Άνοιξη 2025
Εισαγωγικό σημείωμα
Η γενέθλια κάμαρα του μυθιστορήματος είναι το υποκείμενο στη μοναξιά του, γράφει προπολεμικά ο Μπένγιαμιν, ενώ ο Ρίλκε συμβουλεύει ως εξής τον φέρελπι νεαρό ποιητή με τον οποίο αλληλογραφεί στις αρχές του 20ού αιώνα: Ένα και μόνο μάς είναι απαραίτητο: η Μοναξιά, η μεγάλη εσώτερη Μοναξιά. Να βυθίζεσαι στον εαυτό σου και, ώρες ολόκληρες, να μην ανταμώνεις εκεί κανέναν.
Δεν είναι λίγοι εκείνοι που επιλέγουν διαδικτυακά μαθήματα Δημιουργικής Γραφής για τον συγκεκριμένο λόγο: κλεισμένοι στο σπίτι τους, μόνοι μπροστά στον υπολογιστή τους και μακριά από αδιάκριτα βλέμματα παλεύουν με αυτό που ο κάθε συγγραφέας παλεύει κάτω από συνθήκες παρόμοιες.
Τα κείμενα που παρατίθενται στη συνέχεια δεν γεννήθηκαν μονομιάς. Είναι το αποτέλεσμα των συστηματικών και επίπονων προσπαθειών που κατέβαλαν οι συγγραφείς τους κατά τη διάρκεια των δέκα διαδικτυακών μαθημάτων μας. Η θεματική τους ποικίλλει, όπως βεβαίως και το ύφος, η γλώσσα, η τεχνοτροπία τους. Ορισμένα αποτελούν αποσπάσματα ευρύτερων σε έκταση κειμένων, ενώ άλλα είναι αυτοτελή. Όλα ωστόσο προέκυψαν μέσα από τις ασκήσεις στις οποίες κλήθηκαν οι ασκούμενοι να ανταποκριθούν στο πλαίσιο του σεμιναρίου. Πολλοί από όσους συμμετείχαν δεν θέλησαν να εκθέσουν ακόμη δείγμα της δουλειάς τους. Εμείς όμως, έχοντας ήδη γευτεί τη μεγάλη χαρά από τα βιβλία προηγούμενων συμμετεχόντων στο σεμινάριο που κυκλοφορούν, είμαστε σίγουροι ότι θα εξακολουθήσουμε να τη γευόμαστε τακτικά, είτε οι μελλοντικοί –σήμερα– συγγραφείς διστάζουν προς το παρόν να μας την προσφέρουν είτε όχι.
Καλά διαβάσματα και γραψίματα λοιπόν!
Κώστας Καβανόζης
Μένη Δόδουρα
Μια ήσυχη βραδιά
Ήσυχη βραδιά, γλυκιά, καλοκαιρινή. Από εκείνες που οι άνθρωποι βολτάρουν σε πάρκα, σε πλατείες και μπαράκια σαν να μην υπάρχει καμία έγνοια σε αυτόν τον κόσμο. Ωραίες οι καλοκαιρινές βραδιές, να βγεις, να βρεθείς με κόσμο, να μη νιώθεις τη μοναξιά σου. Να ξεγελάσεις τον εαυτό σου πως δεν προηγήθηκε ο χειμώνας.
Αν και τον αγαπούσε τον χειμώνα. Καταρχάς είχε δουλειά. Το καλοκαίρι το αφεντικό έκλεινε το μίνι μάρκετ και πήγανε στο νησί να δουλέψει τα δωμάτια. Τον έβγαζε στην ανεργία αλλά τι να φτάσει το επίδομα και μέχρι να το πάρει, φέξε μου και γλίστρησα. Έπειτα ο χειμώνας ήταν πιο μοναχικός, σαν κι εκείνον. Νύχτωνε νωρίς, ο κόσμος βιαζόταν να πάει σπίτι του, να μπει κάτω από το πάπλωμα να ζεσταθεί.
Καθόταν στο μπαλκόνι. Ίσα που χωρούσε ένα σπαστό τραπεζάκι που το παίρνανε παλιά στις εκδρομές. Δυο σπαστές καρέκλες, από το ίδιο σετ, όταν τις άνοιγες και τις δυο, δεν μπορούσες να μπεις και να βγεις από το μπαλκόνι. Θεόστενο. Πόσο καιρό είχε να τις ανοίξει και τις δυο, δεν θυμόταν. Και τα κάγκελα σκούριασαν πολύ. Ξεφλούδιζαν. Αν περίσσευε κάτι ίσως τα περνούσε ένα χέρι χρώμα, κάτι για τη σκουριά. Ήταν και επικίνδυνο πια.
Αν περίσσευε κάτι. Τον ρώτησε το αφεντικό: «Θα πας πουθενά φέτος, Σωτηράκη; Να πας βρε, έστω και μόνος σου, να αλλάξεις παραστάσεις!» τον είχε συμβουλέψει.
Χρόνια ολόκληρα είχε να κάνει διακοπές. Από όταν ήταν μικρός με τους γονείς του. Έπαιρναν το παλιό Όπελ Καντέτ και γυρνούσαν σε διάφορα μέρη, κοντινά κυρίως, παραθαλάσσια. Διανυκτέρευαν καμιά φορά σε κάτι δωμάτια τρισάθλια, με γλίτσα στα μπάνια και κλινοσκεπάσματα που μύριζαν παλιό σάλιο και ιδρώτα. Αλλά όταν δεν έβρισκαν κάτι αντάξιο των πενιχρών οικονομικών τους, κοιμούνταν στο αυτοκίνητο, στη φύση. Ο πατέρας του έβγαζε μια παλιά κουβέρτα και την έστρωνε κατάχαμα -είχε κάνει, έλεγε, και στρατό στην Κύπρο- και εκείνος με τη μητέρα του μέσα στο αυτοκίνητο με τις πόρτες ορθάνοιχτες για δροσιά.
Από το απέναντι κτήριο ακούστηκαν τα γνωστά βογκητά. Γηροκομείο ήταν. Όχι κάνα περιωπής. Δεν είχε παράθυρα, μόνο πόρτες με ξύλινα παραθυρόφυλλα που οδηγούσαν σε ένα μπαλκόνι χωρίς διαχωριστικά. Πολλές φορές τούς χάζευε το βράδυ, ίσως τους ζήλευε κιόλας. Ούτε ανεργία, ούτε άγχος για το αύριο, οριστικά στο τέλος του δρόμου, όπου γνωρίζεις τι σε περιμένει. Ακούστηκε ξανά το βογκητό, πιο μακρόσυρτο αυτή τη φορά. Ο ηλικιωμένος άντρας, με αργές κινήσεις, άναψε το φως και πήγε προς την μπαλκονόπορτα. Ασυναίσθητα έκανε πίσω, μην τον δει. Αλήθεια, τον έβλεπε; Κανά δυο φορές τον χαιρέτησε, αλλά ο ηλικιωμένος άντρας δεν αντέδρασε καθόλου. Είδε που άνοιξε η πόρτα του δωματίου και μια μεσόκοπη κυρία τον πλησίασε με φούρια. «Τι φωνάζεις, πάλι; Πονάς, άνθρωπε μου; Τι θέλεις; Θα τους ξυπνήσεις όλους!» Ο άντρας δεν της απάντησε, βόγκηξε άλλη μια.
Από το παραδίπλα μπαλκόνι ακούστηκε το κλάμα του μωρού. Οι γείτονες, δυο νέα παιδιά, είχαν αριβάρει ένα πρωί με το μωρό τους. Δεν είχε πάρει χαμπάρι ότι ήταν έγκυος η κοπέλα. Και εκείνο το πρωί τούς πέτυχε κατά τύχη που ανέβαζαν το μεταχειρισμένο καρότσι στην είσοδο της πολυκατοικίας. Τρεις μήνες τώρα, έσκουζε κάθε βράδυ. Ένα κλάμα τόσο δυνατό, που απορούσε πώς έβγαινε από μια σπιθαμή άνθρωπο. Και όσο το ταχτάριζαν, δυνάμωνε κι άλλο. «Τι είναι, βρε αγάπη μου; Τι θέλεις; Πονάς; Γιατί δεν ησυχάζεις; Ωωωωωωω! Αμάν, σηκώσαμε τη γειτονιά στο ποδάρι!» Γιατί ρωτάμε τα ίδια όταν κλαίει κάποιος;
Από τη μια το μωρό και από την άλλη ο ηλικιωμένος άντρας. Ο ένας στην αρχή και ο άλλος στο τέλος της ζωής που κανείς τους δεν γύρεψε και που μετριέται με γενέθλια και με αριθμούς.
Σαράντα ήταν ο δικός του ο αριθμός. Σε μια βδομάδα. Είχε να γιορτάσει τα γενέθλια του εδώ και πολλά χρόνια, από τότε σχεδόν που έφυγε και η μάνα του. Πάντα του έκανε ένα γλυκάκι και του έβαζε και ένα κεράκι. Θυμήθηκε ένα ποίημα με κάτι κεριά από το σχολείο. Η ζωή μας είναι σαν μια γραμμή με αναμμένα κεριά και όλο μικραίνει με τα γενέθλια ή κάτι τέτοιο.
Για φέτος, το δώρο που θα έκανε στον εαυτό του για τα γενέθλια του θα ήταν να βάψει και να σουλουπώσει λιγάκι τα κάγκελα. Ήταν πολύ σκουριασμένα και του φαίνονταν και σαθρά. Δώρο γενεθλίων για τον εαυτό του. Ο ηλικιωμένος άντρας βόγκηξε ξανά, το μωρό έκλαιγε ξανά. Η πλατεία με τον κόσμο της βούιζε στο βάθος. Σαθρά είναι μωρέ, θέλουν μια περιποίηση.
Πιάστηκε από το κάγκελα να σηκωθεί, χώθηκε η σκουριά στα χέρια του. Στο κεφάλι του οι ήχοι ακούγονταν μπερδεμένοι, βογκητά, κλάμα, χαρούμενη βοή. Μετά δεν ακουγόταν τίποτα πια. Μόνο ένας υπόκωφος γδούπος για μια στιγμή, που τον ακολούθησαν ποδοβολητά, τσιρίδες. Το τελευταίο που άκουσε ήταν τα ουρλιαχτά των σειρήνων της αστυνομίας και του ασθενοφόρου. Στο τέλος νεκρική σιγή.
Χριστίνα Κυριακού
Με την Ίδια Αγάπη
«Το σπίτι της θείας Μαίρης μύριζε πάντα γιασεμί. Κάθομαι στα σκαλοπάτια της πίσω αυλής κι η μυρωδιά του καφέ, που σιγοβράζει στο μπρίκι, φέρνει στο μυαλό αναμνήσεις από τότε που ήμουν παιδί.
Η κηδεία έγινε στο ξωκλήσι του Άγιου Σώστη — ένα μικρό εκκλησάκι στις παρυφές του βουνού, πάνω από την παραλία. Η μητέρα μου αγαπούσε βαθιά την παλιά εικόνα του Αγίου και πάντα μας έλεγε: «Από εδώ θέλω να σας αποχαιρετήσω». Στο προαύλιο της εκκλησίας καθόμασταν συχνά με την Άννα και τη μητέρα, χαζεύαμε τα ηλιοβασιλέματα. Στα καταγάλανα νερά, ο ήλιος χανόταν χρυσός. Εκείνες τις στιγμές ένιωθα πόσο τυχερή ήμουν που τις είχα. Όταν τελείωσε η τελετή, ο πάτερ Στέργιος μίλησε για την αγάπη, τη συντροφικότητα, την οικογένεια. Μίλησε για τη μάνα μου και τον πατέρα μου — και για τη ζωή που τους φέρθηκε άδικα. Μοίρασε τα κόλλυβα στους λίγους συγγενείς και φίλους που είχαν έρθει και με πλησίασε αργά. Αν και κοντά στα εβδομήντα, στεκόταν γερός, με ένα καθαρό, διαμπερές βλέμμα γεμάτο σοφία.
Μου έδωσε τον δίσκο της μητέρας μου και μια εικόνα του Αγίου.
Η μνήμη θολή. Από παιδί, στα δύσκολα, έφτιαχνα δικά μου μέρη για να ταξιδεύω μακριά — μακριά από τον πόνο, μακριά από τη μοναξιά που φώλιαζε μέσα μου. Η θεία Μαίρη με συμβούλευε πάντα να κάνω αυτό που ζητά η ψυχή μου, αλλά να μην ξεχνώ να επιστρέφω στη ζωή. Μου έλεγε πως το όνειρο τη γλίτωσε από την τρέλα. «Λεπτή η γραμμή», μου έλεγε. «Πρόσεχε να μην την περάσεις».
Οι γονείς μου ήταν καλοί άνθρωποι, εργατικοί. Ο πατέρας μου ήταν ψαράς, η μητέρα μου είχε ένα καφενείο στα Λουτρά, στην άκρη της θάλασσας. Θυμάμαι παιδί να κάθομαι μπροστά από το καφενείο, να βάζω τα πόδια στο νερό και να με μαγεύει η θάλασσα. Η Άννα, η μικρή μου αδελφή, έτρεχε σαν τρελή πίσω από τις γάτες, και η μητέρα τακτοποιούσε τα τραπέζια. Μου έλεγε: «Νόρα, ό,τι φτιάχνεις, να το φτιάχνεις με αγάπη». Έβαζε πάντα φρέσκα λουλούδια στα τραπέζια και άφηνε σε κάθε λογαριασμό ένα μικρό σημείωμα από καρδιάς. «Κάθε άνθρωπος που μας επισκέπτεται, κορίτσια, κουβαλά τη δική του ιστορία, το δικό του φορτίο. Ας κάνουμε τούτο το ταξίδι λίγο ομορφότερο».
Όταν κόντευε το μεσημέρι, καθόμουν στην άκρη της προβλήτας και περίμενα να δω τη βάρκα του πατέρα να επιστρέφει. Τις μέρες που η θάλασσα ήταν φουρτουνιασμένη, η καρδιά μου γινόταν βαριά. Οι γονείς μου ήταν αχώριστοι. Μόνο για ψάρεμα έφευγε ο πατέρας μου μοναχός. Έτσι αχώριστοι έφυγαν κι από τη ζωή. Ένα απόγευμα του Νοέμβρη. Τους βρήκε η θεία Μαίρη, δύο μέρες μετά. Από τότε που χάσαμε την Άννα, η μάνα μου κλείστηκε στον εαυτό της. Ζούσαν σχεδόν απομονωμένοι• σπάνια κατέβαινε στο καφενείο. «Δεν αντέχω», μου έλεγε. «Όλα θυμίζουν την Άννα». Ο πατέρας ήταν το στήριγμά της, μα το έβλεπα, στις ψυχές τους είχε φωλιάσει ο πόνος και η στεναχώρια. Είχα καιρό να επισκεφτώ το νησί. Και το καφενείο.
Ποτέ δεν κατάλαβα πώς φτάσαμε ως εδώ.
Η θεία Μαίρη στάθηκε δίπλα μου σαν μάνα και πατέρας. Η μικρή αδερφή του πατέρα μου — η δύναμή μου.
Δεν κατάφερα ποτέ να τους τραβήξω πίσω στη ζωή. Έφυγαν μαζί, όπως έζησαν τόσα χρόνια.
Την ίδια μέρα. Στο ίδιο μέρος. Με την ίδια αγάπη.
Νίκος Σιδηρόπουλος
Γιορτή στο πατρικό
Ανέβαινα τα σκαλοπάτια αργά, χαϊδεύοντας απαλά την κουπαστή. Στο κεφαλόσκαλο του πρώτου ορόφου, στο άνοιγμα της πόρτας του πατρικού, περίμενε συνήθως ο πατέρας μου. Είχε πλατύ χαμόγελο και έκδηλη την ευχαρίστηση όποτε τον επισκεπτόμασταν τα παιδιά του. Μας αγκάλιαζε με εγκαρδιότητα και μας φιλούσε. Μας φιλούσε πάντοτε, ακόμη κι αν μας έβλεπε κάθε μέρα. Το έκανα κι εγώ κανόνα στην ζωή μου κι όταν επέστρεφα στο σπίτι το βράδι, άνοιγα την αγκαλιά μου με τρόπο κάπως αστείο και περίμενα την γυναίκα και τις δυο κόρες μου να χωρέσουν σε στιγμιότυπο στοργής. Δυσφορούσα μάλιστα άμα δεν σηκωνόταν κάποια από τις κόρες μου να με υποδεχτεί. Δεν ήθελα να συμβεί κάτι ξαφνικά και να φύγω από την ζωή με γραμμάτια. Αργότερα άρχισα να αγκαλιάζω την γυναίκα μου και τα πρωινά που έφευγα από το σπίτι. Έκλεινα έτσι τις εκκρεμότητες, να μην χρωστώ και να μην μου χρωστάνε συγχωρέσεις. Χάιδευα και τα δύο σκυλιά της οικογένειας, την πεντάμορφη και τον μικροσκοπικό, από τρεις φορές το καθένα και μάλιστα εναλλάξ, για να μην ζηλεύουν. Ύστερα έφευγα για την δουλειά.
Κάποιες μέρες στεκόταν και η μάνα μου στο άνοιγμα της πόρτας, μόνη ή μαζί με τον πατέρα μου. Κι η μάνα μου χαμογελούσε, πλατιά. Με τα χρόνια άλλαξε το χαμόγελό της, άλλαξε μαζί και το βλέμμα της.
Από τέτοιες σκέψεις παρασύρθηκα και δεν απόρησα που δεν εμφανιζόταν κανένας στην πόρτα και παρέμενε αυτή κλειστή. Ανέβηκα πιο γρήγορα τα τελευταία σκαλοπάτια, σταμάτησα έξω από την πόρτα κι αφέθηκα ν’ ακούω. Φωνές χαρωπές, γέλια. Άκουγα το τηγάνι πάνω στο μάτι της κουζίνας να δίνει το πρόσταγμα σε κομμάτια από ξαλμυρισμένο μπακαλιάρο, καθώς η μάνα μου φώναζε να της φέρουν πιατέλες. Τα ανίψια μου και τα παιδιά μου δεν μπορούσαν να συνεννοηθούν πώς θα στρώσουν το τραπέζι, ενώ τα αδέλφια μου ξεστόμιζαν παρατηρήσεις, τις οποίες αγνοούσαν προκλητικά τα πιτσιρίκια. Άκουσα την πόρτα της τουαλέτας να ανοιγοκλείνει, και ύστερα βήματα στον μακρύ διάδρομο, μαζί και μουρμουρητά γυναικών. Μύρισα τον μπακαλιάρο, αλήθεια τον μύρισα. Ο πατέρας μου έψαχνε στο μπαλκόνι τα κρασιά και ρωτούσε γιατί αργούσα. Χαμογέλασα και χτύπησα την πόρτα.
Οι φωνές και τα γέλια δυνάμωσαν. Δεν επέμεινα και συνέχισα να ακούω χαμογελώντας, με το κεφάλι σκυμμένο, σαν να συνωμοτούσα. Τα καθίσματα γύρευαν τον τόπο τους γύρω από το γιορτινό τραπέζι, κάποιος τα έσερνε και τα έβαζε στην σειρά. Πλησίαζε η ώρα του φαγητού. Σήκωσα τα μάτια από κατάχαμα και πάτησα το κουδούνι. Το πάτησα ξανά και ξανά. Μα δεν ακούν επιτέλους;
Κοίταξα αμήχανα προς τα αριστερά. Μέσα από τον αδιαπέραστο τοίχο είδα την φωτογραφία των αδελφών του πατέρα μου πάνω στην βιβλιοθήκη, μαζί και φωτογραφίες στην σειρά από συγγενείς αγαπημένους. Εικόνες από άλλη ζωή.
Καθώς απόμεινα σκεφτικός, άνοιξε η πόρτα από το διπλανό διαμέρισμα κι εμφανίστηκε ένας άγνωστος, νοικάρης, απρόσκλητος επισκέπτης στο εικονοστάσι της ζωής μου. Έκανα ότι δεν τον έβλεπα. «Πέθαναν αγκαλιασμένοι, κοντεύει χρόνος» αποτόλμησε να πει. «Αυτοί που είχαν το διαμέρισμα» συμπλήρωσε. «Έτσι έμαθα» τελείωσε απολογητικά. Η ματιά του έπεσε στα κλειδιά που περίσσευαν στην παλάμη του δεξιού χεριού μου και υποχώρησε διακριτικά, σφραγίζοντας πίσω του το άνοιγμα από όπου είχε ξεπροβάλει. Ο θόρυβος από το διπλοκλείδωμα της πόρτας του ήταν αρκετός ώστε να χωριστούν οι ζωντανοί από τους νεκρούς.
Μετάνιωσα για την νοσταλγία που μ’ έφερε ως εδώ. Πειράχτηκα με τα λόγια τα δύσκολα και κατέβηκα την σκάλα τρέχοντας. Άνοιξα την εξώπορτα της οικοδομής και πήδηξα στο πεζοδρόμιο, να γλιτώσω.