Φθινόπωρο 2018

Φθινόπωρο 2018

Βιβή Αναστασίου

Ήταν άνοιξη του ΄41 και οι ευωδιές από τους λεμονανθούς πλημμύριζαν το χωριό σηματοδοτώντας την άφιξη της άνοιξης.  Η ευφορία διάχυτη στην ατμόσφαιρα διαταράχθηκε από το θόρυβο των  γερμανικών τροχοφόρων. Η εισβολή. Ο χειρότερος εφιάλτης  επαληθεύτηκε. Οι παππούδες μου φοβισμένοι κράτησαν τα παιδιά μακριά από τα παράθυρα όπου είχαν κολλήσει τα μουτράκια τους. 

Σε λίγο, ο δυνατός κτύπος του ρόπτρου της εξώπορτας έκανε την καρδιά όλων να κτυπήσει ανεξέλεγκτα. Μια περίεργη τραχιά γλώσσα, έκανε τον πατέρα μου, παιδί τότε 14 ετών, να τρομάξει. Ο κοινοτάρχης ανακοίνωσε στον παππού μου ότι είχαν επιτάξει το σπίτι και χαριστικά – ο παππούς ήταν δημοδιδάσκαλος - θα περιορίζονταν να ζήσουν στο υπόγειο του σπιτιού.

Η ζοφερή αυτή περίοδος ήταν τόσο αταίριαστη με την ιλαρότητα της ανοιξιάτικης φύσης που φάνταζε μη πραγματική. Κι όμως οι πυροβολισμοί τη νύχτα και τα ποδοβολητά των γερμανών που κυνηγούσαν τους αντάρτες δεν επέτρεπαν καμία τέτοια ψευδαίσθηση. Οι αντάρτες  έτρεχαν σκυφτοί μέσα στ’ αυλάκια του δρόμου για να προφυλαχθούν από τις σφαίρες.  Τρόμος, ένα συναίσθημα που ο πατέρας μου με διαβεβαίωσε ότι δεν ξέχασε ποτέ στη ζωή του.

Δεν ξέρω αν ήταν το αλόγιστο της ηλικίας του ή η ανάγκη της επιβίωσης, που τον όπλιζε να φυλάει με θάρρος το χωράφι τους με την απλωμένη σουλτανίνα. Ποτέ δεν μπόρεσε ούτε ο ίδιος να το εξηγήσει.

Με τη λήξη του πολέμου, λίγο πριν από την εσπευσμένη αναχώρησή τους, οι Γερμανοί έκαιγαν στην αυλή επί δύο ημέρες στρατιωτικά έγγραφα. Η φωτιά αυτή όμως δεν έσβησε μετά το φευγιό τους, γιατί οι παππούδες μου συνέχισαν να καίνε τ΄ απομεινάρια των κατακτητών.  Yποθέτω στην προσπάθειά τους να σβήσουν και από τη μνήμη τους τη φρίκη και τη βαρβαρότητα.

Το μόνο που απέμεινε να θυμίζει ότι αυτό το σπίτι ήταν κάποτε το αρχηγείο των Γερμανών είναι τα δύο ηλιακά ρολόγια που ζωγράφισαν σε δύο, διαφορετικών προσανατολισμών, τοίχους. Αυτά τα ρολόγια μέτραγαν τον χρόνο μόνο για τους Γερμανούς. Για τους Έλληνες ο χρόνος είχε παγώσει.

***

Μαρία Δέσποινα Καραγεωργίου

ΔΟΞΑ

(Αληθινή Ιστορία)

ΜΑΡΤΙΟΣ 1943

 

Είναι πρωί, αξημέρωτα και η εικοσιενός ετών Δόξα περπατά κατά μήκος της σιδηροδρομικής γραμμής που διαπερνά την Πελοπόννησο με κατεύθυνση την - πάλαι ποτέ-  πρωτεύουσα του πνεύματος, που ο πόλεμος μετέτρεψε σε πρωτεύουσα πείνας και θανάτου.

Είναι παράξενο που ένα τόσο νέο κορίτσι κουβαλά ένα καρότσι γεμάτο ψάρια μέσα στο σκοτάδι, ακριβώς πριν από το φως του Αυγερινού στον δρόμο λίγο πριν τα Μέγαρα, έχοντας διανύσει αρκετή απόσταση από το σπίτι της στην Ελευσίνα. Η οικογένειά της καταφέρνει να επιβιώσει –όχι χωρίς προβλήματα- χάρη σε μια βαρκούλα, που η Δόξα με τον πατέρα της Δημήτρη, την ξεγλιστρούν τα βράδια κάτω απ’ την μύτη των Γερμανών, στο Ναύσταθμο της Ελευσίνας. Το γενναιόδωρο πέλαγο του Σαρωνικού τη φορτώνει με ψάρια κάθε λογής, ως αντίτιμο για τον κίνδυνο από την απαγόρευση κυκλοφορίας. Οι ανταλλαγές προϊόντων δίνουν και παίρνουν, αλλά καμμιά φορά απαιτείται μακρινή διαδρομή, όπως σήμερα.

Η Δόξα δεν είναι μόνη σ’ αυτόν το δρόμο. Δυο νεαροί άντρες, μάλλον εργάτες, περπατούν μπροστά, ενώ ένα ζευγάρι γερόντων προσπαθούν σκυφτοί να μαζέψουν μέτρο - μέτρο την απόσταση που τους χωρίζει, ποιος ξέρει από ποιόν, προορισμό.

Η γη αρχίζει να πάλλεται περίεργα και η πρώτη σκέψη όλων είναι πως γίνεται σεισμός. Το βουητό που ακολουθεί τον παλμό της γης, τους συνεφέρνει :  ένα τρένο πλησιάζει και μάλιστα πολύ φορτωμένο, αν ακούσει κανείς τον μόχθο της μηχανής του. Δεν ήταν σπάνιο φαινόμενο σε κείνα τα ζοφερά χρόνια  η εμφάνιση φορτωμένων τρένων με μακάβριο περιεχόμενο : γυμνοί άνθρωποι σε βαγόνια με κάγκελα και αέρας παγωμένος, υπέγραφαν το τέλος των δύστυχων αυτών αθρώπων πριν από το τέλος του ταξιδιού.  Μάτια δάκρυζαν και σκουπίζονταν αυτοστιγμεί. Η ζωή έπρεπε να συνεχιστεί.

Η Δόξα βλέπει το τρένο από μακριά να οδεύει αγκομαχώντας προς το μέρος της και οι συνοδοιπόροι απομακρύνονται από την γραμμή, δίνοντας προτεραιότητα στο τέρας που τους πλησιάζει.

Ξάφνου ακούγεται κι άλλος θόρυβος, ενισχύοντας τα ήδη δυσβάσταχτα Ντεσιμπέλ της αμαξοστοιχίας. Αεροπλάνα!

Ένας συναγερμός αθόρυβος μα εκκωφαντικός ηχεί ταυτόχρονα στα πέντε κεφάλια!   Όλοι, υπακούοντας στο σύνθημα «Ζωή ή Θάνατος» , καταφεύγουν σαν ένας άνθρωπος, σε μια γεφυρούλα κάτω από την γραμμή του τρένου, κοίτη ενός ξεραμένου χειμάρρου.

Το τρένο περνά τώρα από πάνω τους και ακούν φωνές αντρικές, σε μια γλώσσα που καταλαβαίνουν ως ηχόχρωμα :  ιταλικά!

Τα αεροπλάνα αρχίζουν το έργο τους. Αδειάζουν πάνω και γύρω από το τρένο, όλο το φορτίο τους. Βόμβες πληγώνουν την ήρεμη γη, χώματα ξεπηδούν από παντού και φλόγες, αβάσταχτοι κρότοι και αμέσως μετά κορμιά διαμελισμένα, ολοκληρώνουν την κόλαση εκείνου του ανυποψίαστου μαρτιάτικου πρωινού. Η Δόξα σκέφτεται πως η πιο ακατάλληλη στιγμή για να ξημερώσει, είναι ακριβώς εκείνη. Η κόλαση σχηματοποιείται μέσα στους καπνούς και τα βογκητά. Χέρια, πόδια, σίδερα, ακέφαλα σώματα, αίμα κι άλλο αίμα και το τρένο σταματημένο να ξεφυσά την τελευταία πνοή εκατοντάδων Ιταλών στρατιωτών, που δεν έμελλε να ξαναδούν τα σπίτια τους.

Το σκηνικό που ο Θάνατος σκηνοθέτησε με τα κορμιά ολοκληρώθηκε. Οι πέντε συνάνθρωποι και συνοδοιπόροι βγαίνουν απ’ την ασφάλεια του γεφυριού, μην πιστεύοντας αυτό που έζησαν κι ότι είναι όλοι αρτιμελείς. Αγκαλιάζονται για να ξεφορτώσουν απόγνωση και διαπιστώνουν ότι η ουροδόχος κύστη τους, τους έχει όλους προδώσει, αδειάζοντας χωρίς διάκριση σε παντελόνια και φουστάνια,  ένα αναμνηστικό της τραγωδίας που έζησαν.

Η Δόξα, η γιαγιά μου, όταν πολλά χρόνια μετά μου αφηγούνταν ιστορίες του πολέμου, στην ανάμνηση της βρεγμένης της φούστας, έβρεχε πάντα το μαντήλι της με δάκρυα. Τιμής ένεκεν. Στους νεκρούς.

***

Γιώργος Ν. Μουσταΐρας

Αστυνομικό Μυθιστόρημα: Έγκλημα στο Παλαμήδι

Ο εγκληματολόγος

 

Ο συνταξιούχος αθηναίος εγκληματολόγος Γιώργος Χατζής σηκώθηκε με κακή διάθεση εκείνο το πρωινό της Δευτέρας, στα τελειώματα του Αυγούστου. Δεν είχε κοιμηθεί καλά και ο λόγος ήταν το βραδινό ξενύχτι, με καλή παρέα, στην ταβέρνα του Νίκου Σκανδάλη, στο Δρέπανο. Είχανε πιεί μια θάλασσα κρασί καθώς προσπαθούσαν να κάνουν καλά μια τεράστια πιατέλα με κρεατικά. Τον ξύπνησε η Μολδαβή οικονόμος, η Σβέτα, που πάσχιζε ηρωικά να κρατάει σε τάξη την εργένικη κατοικία του των 250 τετραγωνικών, χτισμένη ανάμεσα στο μεγάλο κτήμα με τις μανταρινιές, στον κάμπο στα Λευκάκια, αριστερά από τον δρόμο που ενώνει το Ναύπλιο με το Τολό.

Σηκώθηκε μουρμουρίζοντας και προσπαθώντας να ξεπεράσει την ανάμνηση μιας ακόμη ονείρωξης με πρωταγωνίστρια την οικονόμο του. Κάτι που του συνέβαινε συχνά, τελευταία. Αυτή η αναποφασιστικότητά του, που τον οδήγησε μόνο και μαγκούφη να περνά την έκτη δεκαετία της ζωής του στην ερημιά, με μόνη διασκέδαση κάποια επιβαρυντικά της ήδη εξασθενημένης υγείας του ξενύχτια. Και να πει κανείς πως κάτι έφταιγε επάνω του; Και όμορφος ήταν και είναι, και το χρήμα δεν του έλειψε ποτέ, επιτυχημένος επαγγελματικά εγκληματολόγος στην Αθήνα, με συχνές εμφανίσεις στα τηλεοπτικά πάνελ, διάσημος και αναγνωρίσιμος. Όμως, του έλειπε το θάρρος με τις γυναίκες. Όχι από την φύση του αλλά μετά από δυο – τρία γερά ερωτικά στραπάτσα που έφαγε αρκετά νεότερος, του κόπηκαν τα φτερά και «κατέβασε ρολά». Έρωτες και περιπέτειες τέλος! Μόνο δουλειά, ταξίδια – του άρεσαν πολύ τα ταξίδια – ταβέρνα και πιώμα. Και τώρα, συνταξιούχος στο χωριό της μάνας του, της μακαρίτισσας της Αδριανής, να βλέπει και να λιμπίζεται την Μολδαβή, την οικονόμο του, μια σαραντάρα χωρισμένη, όλο χυμούς και καμπύλες, και να εκφράζει το σεβντά του μοναχά στα όνειρα.

-Κύριε Γιώργο, σας ζήτησε, κατά τις εννιά, στο τηλέφωνο, ο Διοικητής από το Ναύπλιο.

-Ήταν επείγον;

-Είπε να μην σας ξυπνήσω αλλά είναι κάτι σοβαρό. Να τον πάρετε τηλέφωνο όταν ξυπνήσετε. Σας άφησα να κοιμηθείτε λίγο ακόμη αλλά πάει δέκα…

-Καλά, φτιάξε μου έναν δυνατό καφέ, να συνέλθω.

Μπήκε στο μπάνιο και έκανε ένα κρύο ντους, για να του φύγει ο πονοκέφαλος. Ξυρίστηκε, ντύθηκε και αφού πήρε την κούπα του καφέ, με το βαρύ καϊμάκι, κάθισε δίπλα στο τηλέφωνο, μπροστά στην τζαμαρία όπου μπορούσε να αγναντεύει τον καταπράσινο κάμπο.

Σχημάτισε τον αριθμό του Τμήματος Ασφαλείας Ναυπλίου. Το σήκωσε ο Γραμματέας, τον αναγνώρισε:

-Φίλιππα καλημέρα, δώσε μου τον Διοικητή. Με ζήτησε. Ο Χατζής είμαι.

-Καλημέρα κύριε Γιώργο, ο κύριος Χρόνης σας περιμένει. Μισό, να σας συνδέσω.

-Καλημέρα κύριε Γιώργο, σας χρειάζομαι, ακούστηκε η φωνή του Διοικητή.

Ο Αστυνόμος Γιώργος Χρόνης, με προϋπηρεσία στην δίωξη ναρκωτικών, είχε αναλάβει από τις κρίσεις του περασμένου χειμώνα Διοικητής Ασφαλείας Ναυπλίου. Με καταγωγή από την Ασίνη, είχε συνεργασθεί άλλες δυο φορές, με επιτυχία, με τον κοντοχωριανό του εγκληματολόγο και είχε αναπτυχθεί φιλία μεταξύ τους.

-Μπορούμε να μιλάμε στον ενικό και να κόψουμε, επιτέλους, τις τυπικότητες μεταξύ μας;

-Όπως θέλετε, όπως θέλεις, τέλος πάντων.

-Τι έχει για σήμερα το… μενού;

-Έναν σκοτωμένο Ιταλό. Και όχι όποιον κι όποιον.

-Δηλαδή;

-Πρόκειται για τον Διευθύνοντα σύμβουλο της Vacanze Stilistiche Universali, πολυεθνικής που ενδιαφέρεται για την τουριστική αξιοποίηση της παραλίας Καραθώνα. Θυμάσαι, που είχαμε τις κινητοποιήσεις των οικολόγων τον Μάιο, που ήσαν αντίθετοι στην επένδυση.

-Θυμάμαι, θα είσαι εκεί πόση ώρα;

-Δεν κουνιέμαι καθόλου, μπλέξαμε, το θέμα έχει πάρει διεθνείς προεκτάσεις, τα ΜΜΕ, ελληνικά και ξένα βουΐζουν, ο υπουργός παίρνει κάθε τρεις και λίγο τον Αστυνομικό Διευθυντή και η Ιταλική Πρεσβεία στέλνει άνθρωπό της στο Ναύπλιο. Σε χρειάζομαι, όπως καταλαβαίνεις.

-Σε είκοσι λεπτά είμαι εκεί.

Έκλεισε το τηλέφωνο και άναψε τσιγάρο, πίνοντας δυο γερές γουλιές απ’ τον καφέ του. Να καθαρίσει το μυαλό, πρώτα απ’ όλα. Στη συνέχεια, αφού έδωσε οδηγίες στην Σβέτα, κατέβηκε και μπήκε στην διθέσια Mercedes SLK camprio. Με χαλαρή διάθεση, πλέον, κίνησε για το Ναύπλιο, χωρίς να βιάζεται.

-------------------------

Το αυτοκίνητο έκοψε ταχύτητα στο ύψος του Στρατοπέδου του Κέντρου Εκπαιδεύσεως Μηχανικού. «Αριστερά, πριν το περίπτερο, στρίβω» είπε μέσα του, για πολλοστή φορά, ο Γιώργος Χατζής. Ακόμα δεν μπορούσε να συνηθίσει ούτε να χωνέψει το πώς ήταν χωμένα, κρυμμένα κυριολεκτικά από το δρόμο, τα δυο κτίρια της Αστυνομικής Διεύθυνσης Αργολίδας.

Ευτυχώς, βρήκε χώρο και πάρκαρε εύκολα μπροστά στο πρώτο κτίριο, όπου ήσαν και τα γραφεία της Ασφάλειας.

Πήδηξε πάνω από την πόρτα του αυτοκινήτου, με μια ευκινησία που θα την ζήλευε εικοσάχρονος. Για την ηλικία του είχε μια φόρμα εξαιρετική. Πρόσεχε τον εαυτό του. Χειμερινός κολυμβητής, σταματούσε μόνο κατά τα μέσα του Φλεβάρη και έπεφτε ξανά στην θάλασσα στα μέσα του Απρίλη. Τον υπόλοιπο καιρό έχανε μπάνιο μόνο σε κάποια σφοδρή κακοκαιρία. Αλλά δεν ήταν μόνο το κολύμπι. Ήταν και τρελαμένος με το ποδόσφαιρο. Από όταν βγήκε στη σύνταξη και κατέβηκε από την Αθήνα στα Λευκάκια, είχε δικτυωθεί με άλλους συνομήλικους, άντε και λίγο μικρότερους, και έπαιζε μπάλα σε γήπεδα του 8Χ8, δυο με τρεις φορές την εβδομάδα. Και «έβαζε σε όλους τα γυαλιά». Για την ακρίβεια όχι, ακριβώς, σε όλους. Εκείνο τον γυναικολόγο του Νοσοκομείου, τον σώγαμπρο από την Λάρισα, δεν μπορούσε να τον φτάσει όσο και να το πάλευε. Τρία χρόνια μεγαλύτερός του και δεν πιανότανε με τίποτα, ο μπαγάσας. Τέρας αντοχής!

Ήταν ντυμένος σπορ, όπως πάντα. Με το αγαπημένο του θαλασσί μπλουζάκι Fred Perry και ένα άνετο λινό λευκό παντελόνι. To ντύσιμό του συμπλήρωναν τα μπλε παπούτσια sneakers Marina Yachting και το χαρακτηριστικό του λευκό ψάθινο καπέλο.

Η όλη του εμφάνιση απέπνεε σιγουριά και αυτοπεποίθηση. Και ήταν φυσικό μετά από μια καθ’ όλα επιτυχημένη καριέρα, που ήταν αποτέλεσμα εξειδικευμένων σπουδών με άπειρες ώρες μελέτης, συνεχούς ενημέρωσης και επαγγελματικής ευσυνειδησίας, που συνδυάζονταν από άριστες δημόσιες σχέσεις. Παντού ήταν αγαπητός και παντού είχε φίλους… Προσόντα που του εξασφάλισαν οικονομική άνεση, δημοσιότητα και αναγνωρισιμότητα και πολλά ταξίδια. Λάτρευε τα ταξίδια… Όπως λάτρευε και το κόκκινο κρασί, τα εκλεκτά θαλασσινά και τα πειραιώτικα ρεμπέτικα. Ναι, τα ρεμπέτικα. Στο Μέγαρο δεν πέρναγε ούτε απ’ έξω και απεχθανόταν το σούσι! «Το ψάρι», τόνιζε κάθε φορά που το έφερνε η κουβέντα, «πρέπει να ψήνεται καλά και από τις δυο μεριές. Το είπε και ο Γκλέτσος!»Έπαιζε και μπαγλαμαδάκι, άμα τύχαινε και το ζητούσε η παρέα. Η καλή παρέα και η καλή διάθεση ήσαν γι’ αυτόν το παν. Και ήταν μάγειρος εξαιρετικός με ιδιαίτερη προτίμηση στα παράξενα μεζεδάκια και στις σαλάτες! Ολόκληρο οδηγό για σαλάτες θα μπορούσε να γράψει αν κρατούσε κάθε φορά σημειώσεις και αν δεν βαριόταν να γράφει, γενικά. Και δικαιολογημένα. Μετά από τόσες χιλιάδες σελίδες δικόγραφα…

***

Κυριάκος Στέλλας

Εύπλαστος Γλύπτης.

 

Τι νόημα έχει να σας πω το όνομα μου· όλοι θυμούνται την δίκη και τον τρόπο που σκότωσα τον καλύτερο μου φίλο. Δε θα ήταν απρεπές να είμαι σοβαρός τώρα;

Το πρώτο μας ταξίδι στα αστέρια έμελλε να είναι μοιραίο για εκείνον, ωδή στην μεταμφιεσμένη αυτοβιογραφία ήταν το μικρό γλυπτό μου που βάφτηκε με το αίμα του.

Ήταν νύχτα στη πόλη, νύχτα στην έρημο όταν εννέα Μούσες συνέθεσαν μια μελωδία που όμοια της δεν είχα ακούσει ξανά και σαν από τύχη συνέπεσε με την πρώτη ολική έκλειψη μου. Σαστισμένος έμεινα να κοιτώ για αιώνες τον πάγκο εργασίας μου ώσπου, δείχνοντας σημάδια αναγέννησης, ξεκίνησα να ψηλαφίζω ένα μικρό κομμάτι μάρμαρο. Ναι το ίδιο που χρησιμοποίησα για να τον σκοτώσω.

Δεν ήμουν πάντα έτσι, ένα μουσείο σκοτεινό μοναξιάς, και αν είχα την δυνατότητα θα εκμεταλλευόμουν την ελευθερία μου για να σκοτώσω 3-4 άτομα ακόμα. Ειλικρίνεια: λέξη αφορισμένη, παραδεχτείτε πως το έχετε ήδη σκεφτεί και εσείς.

Δεν υπεκφεύγω και δε προσπαθώ να αποφύγω την εξιστόρηση των γεγονότων μέχρις εκείνη την ημέρα. Εκείνος ήταν παρών σε όλα, αφήγηση, οπτικές γωνίες, περιγραφές, αντιθέσεις, βιώματα από δυο διαφορετικές ζωές, έχοντας όμως κοινή πυξίδα και αναζητώντας στεριά. Βήμα βήμα στην επιφάνεια του νερού προσπαθώντας να ισορροπήσουμε, και στο τέλος τα καταφέραμε σωπαίνοντας στην ακροθαλασσιά. Τολμήσαμε ζητώντας περισσότερα και περάσαμε την γέφυρα παρανοώντας εύθυμα για ημέρες, παλεύοντας με κάτι νέο.

Στην πραγματικότητα, η προδοσία σε μια στιγμή αποκάλυψε τον χαρακτήρα του, ένας τρομερός ύφαλος αναδύθηκε εκεί όπου για χρόνια τα δικά μου μάτια έβλεπαν ένα υποβρύχιο παλάτι.

Να ' μαι, μόνος τώρα στο αναστατωμένο δωμάτιο αγγίζοντας με τις άκρες των δαχτύλων μου τις μικρές καμπύλες και τις αδιόρατες ευθείες. Η λεπτή υφή του μαρμάρου αποκαλύπτει την γοητεία της απλότητας και της διαύγειας της σκέψης. Ποτέ άλλοτε δεν πλησίασα τόσο κοντά στον φόβο αλλά η γεωμετρία των συναισθημάτων που με βύθισαν σε έναν άλλο ωκεανό έπρεπε να μείνει ακέραια και έτσι πήρα την απόφαση να του αφαιρέσω την ζωή.    

***

Ξένη Πετρίτου – Τριανταφύλλου

Τα κόκκινα παπούτσια

 

«Το μαρμάρινο παλάτι που κουρνιάζει στην αριστερή όχθη του ποταμού Νέβα είναι ένα  κόσμημα της αρχιτεκτονικής του πρώιμου κλασικισμού και προοριζόταν να γίνει η κατοικία της Αυτοκράτειρας της Ρωσίας Άννας Ιβάνοβνα».

Το είχα διαβάσει το προηγούμενο βράδυ, θαυμάζοντας φωτογραφίες που απεικόνιζαν και την όμορφη Τσαρίνα. Τα καστανά της μαλλιά σηκωμένα σε κότσο με μικρές ατίθασες μπούκλες να ξεφεύγουν εδώ κι εκεί, αναδείκνυαν το πανέμορφο πρόσωπο με το θλιμμένο βλέμμα. Οι αλαβάστρινοι ώμοι της ξεπρόβαλαν από το δαντελένιο ντεκολτέ που στόλιζε το μακρύ, πλούσιο αστραφτερό φόρεμα, που στένευε ασφυκτικά στη μέση, για να ξεχυθεί, απότομα, σαν ένας χείμαρρος από μετάξι έως κάτω στο πάτωμα, φανερώνοντας μόνο τις μύτες από δυο κόκκινα σατέν παπούτσια.

Δεν ξέρω πόση ώρα έμεινα να μελετώ την εικόνα που τόσο με είχε εντυπωσιάσει, αλλά το επόμενο που θυμάμαι είναι ότι, βρέθηκα σε μια φωτεινότερη από τον ήλιο αίθουσα. Οι ακτίνες διαχέονταν και αντανακλούνταν στις χρυσοποίκιλτες παραστάσεις, στα χρυσά βάζα, τα διακοσμημένα με πολύτιμους λίθους και στους περίτεχνα σκαλισμένους φλωρεντινούς καθρέφτες, δίνοντας στον χώρο μια μαγική υπόσταση.

Μόλις συνήθισαν τα μάτια μου στην λάμψη, την είδα. Πανέμορφη, ήρεμη, γλυκιά, αγέρωχη… μα πάνω απ’ όλα λυπημένη.

Πλησίασα αργά σαν υπνωτισμένη. Χαμήλωσα τα μάτια σε ένδειξη σεβασμού και τότε τα πρόσεξα. Τα κόκκινα σατέν παπούτσια.

Με μια μεγαλόπρεπη κίνηση, όπως αρμόζει μόνο σε αυτοκράτειρα, είπε: «μπορείς να τα έχεις. Είναι δικά σου. Μόνο πρόσεχε…»

Και η εικόνα χάθηκε. Το φως σκοτείνιασε. Η μαγεία διαλύθηκε.

Βρέθηκα ξανά στο μουντό δωμάτιο του ξενοδοχείου, αλλά στα χέρια μου τα κρατούσα. Δεν ήταν όνειρο! Χάιδεψα την απαλή σατινένια επιφάνεια, μη μπορώντας να πάρω τα μάτια μου από τους πολύτιμους λίθους που το στόλιζαν, ραμμένους με χρυσοκλωστή, δημιουργώντας σχέδια λουλουδιών, ενώ στο εσωτερικό τους κυριαρχούσε το οικόσημο των Ρομανώφ.

Τα φόρεσα, και άρχισα να περιφέρομαι στο μικρό δωμάτιο υιοθετώντας έναν αριστοκρατικό αέρα που ψήλωσε το κορμί μου τουλάχιστον πέντε πόντους.

 

 

Ξεθάρρεψα. Περπατούσα, γελούσα, συστρεφόμουν και χόρευα, αφήνοντάς τα να με οδηγούν, εκείνα, όπου ήθελαν.

Άνοιξα την πόρτα και ακολούθησα τα βήματά μου, στον διάδρομο, στις σκάλες, και μετά έξω, στην παγωμένη ρωσική νύχτα.

Μικρές, ανάλαφρες νιφάδες χιονιού χόρευαν μαγικά τριγύρω, στολίζοντας με άσπρες γιρλάντες τους φανοστάτες και τα μαντεμένια κάγκελα στις άκρες των γεφυρών.

Μαγεμένη από την ομορφιά χόρευα κι εγώ μαζί τους, ώσπου τα βήματά μου ντυμένα με τα κόκκινα παπούτσια, με έφεραν δίπλα στον Νέβα, τον υδάτινο δρόμο της Αγίας Πετρούπολης, που κοιμόταν τώρα αμέριμνος, αφήνοντας τα φώτα και τα πανέμορφα κτήρια να καθρεφτίζονται φιλάρεσκα στα παγωμένα του νερά.

Τα κόκκινα παπούτσια μου ζήλεψαν τις αντανακλάσεις. Θέλησαν να παραβγούν μαζί τους. Συνέχιζαν να πλησιάζουν τα φώτα και τα χρώματα που έλειωναν μέσα στο νερό. Ένα βήμα. Ακόμα άλλο ένα… και…

Ξύπνησα ιδρωμένη. Πετάχτηκα απότομα από την αγωνία και το βιβλίο έπεσε με έναν γδούπο στο πάτωμα. Έσκυψα να το σηκώσω και τότε τα είδα… τα κόκκινα σατινένια παπούτσια…

Η λεζάντα κάτω από την εικόνα έλεγε: «βρέθηκαν να επιπλέουν δίπλα στο σώμα της άτυχης Τσαρίνας, Άννας Ιβάνοβνα. Κανένας ποτέ δεν έμαθε γιατί τα βήματά της την οδήγησαν στα παγωμένα νερά του Νέβα. Φυλάσσονται σε γυάλινη προθήκη στο μπουντουάρ της, στο μαρμάρινο παλάτι, που κοσμείται από χρυσά ανάγλυφα και φλωρεντινούς καθρέφτες.

***

Εγγραφή στο Newsletter

Για να λαμβάνετε πρώτοι τα νέα στο Email σας