκε στην αλμύρα. Μέσα στο σκοτάδι της θάλασσας άρχισαν να ξεδιαλύνουν όλα.

Έφυγε σαν τον κυνηγημένο βάζοντας πέντε πράγματα σ’ έναν σάκο. Ούτε τη μάνα του δεν χαιρέτησε καλά καλά. Όλα κινούνταν αργά εκείνη τη μέρα. Το λεωφορείο, το τρένο, ο υπάλληλος στο σταθμό, ο ελεγκτής, ως και η κυρία που καθόταν δίπλα του, νόμιζε πως του μιλούσε απ’ το υπερπέραν. Το μόνο που σκεφτόταν ήταν να φτάσει στη θάλασσα. Και να που τώρα λικνιζόταν στην αγκαλιά της, τυλιγμένος με την ησυχία της νύχτας, χωρίς να χρειάζεται να μιλάει σε κανέναν. Έτσι τον πήρε ο ύπνος στο στενό καναπεδάκι του κοκ πιτ.

Το πρωί άκουσε τον θείο του να λέει,

- Πάω κάτω να ρίξω λίγο νερό στα μούτρα μου.

Κι ύστερα πάλι αυστηρά,

- Μην μας ρίξεις στα βράχια.

Κρύος ιδρώτας τον έλουσε. Σηκώθηκε γρήγορα κι έπιασε σφιχτά το τιμόνι, αλλά σε λίγο χαλάρωσε κι άρχισε να το διασκεδάζει. Η θάλασσα είχε φουσκώσει κι ο Αλέξης έπαιζε με τα κύματα. Χρειάστηκαν μερικές γερές καπελωτές, καθώς περνούσαν δίπλα από μια απόκρημνη ακτή, για να χαλάσει η χαρά του. Το σκάφος πλάγιαζε απότομα απ’ τον δυνατό αέρα κι ο Αλέξης με το ζόρι κρατιόταν στη θέση του, σφίγγοντας γερά το τιμόνι. Όταν αυτό άρχισε να στρίβει προς τα βράχια, το στομάχι του έγινε κόμπος. Έκανε μια καλή τιμονιά από την άλλη μεριά και περίμενε την πλώρη να υπακούσει. Λαχτάρησε να δει τον θειο του να ανεβαίνει τρέχοντας τη σκάλα, αλλά αυτός δεν φαινόταν πουθενά. Αργότερα, όταν βγήκαν στη στεριά, του εκμυστηρεύτηκε την πονηριά. Στιγμή δεν τον άφησε από τα μάτια του. Παρακολουθούσε την πορεία τους με το φορητό του gps, έτοιμος να ορμήξει, παρατώντας και ξυράφια και ξυρίσματα.

- Καλά τα πήγες για πρωτάρης, του είπε χτυπώντας τον στον ώμο.

Το μεσημέρι έφτασαν στο πρώτο τους λιμάνι. Βγήκανε να φάνε δίπλα στη θάλασσα. Κατάκοπος έπεσε για ύπνο μέχρι που σηκώθηκε για τα καλά ο ήλιος την επόμενη μέρα. Ο θείος του δεν τον περίμενε να ξυπνήσει. Ήπιαν τον καφέ τους μεσοπέλαγα. Βάλανε τη μουσική δυνατά κι άρχισαν τα τραγούδια.

- Να τρομάξουμε τα θαλασσοπούλια, γέλασε ο θειος του.    

                Αργά το απόγευμα ρίξανε άγκυρα αρόδο, σε έναν ορμίσκο στο πρώτο νησί. Βούτηξε ο Αλέξης απ` τη δελφινιέρα στα καταπράσινα νερά.

- Πρώτα να σιγουρέψουμε το σκάφος και μετά οι βουτιές, του φώναξε ο θείος του πετώντας του την πρυμάτσα, όταν έφτασε στην πρύμη κολυμπώντας.

- Σ’ εκείνον τον βράχο να την δέσεις. Θυμάσαι μωρέ τον κόμπο που σού ’δειξα; Άντε να σε δω.

Παιδεύτηκε ο Αλέξης αρκετή ώρα. Τα βράχια γλιστρούσαν και την καντιλίτσα δεν την καλοθυμότανε. Τελικά τα κατάφερε, αλλά το μπάνιο του έγινε βραδινό. Όταν πια ανέβηκε στο σκάφος, ο θειος του είχε ήδη ετοιμάσει κάτι να τσιμπήσουν.

- Έλα τώρα, βουτηχτή μου, να φάμε γιατί το στομάχι μου τραγουδάει.

Αφού φάγανε ξάπλωσαν στο κοκ πιτ, τραβήξανε την τέντα και χάζευαν τ’ αστέρια. Πρώτη φορά είδε ο Αλέξης τα αστέρια να χαμηλώνουν. Αναγνώρισε την Μικρή και την Μεγάλη Άρκτο και αυτό που μοιάζει με διπλό ν.

                - Την Κασσιόπη λες.

                - Ναι, αυτήν, την γυναίκα στον θρόνο.

                - Και πού τα ξέρεις εσύ αυτά;

                - Ο παππούς μου τά ’μαθε. Η Μεγάλη και η Μικρή Άρκτος είναι λέει η μαμά με τον γιο της, η Καλλιστώ και ο Αρκάς. Ο Δίας την έκανε τη δουλειά, είπε γελώντας.

Άπλωσε ο θείος του το χέρι και σχημάτισε κάτι γραμμές από άστρο σε άστρο και,

- Νάτος ο πολικός αστέρας, τον βλέπεις Αλέξη;

                - Όταν τον ακολουθείς πας βόρεια, είπε με σιγουριά. Εμείς όμως πάμε νότια, άρα θα τον έχουμε στην πλάτη μας, συμπλήρωσε.

                - Ξεφτέρι μου ’γινες, τον πείραξε ο θειος του κι ο Αλέξης χαμογέλασε.

- Μα πες μου, ποιος είναι αυτός ο παππούς; Ο θείος μου, της μάνας σου ο πατέρας, ξέρω συγχωρέθηκε πριν να γεννηθείς εσύ, του πατέρα σου πάλι δεν τον γνώρισα, αυτός είναι;

                - Αυτός ο παππούς, θείε, δεν είναι σαν τους παππούδες που ξέρεις. Αυτός είναι αλλιώτικος.

                - Δηλαδή; επέμεινε ο θείος του.

                -  Αυτός ο παππούς είναι της θάλασσας. Είναι σαν και σένα, θαλασσινός.

                - Κι εσύ, πού τονε βρήκες, μωρέ, τούτον τον θαλασσινό εκεί στα στεριανά που μένεις;

                - Έλα ντε, κι όμως, τον βρήκα με βρήκε κι εγώ δεν ξέρω πώς έγινε. Πάντως  λέει φοβερές ιστορίες.

                - Ε, τι αλλιώτικος μου λες. Παππούς κανονικός, παραμυθάς παππούς.

                -  Όχι όχι, δεν είναι τέτοιος. Αλλά να, ταξίδεψε πολύ στη ζωή του.

                - Ψαράς ήτανε;

                -  Όχι, ναυτικός. Ήτανε στα καράβια από μικρός. Ταξίδεψε σ’ όλον τον κόσμο. Από παντού έχει να σου πει ιστορίες. Κι άμα πιεί και κανά δυο ποτηράκια, ε τότε δεν τον σταματάς με τίποτε. Κάνεις μαζί του τον γύρο του κόσμου σ’ ένα βράδυ, γέλασε ο Αλέξης.

[…]

*****

Κορίνα Κουρεμενά

Ο κήπος που ζω

[απόσπασμα από εκτενέστερο αφήγημα]

Ο πλανήτης που ζούμε μοιάζει με κήπος. Δεν ξέρω αν υπάρχει θεός, πάντως σίγουρα υπάρχει κάποιος που φροντίζει αυτόν τον κόσμο, κάποιος που παίζει τον ρόλο του προστάτη όλα αυτά τα χιλιάδες χρόνια που υπάρχει η γη. Ή τουλάχιστον έτσι πιστεύω. Πώς αλλιώς θα παρέμενε τόσο όμορφος αυτός ο κόσμος, χωρίς κάποιον να τον περιποιείται; Σε αυτό τον κήπο θα δει κανείς μεγάλα δέντρα, δυνατά και αλύγιστα  που αντέχουν κάθε κρύο χειμώνα. Θα δει κανείς άλλα, μικρότερα που φαίνονται δυνατά, μα με έναν αέρα μπορούν να γκρεμιστούν. Θα δει κανείς λουλούδια, λουλούδια κάθε λογής άλλα μικρά και ασήμαντα που φύτρωσαν τυχαία, άλλα όμορφα, χρωματιστά με ωραίες μυρωδιές, άλλα που φύτρωσαν με την πρώτη ευκαιρία, μόλις έφτιαξε ο καιρός, μικρά, μεγάλα, όμως όλα έχουν την αξία τους. Όλα είναι απαραίτητα. Στη ζωή ο καθένας έχει την δυνατότητα να διαλέξει τι ρόλο θα παίζει. Μπορεί κάποιος να διαλέξει να δίνει την σκιά του για να δροσίζει τους υπόλοιπους, μπορεί κάποιος με τις μεγάλες του ρίζες να τραβάει όλο το νερό και να το στερεί από τα υπόλοιπα φυτά, μπορεί κάποιος απλά να υπάρχει χωρίς να προσφέρει τίποτα σε κανέναν. Μπορεί ο καθένας να διαλέξει τι άνθρωπος θα είναι.

Οι περισσότεροι που κατοικούν σε αυτόν τον κήπο έχουν μεγάλο ταλέντο στην υποκριτική. Είναι καλή τέχνη, δε λέω, μα έχω σιχαθεί να βλέπω θεατρίνους παντού. Ο κήπος με τα όμορφα λουλούδια έχει μετατραπεί σε θέατρο και πλέον δεν απολαμβάνω καμία από τους παραστάσεις. Καταθλιπτικό. Φοράμε μάσκες, χρωματιστά κραγιόν, φανταχτερά ρούχα, ακριβά ρολόγια και γινόμαστε σπουδαίοι για αυτά που έχουμε αγοράσει με αντάλλαγμα ένα κομμάτι χαρτί. Αυτό το χαρτί λοιπόν καθορίζει την ζωή των περισσοτέρων σε αυτό το κήπο. Αυτό το χαρτί δείχνει πόσο σπουδαίος είσαι. Αν ήμασταν όλοι μαργαρίτες, αν ήμασταν απλές, κλασικές μαργαρίτες χωρίς ταλέντο στην υποκριτική, χωρίς χαρτιά τους τσέπες, αν ντυνόμασταν όλοι στα λευκά και φορούσαμε κίτρινα καπέλα, τότε ποιος θα ήταν ο σπουδαίος; Πώς γίνεται σε έναν τόσο όμορφο κήπο, που ακόμα και το μικρότερο λουλούδι που έχει καλυφτεί από τα πεσμένα φύλα του μεγάλου δέντρου είναι εξίσου σημαντικό με τα υπόλοιπα λουλούδια, να νιώθει την ανάγκη να προσποιηθεί; Να νιώθει την ανάγκη να μοιάσει σε κάποιον άλλον, να νιώθει την ανάγκη να αλλάξει. Είναι δύσκολο να είσαι ο εαυτός σου. Στην εποχή τους λοιπόν, υπάρχουν λίγοι γνήσιοι άνθρωποι.

Είμαι από τους τελευταίους ρομαντικούς. Ψάχνω απεγνωσμένα για γνήσιους ανθρώπους και λατρεύω με όλη μου την καρδιά τα απογεύματα. Αυτές οι ώρες τις ημέρας, είναι οι μόνες που αξίζουν. Οι τέλειες ώρες. Ο ουρανός είναι όμορφος, οι άνθρωποι είναι πάντα πιο χαλαροί, αφήνουν το θέατρο και κρατάνε μονάχα το χαμόγελό τους. Ελπίζουν για κάτι καινούργιο, κάτι αληθινό, κάτι καλό. Είναι από τα λίγα αγνά πράγματα που έχουν απομείνει στον κήπο μας. Έχει μείνει ίδιο εδώ και χιλιάδες χρόνια. Δεν άλλαξε με την μόδα. Δεν επηρεάστηκε από κανέναν και τίποτα.

Ο κήπος που ζούμε όμως είναι σκοτεινός. Ο πόνος που νιώθω, για ό,τι μου συμβαίνει είναι προσωρινός, μα κάποιες νύχτες με πεθαίνει. Θέλω να ξεφύγω. Έχω γνωρίσει πανέμορφα λουλούδια, τόσα πολλά, τόσο αδιάφορα. Όταν όλα γύρω μου γκρεμίζονταν, δεν μου χαμογελούσαν, δεν έριχναν τους ηλιαχτίδες τους για να ξανανθίσω, με άφηναν να πνίγομαι στην λάσπη. Σχέσεις νεκρές, δίχως μέλλον. Έψαχνα για το λουλούδι που θα έρθει στην ζωή μου και θα διαλύσει τα πάντα. Βαρέθηκα τους αδιάφορες μέρες. Βαρέθηκα τα σκοτεινά πρωινά. Βαρέθηκα τους ανθρώπους που μιλούν χωρίς να λένε τίποτα, τους ανθρώπους που περνάνε βιαστικά και δεν δίνουν τίποτα. Βαρέθηκα τα λόγια και τους υποσχέσεις. 

Είναι κάποια πράγματα στη ζωή, που πρέπει να τα διαλέξεις. Όλοι ξέρουμε κάτι όμορφο, κάτι ιδανικό, κάτι που θέλουμε με όλη την ψυχής τους, κάτι που ακόμα και το πιο ριζωμένο δέντρο στον κόσμο θα μπορούσε να υποκύψει στον πειρασμό και να ρισκάρει για να το κατακτήσει. Ο καθένας αυτή την στιγμή σκέφτεται τελείως διαφορετικά πράγματα και αυτό είναι το μαγικό. Αυτό που σκέφτεσαι αυτή την στιγμή θα έλεγε κανείς πως είναι σαν έναν αφηρημένο πίνακα ζωγραφικής. Άλλοι τον βλέπουν σαν ένα δημιούργημα τους ατάλαντου που ισχυρίζεται πως ξέρει να ζωγραφίζει, άλλοι θα το δουν σαν αριστούργημα, θα παρατηρούν μια εικόνα σε αυτό, ένα συναίσθημα, άλλοι θα θελήσουν να βγάλουν το γνωστό χαρτί από την τσέπη τους και να το κατακτήσουν, μα η τέχνη είναι σαν την μουσική. Δεν κατακτιέται – απλά θαυμάζεται και έχω λόγο που γράφω για λουλούδια στην λάσπη.

Ο πατέρας πάντα έλεγε πως πλούσιος άνθρωπος είναι τους που έχει του δύο αληθινούς φίλους δίπλα του, μια γυναίκα να τον αγκαλιάζει, χρήματα τόσα ώστε να μπορείς να τους κεράσεις όλους ένα Σαββατόβραδο και καλή μουσική για διασκεδάσετε μαζί. Δυστυχώς είμαι πολύ φτωχός ακόμα. Βρίσκομαι ανάμεσα σε άριστους θεατρίνους. Έχασαν τον δρόμο του θεάτρου και βγήκαν στον κόσμο. Νιώθω το ψεύτικο χαμόγελό τους όταν παραγγέλνω τον καφέ μου, νιώθω την ανάσα τους όταν μου λένε τα ψεύτικα μυστικά τους, νιώθω τα κρύα χέρια τους όταν μου λένε «Φίλε, θα είμαι πάντα εδώ για εσένα» και χάνονται με την πρώτη φουρτούνα. Άνθρωποι άσχημοι. Άνθρωποι ψεύτικοι. Όταν μιλάμε για πρόσωπα, για σχέσεις ανθρώπων είναι πολύ προσβλητικό σε αυτόν τον κόσμο του θεάτρου να λες «είσαι διπρόσωπος», την στιγμή που υπάρχουν άλλα πενήντα πρόσωπα που εσύ δεν πρόλαβες να δεις.

*****

Ειρήνη Μαλαχτάρη

Οι ναυαγοί

[απόσπασμα από μυθιστόρημα]

Ο Τζιοβάνι Μάνκο ήδη από την ηλικία των 7-8 ετών μπορούσε να σε πουλήσει και να σε αγοράσει χωρίς να το καταλάβεις. Γεννημένος κοντά στις αποκριές, τα παιδικά πάρτι του ήταν μοναδική εμπειρία για όλους τους συμμαθητές του. Όλη η τάξη ανυπομονούσε γι’ αυτά, ήταν άλλωστε ο αρχηγός τους, έτσι τον έβλεπαν. Οι γονείς του στόλιζαν το ευρύχωρο διαμέρισμά τους με σερπαντίνες και κρεμούσαν στους τοίχους των δωματίων μάσκες πλαστικές με διάφορες φιγούρες. Έμπαινες στο σπίτι κι ερχόσουν αντιμέτωπος με κρεμασμένα πρόσωπα αόμματων τσιγγάνων, κλόουν, τεράτων και σε άλλες γωνιές σου χαμογελούσαν ο Μίκι Μάους, ο Πλούτο, κινέζοι και φαντάσματα. Κουβάδες από κομφετί ήταν στη διάθεση των ανηλίκων για να τα πετάξουν όπου νόμιζαν, στους καναπέδες, στον αέρα ή ακόμη και μέσα στα βρακιά τους. Ήταν ένα περιβάλλον μαγείας και ελευθεριότητας, όπως και να το κάνουμε, γι’ αυτό ίσως, όταν όλα τα παιδιά είχαν σκάσει από την πίτσα και το παιχνίδι και χαζολογούσαν στο σαλόνι,  άκουγες κάτι απίστευτες συζητήσεις, όπως αυτές που συνηθίζουν να κάνουν τα παιδιά μεταξύ τους, τύπου «η δικιά μου κατσαρίδα έχει δέκα πόδια», «η δικιά μου έχει δεκαπέντε» έλεγε ένα άλλο, «η δικιά μου έχει είκοσι πόδια και φοράει γυαλιά» και ούτω καθεξής. Ή κάτι του στυλ, «εγώ όταν μεγαλώσω θα γίνω αεροσυνοδός και θα ταξιδεύω σε όλον τον κόσμο», «εγώ θα γίνω πλούσια σαν τη μαμά μου», «εγώ θα γίνω αστυνομικός σαν τον μπαμπά μου και θα πιάνω τους κλέφτες». Κι έτσι έφτανε το αφτί σου μέχρι τον Τζιοβάνι Μάνκο, που είχε πιάσει συζήτηση με ένα παιδί από μεγαλύτερη τάξη. Βασικά δεν ήξερε πώς τον λένε και ποιος τον κάλεσε στο πάρτι, μάλλον θα ήταν ο μεγαλύτερος αδερφός κάποιου, αλλά δεν τον πείραζε, έτσι κι αλλιώς κατά βάθος όλοι άγνωστοι ήταν για τον Τζιοβάνι και σε λίγα χρόνια θα τους είχε ξεχάσει τους περισσότερους, γιατί θα άλλαζε γειτονιά και σχολείο. Αυτός λοιπόν, ο κατά τρία χρόνια μεγαλύτερος αδερφός κάποιου, του μιλούσε για τις εξωσχολικές δραστηριότητες.

- Εγώ παίζω ποδόσφαιρο και είμαι επιθετικός.

Ο Τζιοβάνι απάντησε σε χρόνο ρεκόρ:

- Α, βλακεία το ποδόσφαιρο, όλοι οι φίλοι μου που παίζουν μπάλα έχουν σπάσει ένα πόδι ή ένα χέρι. Εγώ κάνω καράτε και πάω και κολυμβητήριο.

Ο μεγαλύτερος προβληματίστηκε, γιατί πράγματι ήξερε κι αυτός κάποιους που είχαν σπάσει τα πόδια τους στο ποδόσφαιρο. Ο Τζιοβάνι από την άλλη δεν ήξερε κανέναν.

- Από πέρυσι κάνω και μαθήματα κιθάρας, επανήλθε ο μεγαλύτερος.

- Εγώ κάνω πιάνο και ξεκίνησα και σαξόφωνο.

- Πάω και ισπανικά.

- Εγώ πάω και μπαλέτο.

Γύρισαν και κάποιοι άλλοι που κρυφάκουγαν, ο Τζιοβάνι κάνει μπαλέτο; Όχι ότι έκανε σαξόφωνο, αλλά και πιάνο που έκανε δεν ήταν καλός και δεν του άρεσε καθόλου.

- Είπα να πάω, για να είμαι με πολλά κορίτσια, απάντησε στη νοερή τους ερώτηση και όλοι κούνησαν τα κεφάλια τους με θαυμασμό, ωραία ιδέα, πώς δεν το είχαν σκεφτεί.

Ο μεγαλύτερος κατάλαβε ότι ήταν μάταιο να συνεχίσει την κουβέντα με εκείνο το πολυτάλαντο παιδί, οπότε έστρεψε το κεφάλι του σε ένα άλλο πηγαδάκι κι έπιασε άλλη συζήτηση.

Αρκετά αγόρια το ίδιο βράδυ είπαν στους γονείς τους ότι ήθελαν να φύγουν από το ποδόσφαιρο και να γραφτούν στο μπαλέτο. Κάποιοι μπαμπάδες ήταν έτοιμοι για υπογλώσσια, μέχρι που οι μαμάδες τους εξήγησαν ότι είχε προηγηθεί ένα πάρτι του Τζιοβάνι. Ποιος ξέρει τι είχε γίνει πάλι εκεί πέρα. Μερικοί πήραν τηλέφωνο στη μαμά του Τζιοβάνι και τη ρώτησαν αν ο γιος της πάει μπαλέτο. Η μαμά του Τζιοβάνι τους διαβεβαίωσε ότι μάλλον κατάλαβαν λάθος. Όταν έκλεισε το ακουστικό και τον φώναξε για να τον ρωτήσει τι ιστορίες είχε βγάλει πάλι από το μυαλό του, ο Τζιοβάνι της εξήγησε ότι απλά ήθελε «να την πει» σε ένα μεγαλύτερο παιδί. Η μαμά του δεν ήξερε αν έπρεπε να γελάσει ή να τον προτρέψει να μην τα φουσκώνει τόσο πολύ, πάντως χαμογέλασε και του χάιδεψε το κεφάλι. Στο κάτω κάτω δεν έφταιγε ο γιος της, αν κάποιοι γονείς είχαν θέμα με το μπαλέτο. Ο μπαμπάς του γέλασε επίσης και ύστερα βγήκαν όλοι μαζί για φαγητό. Περνούσε πολύ ωραία με τους γονείς του, όχι μόνο επειδή τον καταλάβαιναν, αλλά επειδή ήταν το αγαπημένο του κοινό, οι μεγαλύτεροι θαυμαστές του. Έτσι μεγάλωσε ο Τζιοβάνι Μάνκο, με το θαυμασμό των ενηλίκων και κυρίως των γονιών του, με ηγετική διάθεση απέναντι στους συνομηλίκους του που επίσης τον θαύμαζαν, κάποιοι μπορεί και να τον ζήλευαν αλλά αυτό δεν τον απασχόλησε ποτέ, με πολλά πάρτι και την αίσθηση ότι είναι σπουδαίος, ότι η ζωή είναι ωραία και κυρίως, εύκολη. Κι ύστερα, γνώρισε την Τζούλι.

*****

Βασιλική Παπαγιαννοπούλου

[απόσπασμα από σπονδυλωτή αφήγηση]

Τα «νέα» έφτασαν στον Ίγκορ

Όση ώρα περίμεναν τα παιδιά τους, το μυαλό του Ίγκορ γυρνούσε στο παρελθόν. Περιδιάβηκε τα στενά δρομάκια της Ερμούπολης κι ανεβοκατέβαινε τα σκαλοπάτια της. Πέρασε απ’το καφενεδάκι που, χρόνια πριν, ήπιε καφέ με την Αθηνά και της υποσχέθηκε ότι θα ξαναβρεθούν. Πραγματικά ξαναβρέθηκαν - και μάλιστα πολύ σύντομα. Την επομένη, πριν φύγει για την πατρίδα του, ο Ίγκορ τής τηλεφώνησε και της ζήτησε να συναντηθούν. Της εξήγησε ότι τα δεδομένα είχαν αλλάξει, μιας κι όταν επέστρεψε στο ξενοδοχείο, η Σλαβίτσα τού ανακοίνωσε με μεγάλη χαρά πως είναι έγκυος. Ωστόσο έμεινε για λίγη ώρα μαζί της, πριν την αποχαιρετήσει για πάντα.

Πριν λίγες ημέρες, επικοινώνησε μαζί του η ξαδέρφη του, η Νανά και του ’δωσε χαιρετίσματα από την Αθηνά (ξέρει αυτός, λέει).

*

Η Νανά

 Η Νανά ήταν υψηλόβαθμο στέλεχος στο Υπουργείο Παιδείας στη Μελβούρνη, υπεύθυνη για τα ελληνικά σχολεία της ομογένειας.

 Στο πλαίσιο της δουλειάς της ταξίδευε αρκετά στην Ελλάδα, πότε ως συντονίστρια ομάδων εκπαιδευτικών που διδάσκουν την ελληνική γλώσσα στην Αυστραλία και πότε για να παρακολουθήσει  εκπαιδευτικά σεμινάρια.

Φέτος το καλοκαίρι είχε επιλεγεί να συμμετέχει σ’ ένα Διεθνές πανεπιστήμιο στην Ερμούπολη της Σύρου.

Είχε στείλει την αίτησή της, όταν δέχτηκε ένα e-mail από τη φίλη της στην Ελλάδα.

-Νανά, με πήραν στο Θερινό Πανεπιστήμιο στην Ερμούπολη και αναρωτιέμαι: Μήπως θα είσαι και συ;

-Δεν το πιστεύω! Με πήραν και μένα, αλλά περιμένω έγκριση απ’ την υπηρεσία μου για να ’ρθω.

Λίγες μέρες αργότερα, ταξίδευαν μαζί με το πλοίο από τον Πειραιά για Σύρο.

Με την Αθηνά τις συνδέουν όλο περίεργες συμπτώσεις.

*

Η γνωριμία

Γνωρίστηκαν τυχαία πριν δέκα χρόνια σ’ ένα βαγόνι.

Από τότε βρέθηκαν αρκετές φορές. Κάθε φορά που η Νανά ερχόταν για δουλειά στην Ελλάδα, τής τηλεφωνούσε και κάνανε παρέα.

Με τον καιρό η γνωριμία επίσης μετατράπηκε σε φιλία.

Εξάλλου είχαν πολλά κοινά. Πρώτον είχαν το ίδιο όνομα. Ήταν κι οι δύο εκπαιδευτικοί. Αγαπούσαν και επίσης δύο χώρες: Ελλάδα και Αυστραλία.

Η Αθηνά ονειρευόταν να ζήσει κάποτε στην Αυστραλία κι  η Νανά είχε παντρευτεί Έλληνα, για να έρχεται τακτικά στην Ελλάδα. Επίσης είχαν και οι δύο ρίζες στη Δυτική Μακεδονία.

Φέτος μάλιστα θα είχαν την ευκαιρία να περάσουν αρκετό καιρό  μαζί, αφού θα ήταν και συμφοιτήτριες.

Τέλεια ευκαιρία να γνωριστούν ακόμη καλύτερα.

*

Οι σκέψεις του Ίγκορ

Ακούγοντας το όνομα Αθηνά, ο Ίγκορ ανατρίχιασε.

Με τα χρόνια είχε αρχίσει να βλέπει την περιπέτεια στη Σύρο σαν έναν τρόπο διαφυγής απ’ την πραγματικότητα, σαν μια γλυκιά ανάμνηση. Ως εκεί.

 Αντιλήφθηκε ότι ερχόταν πάλι  στο προσκήνιο.

*

Νανά και Αθηνά στη Σύρο

Καθώς διηγούνταν περιστατικά απ’ τη ζωή τους, άλλοτε αστεία -να πιάνεις την κοιλιά σου απ’ τα γέλια-, άλλοτε δακρύβρεχτα κι άλλοτε παράξενα, η Αθηνά εκμυστηρεύτηκε στη φίλη της για τη νεανική της σύντομη ερωτική ιστορία.

Όταν είχε πρωτοδιοριστεί στο νησί, χρόνια πριν, έτυχε ένα απόγευμα κατεβαίνοντας απ’ την καθολική μητρόπολη της Άνω Σύρου να συναντήσει κάποιον που την κοίταζε σαν μαγεμένος και που έπιασε τον εαυτό της να τον κοιτάζει  με τον ίδιο τρόπο κι αυτή.

Ήταν ένας νεαρός απ’ τα Σκόπια, για τον οποίο είχε αισθανθεί έντονη έλξη, που όπως της εξομολογήθηκε κι εκείνος, όταν αργότερα τυχαία  ξαναβρέθηκαν στην πλατεία και πέρασαν το απόγευμα μαζί, ήταν αμοιβαία. Σε σημείο μάλιστα   που εκείνος σκεφτόταν να διαλύσει  το γάμο του-ήταν φρεσκοπαντρεμένος από προξενιό-για να είναι μαζί.

Ωστόσο, το ίδιο βράδυ έμαθε ότι θα γίνει πατέρας κι άλλαξαν οι προτεραιότητες και τα σχέδια του.

-Ίγκορ; Και απ’τα Σκόπια; Έχω έναν ξάδερφο…Μπα.

Η Νανά μπήκε στον πειρασμό να του τηλεφωνήσει.

Ο Ίγκορ υποκρίθηκε ότι δεν καταλαβαίνει τι του λέει κι η κουβέντα σταμάτησε εκεί.

                                                                                                                        *          

Το παρελθόν κάνει την εμφάνισή του

 Παρ’όλ’αυτά.τα λόγια της Νανάς στριφογύριζαν συνέχεια στο μυαλό του.

 Αναρωτιόταν τι άραγε να ήξερε η ξαδέρφη του για την Αθηνά και για την περιπέτεια που είχε ζήσει μαζί της  χρόνια πριν.

 Του γεννήθηκε η επιθυμία να κάνει ένα ταξίδι στο παρελθόν και να επισκεφτεί ξανά το νησί  που επισκέφτηκε ως νεόνυμφος, για να ξεκαθαρίσει μέσα του τα συναισθήματά του,που για κάποιον λόγο ανακάλυψε,μετά το τηλεφώνημα,ότι συνέχιζαν ,μετά από τόσα χρόνια,να είναι εξίσου έντονα με τότε.

*

Ανακοίνωση του ταξιδιού στο τραπέζι

 Αφού φάγανε τις νοστιμιές που ετοίμασε η Σλαβίτσα, ο Ίγκορ τους ανακοίνωσε ότι σκέφτεται να πάνε με την μητέρα τους το καλοκαίρι διακοπές στα ελληνικά νησιά, που τόσο είχαν θαυμάσει χρόνια πριν και ποτέ δεν έτυχε να τα ξαναεπισκεφτούν.

 Όλοι χάρηκαν με την ανακοίνωση και ήπιαν σ’ αυτό. Η κουβέντα άλλαξε ρότα και στράφηκε γύρω από το επικείμενο ταξίδι. Η Σλαβίτσα πετούσε από ευτυχία.

*

Στη Σύρο

 Την ώρα της σιέστας, ο Ίγκορ ξεκίνησε μόνος του τον δρόμο για τον Αη Γιώργη.

 Πέρασε απ’ τα ίδια σημεία που είχε περάσει  πριν χρόνια.

 Στάθηκε στο πλατύσκαλο έξω απ’ το σχολείο, να πάρει μια ανάσα. Έκλεισε τα μάτια και ταξίδεψε πίσω, στη μέρα εκείνου του καλοκαιριού. Η ίδια γλυκιά ζέστη τον τύλιξε, όπως και τότε. Αντίκρισε την Αθηνά.

 Πλησίασαν ο ένας τον άλλον. Σ’ αυτά τα δευτερόλεπτα της σιωπής πέρασαν όλες οι εικόνες όσων έζησαν μαζί κι ένα κύμα νοσταλγίας τους συνεπήρε.

  Ύστερα  άρχισαν να συζητούν, ο Ίγκορ τη ρώτησε για τη ζωή της.

 Η Νανά του είχε πει ότι έχει μια κόρη στην ηλικία, περίπου, του γιου του. Από τότε που το έμαθε δεν έπαψε να το σκέφτεται .Μήπως αυτός ήταν ο πατέρας της κόρης της;

 Η απάντησή της ήταν θετική. Δεν του το’χε πει, γιατί ήξερε ότι έχει μια άλλη οικογένεια.

 Κράτησε το παιδί και το μεγάλωσε μαζί με τον σύζυγό της. Εκείνος δεν έμαθε ποτέ ότι δεν ήταν δικό του. Πίστευε πάντα ότι η Αφροδίτη ήταν ο καρπός του έρωτά τους, γι’αυτό και την ονόμασαν έτσι. Για την Αφροδίτη ήταν ο μόνος πατέρας που γνώρισε και γι’ αυτό τον έκλαψε σαν πατέρα, όταν κατέληξε στο νοσοκομείο από πνευμονία.

*

Πίσω στο ξενοδοχείο

 Όταν επέστρεψε στο δωμάτιο, η Σλαβίτσα είχε ξυπνήσει, είχε παραγγείλει καφέ με κουλουράκια και τ’ απολάμβανε στη βεράντα. Αγνάντευε τη θάλασσα και σιγοτραγουδούσε. Γύρισε και τον κοίταξε γεμάτη ευτυχία.

*

Η εξομολόγηση του Ίγκορ

Κατά την επιστροφή τους στα Σκόπια, διέκρινε στο βλέμμα του ότι κάτι τον προβλημάτιζε. Τον ρώτησε τι έχει, αλλά δεν της απάντησε και φρόντισε να την καθησυχάσει.

Κάποια στιγμή όμως, αφού έφτασαν σπίτι, ανακοίνωσε ότι τελευταία έμαθε κάποιο νέο που τον αναστάτωσε. Είχε αποκτήσει μία κόρη εκτός γάμου παλιότερα, για την οποία δε γνώριζε τίποτε όλα αυτά τα χρόνια.

Κι άρχισε να ξετυλίγει την ιστορία…

Μ’ αυτή του τη διήγηση αποκαλύφτηκε  το στραβοπάτημά του.

*

Οι σκέψεις της Σλαβίτσας

 Καλά, δεν ντράπηκε, ο αθεόφοβος, στο ταξίδι του γάμου;

Δε σεβάστηκε τίποτα;

Δεν θέλω να τον ξαναδώ.

Κι εγώ που ένιωθα τόσο περήφανη που τον έκανα πατέρα για πρώτη φορά.

*

Ανάμνηση του τοκετού

 Θυμόταν την ημέρα. Παρ’όλο που ο τοκετός ήταν υπερβολικά δύσκολος, εκείνη  θυμάται μόνο το ευτυχές γεγονός.

 Το μόνο που τη στενοχωρούσε όλα αυτά τα χρόνια ήταν ότι δεν μπόρεσε να χαρίσει στον Σάσια ένα αδερφάκι.

*

Η Σλαβίτσα παλεύει με τα συναισθήματά της

Ο Ίγκορ της ορκίστηκε ότι δεν είχε καμία επικοινωνία με την Αθηνά. Πως για κείνον δεν ήταν παρά μια μακρινή ανάμνηση.

 Ο Σάσια, όταν του φανέρωσε «τα κατορθώματα» του πατέρα του, της φάνηκε ότι ξαφνιάστηκε στην αρχή, αλλά δεν ήταν αρνητικός στην ιδέα να έχει -επιτέλους- μια αδερφή, έναν άνθρωπο δικό του και μάλιστα στην ηλικία του.

 Επικοινώνησε  με την Αθηνά, η οποία τη διαβεβαίωσε  για όσα της είπε κι ο άντρας της.

Σκέφτεται όλα τα χρόνια που πέρασε με τον Ίγκορ. Τις χαρές και τις λύπες που τους έδεσαν και τους έκαναν ένα. Την οικογένεια που δημιούργησαν και την κοινή τους ζωή, που δεν ήταν κι άσχημη. Μάλλον το αντίθετο.

 Αποφάσισε  ότι δε θέλει να στενοχωρήσει το γιο της, που υπεραγαπά, και να διαλύσει τους δεσμούς που με το πέρασμα του χρόνου δημιουργήθηκαν.

 Αποδέχτηκε, λοιπόν, την κατάσταση.

*

Εξελίξεις

 Μετά απ’ αυτά, η Αθηνά μετακόμισε  στην Αυστραλία με απόσπαση σε σχολείο της ομογένειας.

 Η Αφροδίτη γνώρισε την οικογένειά της και πηγαινοερχόταν Ελλάδα-Σκόπια. Είχε χάσει έναν πατέρα, όμως  η ζωή τής χάρισε τον πραγματικό της πατέρα κι έναν αδερφό.

 Κάθε καλοκαίρι συναντιόνταν όλοι μαζί στη Σύρο.

 Απολάμβαναν τον ήλιο των Κυκλάδων που φώτισε για πάντα την καρδιά  τους.

 Η Σύρος τους ένωσε. Τρεις χώρες χώρεσαν σ’ένα νησί, τρεις οικογένειες έγιναν  μία.

 Όταν παντρεύτηκε η Αφροδίτη, κουμπάρα έγινε η Νανά.

 Το πρώτο της παιδί το ονόμασε Γρηγόρη. Έτσι έκλεισε ένας κύκλος που ξεκίνησε απ’ την Ελλάδα και κατέληξε στο νησί.

*****

Γιώργος Ν. Πριμεράκης

Ο γιος της Άννας

(απόσπασμα από μυθιστόρημα)

Ήταν μια μέρα σαν όλες τις άλλες του Μάρτη του 1990. Η Άννα είχε διοριστεί πριν δεκαπέντε χρόνια σχεδόν.  Είχε γυρίσει εξουθενωμένη από το σχολείο. Είχε και εφημερία στην αυλή, η ακάματη εργατικότητά της έφτανε στα όρια. Πολύ ζωηρά τα παιδιά τα τελευταία χρόνια. Και το κακό χειροτέρευε.

Μόλις μπήκε στο σπίτι, έριξε λίγο νερό στο πρόσωπό της, άλλαξε ρούχα, έβαλε μια ρόμπα και βάλθηκε να μαγειρέψει. Ευτυχώς έλειπε η Μαρίκα, είχε πάει σε μια ολονυχτία στην εκκλησία του Αγίου Νεκταρίου.  

Δεν είχε μόνο τη δουλειά της, είχε τον Τηλέμαχο και τη Μαρίκα στο κεφάλι της. Και άντε ο Τηλέμαχος ήταν το παιδί της, αλλά η Μαρίκα ήταν ο τύραννος που την παίδευε. Με τίποτα δεν ήταν ευχαριστημένη. Άσε που μάλωνε συνέχεια με τον Τηλέμαχο. Κι ο Τηλέμαχος, έφηβος στα τέλη της δεκαετίας του ’80, ήταν ένα παιδί που δεν άκουγε κανέναν. Και οι παρέες του δεν ήταν και οι καλύτερες. Η Άννα του έλεγε: «Να προσέχεις. Το κακό έρχεται πιο συχνά από το καλό. Μην περιμένεις το καλό να ‘ρθει να σε βρει. Βγες στο σεργιάνι και πήγαινε να το συναντήσεις. Η ευτυχία δεν έρχεται μόνη της». Πολλές φορές φανταζόταν τη ζωή της χωρίς τη Μαρίκα. Θα προτιμούσε να είχε όλο το νοικοκυριό επάνω της, μπουγάδα, καθαριότητα, ψώνια, μαγείρεμα, παρά την κακία, την μοχθηρία, την χαιρεκακία και τον δεσποτισμό της αδερφής της. Είχε πια βαρεθεί τις φαρμακερές επικρίσεις της. Ήταν ο καπετάν-μπαμπούλας του σπιτιού. Όλο τέτοια σκεφτόταν η Άννα όταν γύριζε στο σπίτι κουρασμένη.

*

Όταν εξομολογήθηκε στην αδερφή της ότι είναι έγκυος, ποιος είδε τον Θεό και δεν τον φοβήθηκε. Μόνο αφρούς που δεν έβγαζε από το στόμα της η Μαρίκα. Οι φωνές της ακούγονταν από τη Δάφνη ως το Θησείο. Πώς τόλμησε όχι μόνο να αφήσει κάποιον βρωμιάρη να βάλει χέρι πάνω της, αλλά να μείνει και έγκυος; Θεέ και Κύριε! Αδιανόητο! Και ο όρκος της; Τον έγραψε στα παλιά της τα παπούτσια. Και στο κάτω κάτω της γραφής ποιος ήταν αυτός, για τον οποίον άξιζε τον κόπο να πατήσει τον όρκο της; Τι θα κάνουν με την εγκυμοσύνη; Θα το κρατούσαν το παιδί πάση θυσία, αυτό ήταν εκ των ων ουκ άνευ. Όμως η γειτονιά; Τι θα πει ο κόσμος; Χωρίς δεύτερη κουβέντα, βρήκαν κάποιον που έκανε μετακομίσεις, του έδωσαν ένα κατοστάρικο, φόρτωσαν τα ρούχα τους και το έπιπλο-πικάπ και μετακόμισαν από τη Δάφνη στο Νέο Φάληρο, σε ένα δυαράκι του τρίτου ορόφου. Η Μαρίκα έκλεισε μέσα στο δωμάτιο την Άννα κι άρχισε να δουλεύει σαν το άλογο που είναι ζεμένο στο τσέρκι, που γυρίζει για να βγάζει νερό από το πηγάδι και να ποτίζει το χωράφι. Από το πρωί στο μαγαζί και τρεις φορές την εβδομάδα πήγαινε και καθάριζε το σπίτι μιας ανήμπορης γριάς. Την βοηθούσε να κάνει το μπάνιο της και μαγείρευε κιόλας. Η γριά από συμπόνια τής έδινε μια μερίδα φαγητό, όταν έφευγε.

Όταν γύριζε σπίτι πραγματικό πτώμα, ξέσπαγε στην Άννα που κουλουριασμένη στο κρεββάτι της την άκουγε, ανήμπορη να αντιδράσει.

Όταν όμως έπεφτε κι αυτή στο κρεββάτι, ανάμεσα στα κλάματα, έκανε κι αυτή τα δικά της όνειρα, που δεν τα φανέρωνε σε κανέναν. Τα κρατούσε σαν πολύτιμο θησαυρό για τον εαυτό της. Κι ας ήξερε ότι δεν θα πραγματοποιηθούν ποτέ. Κι όταν ήρθε η ώρα  και γέννησε η Άννα ένα όμορφο μελαχρινό πλασματάκι, τότε μαλάκωσε κι η οργή της έδωσε τη θέση της στη μητρική στοργή, που ποτέ δεν θα ένιωθε για δικό της παιδί. Το παιδί της αδερφής έγινε δυο φορές παιδί της. Του έδωσαν το όνομα Τηλέμαχος και τον δήλωσαν με το δικό τους επίθετο: Τηλέμαχος Δικαίου. Σε δυο χρόνια η Άννα διορίστηκε σε σχολείο της Κορινθίας και πολύ γρήγορα αποσπάστηκε, λόγω μητρότητας, σε σχολείο του Παλαιού Φαλήρου.

*

Η Άννα έβγαλε από το ψυγείο λίγο κιμά που είχε αγοράσει από χθες, τον ζύμωσε με ψιλοκομμένο κρεμμύδι, αυγό, αλάτι, πιπέρι, λάδι, μουλιασμένο ψωμί και λίγη κέτσαπ για να πάρει μια γλύκα. Έτσι προτιμούσε τους κεφτέδες ο γιος της. Ήταν το αγαπημένο του φαγητό. Μόλις τους έβαλε στο τηγάνι, άρχισε να καθαρίζει και δυο-τρεις πατάτες, γιατί «κεφτέδες χωρίς τηγανιτές πατάτες είναι καφές χωρίς ζάχαρη», έλεγε ο Τηλέμαχος. Δεν είχε προλάβει καλά-καλά να βγάλει και τις τελευταίες πατάτες από τη φωτιά και άκουσε τον ήχο του θυροτηλέφωνου που χτύπαγε επίμονα. Έτρεξε τρομαγμένη.

-Ποιος είναι;

-Εγώ είμαι ο Χάρης κυρά – Άννα. Κάτι αλήτες χτύπησαν τον Τηλέμαχο. Τον πήγαμε στο Κρατικό της Νίκαιας. Τρέξε γρήγορα.

Τα μάτια της σκοτείνιασαν, τα χείλη της σφίχτηκαν, άσπρισε το πρόσωπό της. Ένιωσε να λιποθυμά.

-Τι λες, παιδί μου; Πού χτύπησε; Ποιος τον χτύπησε; Περίμενε, κατεβαίνω, είπε κι ακούμπησε το θυροτηλέφωνο στη θέση του.

Έσβησε την κουζίνα, έβγαλε την ποδιά της, έβαλε ένα φόρεμα, έριξε και μια ζακέτα πάνω της και ένα πρόχειρο ζευγάρι παπούτσια. Χύθηκε στις σκάλες και κατέβηκε δυο-δυο τα σκαλοπάτια από τον τρίτο όροφο που έμεναν ως το ισόγειο. Έσπρωξε την εξωτερική πόρτα, ο Χάρης ήταν ακόμα εκεί.

-Λέγε γρήγορα.

-Τι να σου πω, ρε θεία, είμασταν στην πλατεία όλη η παρέα και ξαφνικά, από το πουθενά, εμφανίστηκαν «οι από κει» για να μας διώξουν. Εμείς είπαμε όχι κι αυτοί άρχισαν να μας βαράν. «Φύγετε από δω ρε πούστηδες, εδώ είναι στέκι δικό μας, μία είναι η ομάδα και, αν δεν προσκυνήσετε, τη βάψατε» μας φώναξαν. «Να πάτε να πνιγείτε, δεν προσκυνάμε ρε, κωλόπαιδα. Ομάδα είναι αυτή που έχετε;» απάντησε ο Τηλέμαχος. Όρμησαν τότε και ένας απ’ αυτούς χτύπησε τον Τηλέμαχο και γέμισε αίματα. Αυτοί έφυγαν τρέχοντας. Τρομάξαμε και τον πήγαμε με ταξί αμέσως στο νοσοκομείο.

-Και πότε έγινε αυτό;

-Πριν κανά δυο ώρες, θεία. Αλλά φοβόμασταν να σ’ το πούμε. Ρίξαμε κλήρο κι έλαχε σε μένα να ’ρθω να σε ειδοποιήσω.

Η Άννα έμεινε αποσβολωμένη. Νόμιζε ότι ονειρευόταν, ότι έβλεπε ένα κακό όνειρο και ότι όπου να ‘ναι θα ξυπνήσει.

-Τρέξε σου λέω, φώναξε ο Χάρης και μόνο τότε η Άννα συνήλθε.

Ευτυχώς ο καιρός ήταν καλός, Άνοιξη. Άρχισε να τρέχει στο στενοσόκακο όπου έμεναν, μέχρι την κεντρική λεωφόρο και άρχισε να κάνει νόημα σε όποιο ταξί περνούσε, άδειο ή γεμάτο. Κάποιο σταμάτησε, χύθηκε μέσα κι όταν ο ταξιτζής τη ρώτησε για πού, αυτή δεν ήξερε τι να πει. Είχε ξεχάσει πού της είπε ο Χάρης να πάει.

-Στο νοσοκομείο, σε παρακαλώ και γρήγορα.

-Σε ποιο νοσοκομείο, κυρία μου;

-Αχ η κακομοίρα, δεν θυμάμαι. Πήγαν τον γιο μου τραυματισμένο εκεί. Μου το είπαν, αλλά δεν θυμάμαι.

-Μάλλον στο Κρατικό Νίκαιας κυρία μου, γιατί αυτό εφημερεύει.

-Α, μπράβο, εκεί, να ’στε καλά, σας ευχαριστώ. Μόνο κάντε γρήγορα, να μην είναι άσχημα μόνο. 

-Ποιος, αν επιτρέπετε, κυρία;

-Ο γιος μου, ο μονάκριβος. Δεν έχω άλλον στον κόσμο. Μου τον χτύπησαν και δεν ξέρω ούτε πού ούτε πόσο σοβαρό είναι το χτύπημα.

-Και ποιοι τον χτύπησαν; συνέχισε να ρωτάει ο οδηγός, από ενδιαφέρον ή από περιέργεια, ποιος ξέρει.

-Οι «από κει», μου είπε ένας φίλος του γιου μου. Κι ανάθεμά με αν ξέρω ποιοι είναι οι από κει, και ποιοι είναι οι από δω.

-Είναι οι δυο αντίπαλες παρέες νεαρών χούλιγκαν, που υποστηρίζουν αντίπαλες ομάδες. Έχουν γίνει πολλές φασαρίες ανάμεσά τους. Η αστυνομία τούς κυνηγάει, αλλά δεν συλλαμβάνεται κανείς.

-Ανάθεμά τους! Μόνο να μάθω ποιος το ‘κανε. Δεν θα ξεμπλέξει εύκολα από μένα. Αργούμε να φτάσουμε;

-Όχι, φτάσαμε, είπε ο οδηγός. 

Σταμάτησε το ταξί, η Άννα του έδωσε δυο χιλιάρικα, «κράτα τα ρέστα» είπε, άνοιξε την πόρτα, βγήκε έξω, την έκλεισε με δύναμη πίσω της και μπήκε τρέχοντας. Ευτυχώς ο οδηγός είχε σταματήσει μπροστά στα «επείγοντα». Ρώτησε πού είναι τα ιατρεία και άρχισε να ανοίγει μία-μία τις πόρτες, παρ’ όλο που οι γιατροί φώναζαν «απαγορεύεται», δεν τους έδινε καμιά σημασία.  Όταν έφτασε μπροστά στην πόρτα που έγραφε «ΧΕΙΡΟΥΡΓΙΚΟ», την άνοιξε απότομα, μπήκε μέσα αγνοώντας τις φωνές της νοσοκόμας. Ο γιατρός σήκωσε τα μάτια του και ρώτησε τι ήθελε. Του είπε στα γρήγορα ότι ψάχνει για τον γιο της που κάτι αλήτες τον χτύπησαν πριν δυο-τρεις ώρες. Ο γιατρός την καθησύχασε και της είπε ότι το παιδί είναι ήδη στο χειρουργείο και να μην ανησυχεί.

*

                Η παρέα καθόταν στο παγκάκι, όπως κάθε βράδυ. Μιλούσαν, ή μάλλον φώναζαν, γελούσαν, έβριζαν και ξαναγελούσαν. Ήταν καμιά δεκαριά νεαροί, που άλλοι είχαν τελειώσει το Λύκειο και βαριόντουσαν που ζούσαν  κι άλλοι ήταν στην τελευταία τάξη και δεν είχαν καμιά όρεξη για διάβασμα. Ούτε καμιά φιλοδοξία για Πανελλήνιες, Πανεπιστήμια και τα υπόλοιπα, που ήταν για τους κουραμπιέδες κι όχι γι’ αυτούς. Είχαν και τα μαγνητόφωνα μαζί τους κι έβαζαν τη ρέιβ μουσική στη διαπασών, για να τρυπάει τ’ αυτιά των περιοίκων και να τους σπάει τα νεύρα. Μάλωναν για το παραμικρό. Η εφηβεία έκανε καλά τη δουλειά της και η τεστοστερόνη επίσης. Θηρία ανήμερα, δεν σήκωναν μύγα στο σπαθί τους. Στο μόνο πράγμα που συμφωνούσαν ήταν η ομάδα. Ήταν η παρέα των «από δω». Είχαν απέραντο μίσος για τους «από κει». Απέφευγαν να συναντηθούν γιατί, σε μια τέτοια περίσταση, έπεφτε γερό ξύλο. Μέχρι τελικής πτώσεως.

                Εκείνη τη νύχτα, τίποτα δεν προμήνυε αυτό που θα επακολουθούσε. Μιλούσαν και γελούσαν για τα κορίτσια που δεν τους έδιναν σημασία. Χαζολογούσαν. Ο Τηλέμαχος ήταν ο γόης της παρέας. Τραβούσε την προσοχή των κοριτσιών, αλλά δεν έδινε σημασία σε καμιά. Μια κοπέλα μόνο του άρεσε, η Όλγα, αλλά αυτή του κρατούσε «πόζα». Πήγαιναν στο ίδιο τμήμα. Δεν του έδινε και πολλή σημασία.  Αυτός εκεί, απτόητος.

-Γιατί είσαι τόσο εγωίστρια και αυτοθαυμάζεσαι όλο ναρκισσισμό και εγωπάθεια; της λέω.

-Πσσσσσς, κουφάθηκα, ρε μεγάλε. Τα είπες όλα αυτά εσύ; είπε ο Πίπης ο τάπας.

-Ναι, ρε μαλάκα, τάπα, εγώ τα’ πα! και μου απαντάει «Δεν έχω τίποτα, έτσι είναι το φυσικό μου και δεν είμαι εγωίστρια, τ’ ακούς;»

Δεν είχε προλάβει να τελειώσει τη φράση ξαφνικά, ακούγεται μια αγριοφωνάρα:

-Πίσω, ρε πούστηδες, και σας φάγαμε!

Ώσπου να το καταλάβουν, βλέπουν να τους ορμάνε καμιά δεκαπενταριά μαντραχαλάδες, από τους «από κει», με ρόπαλα και κουκούλες και να βαράνε όπου βρούνε. Ο Τηλέμαχος ξαφνιάστηκε, αλλά συνήλθε γρήγορα.

-Τώρα τα πήρα στο κρανίο, είπε κι άρχισε να τους βρίζει: «Ομάδα είναι μόνο μία, ρε μπάσταρδοι, κωλόπαιδα θα πεθάνετε».

Πριν τελειώσει τη φράση του, όρμησε κατά πάνω τους αλλά αμέσως ακούστηκε να σκούζει.

-Ωχ, γαμώ την κοινωνία σας κουφάλες, με φάγατε μπαμπέσικα.

Αίμα άρχισε να ρέει από την κοιλιά του. Οι «από κει» έφυγαν τρέχοντας, κακήν-κακώς. Οι «από δω» μαζεύτηκαν γύρω-γύρω από τον Τηλέμαχο, αναστατωμένοι και, ανήμποροι να κάνουν οτιδήποτε.

-Τι θα κάνουμε τώρα ρε μαλάκες; έλεγαν μερικοί.

-Ρε σεις, τον έφαγαν, έλεγαν άλλοι.

Εν τω μεταξύ κάποιος από τους γείτονες που είχε ακούσει το μακελειό, τηλεφώνησε στο 100 και το περιπολικό με τις σειρήνες να ουρλιάζουν, πλησίαζε.

-Δεν έχουμε καιρό για χάσιμο, ρε μαλάκες. Πιάστε τον να τον πάμε στο αυτοκίνητο, είπε ο Σοφοκλής, ο μεγαλύτερος απ’ όλους, ο επονομαζόμενος και «σοφός», αφού είχε χάσει ήδη δυο χρονιές στο Γυμνάσιο και μια στο Λύκειο. 

Τον έπιασαν και τον σήκωσαν άγαρμπα και βιαστικά και ένα κύμα από αίμα κύλησε από την κοιλιά του Τηλέμαχου. Τον έβαλαν στο πίσω μέρος του αυτοκίνητου. Ο «σοφός» στο τιμόνι και ο Λάμπρος στη θέση του συνοδηγού, σπιντάρει το αυτοκίνητο και τον πάει, κατά τύχη, στο Κρατικό Νίκαιας. Αν εφημέρευε, καλώς, αλλιώς θα πήγαιναν αλλού. Είχαν τύχη. Είδαν στην είσοδο την επιγραφή «ΕΦΗΜΕΡΕΥΕΙ», μπαίνουν με φόρα στην αυλή, τον πηγαίνουν μέχρι την πόρτα του κτηρίου με τα επείγοντα. Τον βάζουν σε ένα φορείο, το παραδίνουν σε έναν άτυχο νοσηλευτή που, ώσπου να καταλάβει τι γινόταν, έμεινε με το φορείο στο χέρι. Οι δυο νεαροί έκαναν μεταβολή και εξαφανίστηκαν, χωρίς να προλάβει κανείς να τους  ρωτήσει ποιος ήταν ο τραυματίας. Ο νοσοκόμος τον πήγε γρήγορα στο ιατρείο που δέχονταν τους βαριά τραυματισμένους, όπου  εφημέρευε ο φημισμένος γιατρός Σπύρος Βαγιούδης, Διευθυντής στη Χειρουργική Κλινική, με περγαμηνές θητείας σε φημισμένο νοσοκομείο της Ουάσιγκτον, στην Αμερική. 

*****

Τζούλια Τσουλκανίδου

Αερικό

[απόσπασμα από μυθιστόρημα]

 

Μάης 1919- Αμάσεια

Περπάτησε αρκετές ώρες  στο δάσος  που περικύκλωνε τα ορεινά χωριά της πατρίδας. Κάθε της βήμα συνοδευόταν από αγωνία και φόβο . Οι επικίνδυνες  χαράδρες έστεκαν επιβλητικά στη θέση τους σαν δράκοι με ανοιχτά στόματα, έτοιμοι να κατασπαράξουν όποιον βρεθεί στο διάβα τους.

 Μόλις πρόβαλε μπροστά της η πεδιάδα του Αχουγιάρ, ένιωσε ανακουφισμένη.  Εκεί θα συγκεντρωνόταν η ομάδα που θα ακολουθούσε. Με την ελπίδα πως πλησίαζε στη σωτηρία, προχώρησε καμαρωτά σαν ηρωίδα που ήδη κέρδισε τη μάχη. Νόμιζε πως θα συναντούσε τους λυτρωτές, τη γη της επαγγελίας. Μόλις έφτασε στον τόπο που της είχαν υποδείξει, έκανε μια στάση, πήρε μια βαθιά ανάσα και κρύφτηκε από το πλήθος, για να θηλάσει το μωρό της που έκλαιγε νηστικό στην πλάτη της. Εκείνο ανήσυχο τη κοιτούσε με τα αθώα μικρά ματάκια του. Ακούμπησε το μάγουλο της στο μάγουλο του, για να το ηρεμήσει. Η φωνή της το καθησύχασε.

Τύλιξε  στη πλάτη της το πανί με το μωρό και σήκωσε  τον μεγάλο μπόγο που είχε μαζεμένα όλα τα εφόδια. Η καρδιά της χτυπούσε δυνατά στη σκέψη πως κουβαλά  μεγάλο βάρος. Το μωρό ανήσυχο συνέχισε να κλαίει. Η Άννα  το μάλωνε νευρικά. Έψαχνε μέσα στο πλήθος, να βρει τους γνωστούς της. Εκείνο όμως δε σταματούσε το κλάμα, ήταν ανήσυχο, μακριά από τη θαλπωρή και τη ζεστασιά του λίκνου του, περιστοιχισμένο  από άγνωστες κραυγές απελπισμένων ανθρώπων. Πρόσωπα χλωμά και κακομοιριασμένα την παρατηρούσαν αδιάφορα.  Ο αρχηγός της ομάδας την πλησίασε  Έριξε μια κλεφτή ματιά στο βρέφος και της φώναξε δυνατά μες στα μούτρα.

-Ξεφορτώσου το. Άκουσες; Τώρα, αμέσως. Στην ομάδα αυτή δεν υπάρχουν ούτε μωρά, ούτε παιδιά! Το κατάλαβες;

-Μα είμαι ,η ανιψιά του Χαράλαμπου του Σεϊταρίδη από το Τσιγκίρ. Ωρίστε έφερα και αυτά, όπως είχαμε συνεννοηθεί.

Άπλωσε το χέρι της και έδειξε το δαντελένιο  λευκό πουγκί  με τα χρυσαφικά της.

Ο αρχηγός την κοίταξε με μάτια πυρωμένα. Ζάρωσε τα φρύδια και τα ανασήκωσε ειρωνικά. Έσφιξε τα φαρμακερά του χείλη. Οι ακτίνες του ήλιου έλουζαν την άγρια γενειάδα του και τα λιγδιασμένα γκρίζα μαλλιά του. Για μια στιγμή, εκείνη νόμισε πως άλλαξε όψη ο τρομερός ετούτος άντρας. Η καρδιά της  έτρεμε. Εκείνος όμως θέριεψε περισσότερο.

-Ποια νομίζεις πως είσαι; Θα σε αφήσει κανείς, μωρέ, από αυτούς που θωρούν τα μάτια  σου να τους πάρεις στις πλάτες; Τις ζωές τόσων ανθρώπων; Μου λες;  Δε θα μας πιάσουν οι Τουρκαλάδες, επειδή εσύ η ανόητη δεν έχεις μυαλό να καταλάβεις ότι τα κλάματα του θα μας καρφώσουν; Ή μήπως θαρρείς το μούλικο θα ζήσει εκεί πάνω; Δεν έχουμε καιρό για χάσιμο, είναι η ώρα να φύγουμε, αρκετά με την αφεντιά σου.

Σήκωσε το δάχτυλο του απειλητικά, έδειξε το βρέφος και βροντοφώναξε.

-Αυτό εδώ θα μας προδώσει.  Ξεφορτώσου το τώρα! Σκέπασε το κεφάλι του με την κουβέρτα και σφίξ’το. Τελείωνε. Αλλιώς θα το κάνω εγώ.

Πλησίασε με βία να πάρει το μωρό από τα χέρια της, μα εκείνη αντιστάθηκε και το τράβηξε πίσω.

-Όχι, μη! Σας παρακαλώ! Σας παρακαλώ! Θα το κάνω μόνη μου, είπε.

Μια μαυροντυμένη γυναίκα την πλησίασε. Άπλωσε τα χέρια της και ξετύλιξε από την πλάτη της  Άννας το μωρό της που έκλαιγε και το πήρε στην αγκαλιά της.

Καθόταν από πάνω της αγριεμένα πρόσωπα.  Ο αρχηγός άκαρδος και σκληρός. Ο κόσμος την κοιτούσε και τα πρόσωπα τους έμοιαζαν με κούκλες, χωρίς συναισθήματα.

Η άγνωστη μαυροφόρα στάθηκε βουβή εμπρός της. Άπλωσε την παλάμη της στον ώμο της και την χάιδεψε τρυφερά. Σαν πομπή ακολούθησε η θυσία. Την βοήθησε να τυλίξει το  κεφαλάκι του μωρού με την κουβέρτα και έκανε ένα βήμα πίσω γυρνώντας τη πλάτη ξεψυχισμένα. Η Άννα έσφιξε δυνατά  το τυλιγμένο κεφάλι. Οι κραυγές του άγριου όχλου την γέμισαν με οργή και η οργή τώρα πάλευε όλο και πιο δυνατά, λυσσαλέα, την μετέτρεπαν σε άγρια  ύαινα. Έτρεχε ο ιδρώτας και τα δάκρυα της στην φονική κουβέρτα. Έσφιγγε με αγκομαχητά και ρυθμικές κινήσεις το σκεπασμένο κεφαλάκι του βρέφους σαν  τσόφλι από καρύδι.

Όταν τελείωσε, ακούμπησε το σπλάχνο της πάνω σε ένα βράχο. Το  σπλάχνο της, το έπνιξε με τα ίδια της τα χέρια. Έπεσε κάτω με σπασμούς και βογκητά. Η μαυροφόρα την πλησίασε και την αγκάλιασε. Θρήνησε στην αγκαλιά της. Δεν τόλμησε να ανοίξει  τη κουβέρτα, να αντικρύσει το μικρό πλασματάκι που σώπασε να κλαίει .

Μάζεψε τον εαυτό της και στάθηκε στα πόδια της σαν να μη συνέβη ποτέ τίποτα. Ένα ήταν το κοινό τους  μέλημα, να σωθούν. Και έτσι η Άννα έφυγε σε μια πορεία που τελικά της έσωσε τη ζωή.

Είχε περάσει λίγη ώρα, όταν ο άντρας της Γιάννης με τον πατέρα του κατέφτασε στο Αχουγιάρ, να βρει τη γυναίκα και το παιδί του. Αλαφιασμένος και καθώς κάλπαζε με το άλογο διέκρινε τη γνώριμη  γαλάζια κουβερτούλα του μονάκριβου γιου του πάνω στο βραχάκι της σπηλιάς. Μόλις σταμάτησαν τα άλογα και με τρεμάμενα γόνατα πλησίασε το βωμό του γιου του. Με έκπληκτα μάτια ξετύλιξε τη κουβέρτα και διαπίστωσε πως μέσα κειτόταν ο μικρός  Στυλιανός. Η όψη του μελανιασμένη, όμως είχε σφυγμούς. Το χτύπησε στο στέρνο και εκείνο μεμιάς ανέπνευσε. Το τυχερό βρέφος πλάνταξε στο κλάμα με τα ματάκια του κλειστά. Το σήκωσε με τα στιβαρά του χέρια και το ακούμπησε στο στέρνο του  Έπεσε στα γόνατα, εκεί στον βράχο, και έβγαλε μια απόκοσμη κραυγή. Το κλάμα του ενώθηκε με του γιού του. Ένα άγριο γκρίζο σύννεφο φανερώθηκε, κακός οιωνός ετούτη εδώ τη στιγμή. Ένας αγριοφερμένος κεραυνός τούς απειλούσε. Τα μάτια του παππού Γιάννη που τον συνόδεψε δε σταμάτησαν να τρέχουν. Η φιγούρα του γερασμένου άντρα, που έκλαιγε βουβά με αναφιλητά σαν μικρό παιδί, βρήκε κουράγιο να ζέψει τα άλογα και  να βοηθήσει τον εγγονό του να σηκωθεί. Ο τρομαγμένος άντρας με το αδύναμο πλασματάκι στην αγκάλη κοίταξε ψηλά τον ουρανό ψιθυρίζοντας.

-Γιέ μου, έγινες μες στα στήθια μου, φυλακισμένο περιστέρι που κραυγάζει.

Είχαν μόλις περάσει λίγες ημέρες από τη μέρα που ο Γιάννης νόμισε πως έσωσε το παιδί του από τα αρπακτικά κοράκια του βουνού. Εκείνο δεν φαινόταν και τόσο καλά. Δεν ανέπνεε σωστά, δεν μπορούσε να καταπιεί, κάθε μέρα όλο και χειροτέρευε. Η αδελφή του, η Σοφία, προσπάθησε να το θηλάσει από το δικό της στήθος, αφού είχε και εκείνη μόλις γεννήσει, μα εκείνο δεν έτρωγε καθόλου. Προσπάθησαν μάταια να του δώσουν και αγελαδινό γάλα, αλλά το έβγαζε έξω. Μέρα με τη μέρα η κατάσταση του χειροτέρευε. Η οικογένεια έκανε τα πάντα για να φροντίσει το μικρό άτυχο σπλάχνο τους. Η Δέσποινα είχε χάσει τον ύπνο της. Επί εικοσιτετραώρου  βάσεως ξαγρυπνούσε μαζί του. 

Ένα βράδυ όμως σταμάτησε να αναπνέει. Άφησε την τελευταία του πνοή στη κούνια του, εκεί, στο πατρικό του σπίτι. Κοιμήθηκε εν ειρήνη στο λίκνο που τον νανούριζε η μάνα του.

*****

Petra Nouaref

Η μυστική ζωή της Ζιζέλ

[απόσπασμα από μυθιστόρημα]

Της φάνηκε ότι άκουσε μια φωνή, που ερχόταν λες από τα έγκατα της γης, περνούσε μέσα απ' την καυτή πέτρα προς τ' ακροδάχτυλά της και κυρίευε όλο της το κορμί: “Εδώ βρίσκομαι, κόρη μου αγαπημένη. Εδώ είμαι θαμμένη. Μην με ψάχνεις αλλού. Μην με ψάχνεις άλλο πια, ησύχασε...”. Ευθύς αμέσως ο ασφυκτικός σωλήνας μέσα στον οποίο ένιωθε ότι βρισκόταν, απέκτησε φως. Η δίνη που την περιέστρεφε σταμάτησε. Κάνει μια και βγάζει το δεξί της πόδι, μετά το αριστερό. Σκύβει και βγαίνει έξω, στο φως. “Ουάαααααα” κραυγάζει σπαρακτικά.

                Απ' το ολοζώντανο βιωμένο όραμα την επαναφέρει στην πραγματικότητα η ήρεμη φωνή του Ολλανδού Ορφέα. Ανοίγει τα μάτια, τρέμει σύγκορμη, κοιτά γύρω της. Μια ηλιόλουστη αρχαία πόλη ξεδιπλώνεται από τον Βορρά και τη μεριά της θάλασσας μέχρι τον Νότο στα ριζά ενός λόφου: η Παλαιόπολη της Σαμοθράκης. Τα ερείπια του Ιερού των τριών Μεγάλων Θεοτήτων, όπου γίνονταν τα Καβείρια Μυστήρια. Εκεί λατρεύονταν ο Αξιόκερσος, η Αξιόκερσα και η Αξίερος. Εκεί, μεγάλες προσωπικότητες έπαιρναν μέρος σε τελετουργίες μύησης, κατά την διάρκεια των οποίων οι υποψήφιοι κατέβαιναν στον Άδη, εξομολογούνταν, συγχωρούνταν και μετά επέστρεφαν στον Άνω Κόσμο εξαγνισμένοι. Μεταξύ αυτών ήταν ο Φίλιππος Β' της Μακεδονίας και η Ολυμπιάδα, που λέγεται ότι τότε γνωρίστηκαν και, σύμφωνα με την Μυθολογία, εκεί συνελήφθη ο Μέγας Αλέξανδρος μετά από την άμωμη ένωσή τους ...

                Η Δήμητρα και η κόρη της Περσεφόνη, η Αξιόκερσα και η Αξίερος δηλαδή, την προσκάλεσαν στο νησί για να την ανακουφίσουν από το άγχος και να γεμίσουν το κενό που ένιωθε μέσα της, από τότε που έχασε τη μάνα της. Δεν είχε δει ποτέ τον τάφο της, δεν την είχε κλάψει ποτέ, γιατί η φυσική μητέρα ζούσε μέσ' από το σώμα της μητριάς της, όταν της είχαν πει: “η μαμά αρρώστησε, πήγε στο νοσοκομείο και μετά από πολύ καιρό γύρισε, να ’την η μαμά σου, παιδί μου.”              

Ήταν σαν η ίδια η μάνα της να την προσκαλεί στη Σαμοθράκη, για να την σώσει; Να ηρεμήσει την αιώνια ταραχή της; Καθόλου τυχαίο: έρχεται η παλιά της ελληνο-αγγλίδα φίλη, η Μαίρη, απ' το Λονδίνο, την φιλοξενεί στο εξοχικό της στη Χαλκιδική και μια μέρα η Μαίρη πρέπει να πεταχτεί μέχρι την Σαμοθράκη, για να συναντήσει έναν ολλανδό φίλο της, που έχει πάρει το ψευδώνυμο “Ορφέας”, επειδή λατρεύει την Ορφική ποίηση, την έχει μελοποιήσει, έχει κατασκευάσει απομίμιση αρχαίας ορφικής λύρας από εικόνες αγγείων και παίζει μουσική τα μεσάνυχτα της Αυγουστιάτικης Πανσελήνου στα ερείπια του Ιερού των Μεγάλων Θεών.

                Τι πιο απλό για την φιλόξενη ελληνίδα να προτείνει στη φίλη της να την συνοδεύσει με το αμάξι της μέχρι την Αλεξανδρούπολη, για να πάρει το πλοίο; Τυχαίο, που έχασαν το μεσημεριανό πλοίο και περίμεναν στην παραλία να πάρουν το απογευματινό; Τυχαίο, που η Ζιζέλ ένιωσε αυθόρμητα την περιέργεια καταρχήν και παράξενη επιθυμία μετά, να “πεταχτεί” για μια βραδιά, έτσι, χωρίς μαγιώ, χωρίς δεύτερο ρούχο και οδοντόβουρτσα στην απέναντι ακτή; Τυχαίο, ακόμη και το ότι μάκρυνε την παραμονή της, αφού ρούφηξε τα λόγια του Ορφέα για όλες αυτές τις γνώσεις του περί Ορφικών Ύμνων, μουσικής, χορού, Μυστηρίων, πανάρχαιων θεοτήτων, ιερού βράχου, που εθεωρείτο ο “ομφαλός της γης”; Τυχαίο που την ξεσήκωσε η αναφορά του Ορφέα στον διαλογισμό πάνω στον Ιερό Βράχο; Τυχαίο, άραγε ή προαίσθημα;

                Είναι επτά χρόνια τώρα που θέλει, που προσπαθεί να συμφιλιωθεί με την Αλήθεια. Της αποκαλύφθηκε κατά την διάρκεια ενός κυριακάτικου γεύματος στο σπίτι της θείας Σούλας, πρώτης ξαδέλφης του πατέρα της, μια βδομάδα πριν φύγει από το Παρίσι για να περάσει τις διακοπές των Χριστουγέννων με τους γονείς της στην Ελλάδα. Ξέφυγε απ' το στόμα του θείου της μια μόνο λέξη “ήταν” αντί την λέξη “είναι” για την Σοφία, την μητέρα που την μεγάλωσε και πίστευε ότι ήταν η φυσική της μάνα.       

                Εκβιάζοντας τον θείο της, έμαθε περισσότερο για τον θάνατο της Αλίκης, κατά την διάρκεια μιας πρόωρης -αναγκαστικής- έκτρωσης δίδυμων αγοριών, όταν η Ζιζέλ ήταν σχεδόν δύο χρονών. Έμαθε ότι ο μπαμπάς της ξαναπαντρεύτηκε, μέσα στον χρόνο, και η γυναίκα του, Σοφία, τον όρκισε να μην μάθει ποτέ η Ζιζέλ για την πεθαμένη. Όλες οι φωτογραφίες της Αλίκης κάηκαν και απαγορεύτηκε στους συγγενείς της να έχουν επαφή με την τρίχρονη Ζιζέλ. Έμεινε μόνο μια αχνή ασπρόμαυρη φωτογραφία με τον πατέρα, όρθιο, να την ταΐζει, καθισμένη στο ψηλό ξύλινο καθικάκι των βρεφικών της χρόνων...

                Εννιά χρονών άκουσε να την αποκαλούν “ορφανό”. Τότε οι γονείς της την φόρτωσαν μ' ένα σωρό ψέματα... Το άγουρο παιδί γνώριζε - ήταν χαραγμένος στο DNA της, θαμμένος στο θολωμένο Υποσυνείδητο- ο πρόωρος χαμός της μητρικής αγκαλιάς. Μεγαλώνοντας, χρειάστηκαν κι άλλα πολλά ψέματα και μαγειρέματα, για να φτάσει τριανταπέντε χρονών ν' ανακαλύψει μόνη της την αλήθεια.

                Την ίδια στιγμή που, τυχαία αλλά κι από μια διαβολική διαίσθηση, ανακάλυψε την αλήθεια, είδε ξαφνικά ολόκληρο το παζλ τής μέχρι τότε ζωής της να συμπληρώνεται με την τελευταία, κεντρική ψηφίδα του. Νόμισε ότι θα δει όλη την ζωή της ν' αναποδογυρίζει. Πήγε πίσω-πίσω κι άρχισε να εξετάζει όλα τα γεγονότα. Γιατί τόσα “Μυστικά και Ψέματα”;

                Με την βοήθεια του ψυχαναλυτή, κατάλαβε ότι αρκετά από τα ελαττώματα, δυσκολίες, λάθη ή παρεξηγήσεις στον χαρακτήρα και την ζωή της προέρχονται από αυτό το παιδικό τραύμα: το γεγονός ότι οι μεγάλοι μπέρδεψαν μέσα στην ψυχή της τις δύο μάνες: την φυσική και την θετή. Γι’ αυτό και πάντα αντιμετώπιζε διλήμματα σε πολλές κρίσιμες στιγμές της.

[...] Πηγαίνει στην ακροθαλασσιά, ξαπλώνει στην παραλία με τα τεράστια βότσαλα, τραβά μια πόζα τον εαυτό της μπροστά σ' ένα τετράδιο και αρχίζει να γράφει για το όραμα που βίωσε [...]

*****

Εγγραφή στο Newsletter

Για να λαμβάνετε πρώτοι τα νέα στο Email σας