Άνοιξη 2021

Άνοιξη 2021

Εισαγωγικό σημείωμα

Η γενέθλια κάμαρα του μυθιστορήματος είναι το υποκείμενο στη μοναξιά του, γράφει προπολεμικά ο Μπένγιαμιν, ενώ ο Ρίλκε συμβουλεύει ως εξής τον φέρελπι νεαρό ποιητή με τον οποίο αλληλογραφεί στις αρχές του 20ού αιώνα: Ένα και μόνο μάς είναι απαραίτητο: η Μοναξιά, η μεγάλη εσώτερη Μοναξιά. Να βυθίζεσαι στον εαυτό σου και, ώρες ολόκληρες, να μην ανταμώνεις εκεί κανέναν.

Δεν είναι λίγοι εκείνοι που επιλέγουν διαδικτυακά μαθήματα Δημιουργικής Γραφής για τον συγκεκριμένο λόγο: κλεισμένοι στο σπίτι τους, μόνοι μπροστά στον υπολογιστή τους και μακριά από αδιάκριτα βλέμματα παλεύουν με αυτό που ο κάθε συγγραφέας παλεύει κάτω από συνθήκες παρόμοιες.

Τα κείμενα που παρατίθενται στη συνέχεια δεν γεννήθηκαν μονομιάς. Είναι το αποτέλεσμα των συστηματικών και επίπονων προσπαθειών που κατέβαλαν οι συγγραφείς τους κατά τη διάρκεια των δέκα διαδικτυακών μαθημάτων μας. Η θεματική τους ποικίλλει, όπως βεβαίως και το ύφος, η γλώσσα, η τεχνοτροπία τους. Ορισμένα αποτελούν αποσπάσματα ευρύτερων σε έκταση κειμένων, ενώ άλλα είναι αυτοτελή. Όλα ωστόσο προέκυψαν μέσα από τις ασκήσεις στις οποίες κλήθηκαν οι ασκούμενοι να ανταποκριθούν στο πλαίσιο του σεμιναρίου. Πολλοί από όσους συμμετείχαν δεν θέλησαν να εκθέσουν ακόμη δείγμα της δουλειάς τους. Εμείς όμως, έχοντας ήδη γευτεί τη μεγάλη χαρά από τα βιβλία προηγούμενων συμμετεχόντων στο σεμινάριο που κυκλοφορούν, είμαστε σίγουροι ότι θα εξακολουθήσουμε να τη γευόμαστε τακτικά, είτε οι μελλοντικοί –σήμερα– συγγραφείς διστάζουν προς το παρόν να μας την προσφέρουν είτε όχι.

Καλά διαβάσματα και γραψίματα λοιπόν!

Κώστας Καβανόζης

 

Αλεξία Αλευρά

Η σκόνη

         Βουητό, ένας εκκωφαντικός θόρυβος και μετά σκόνη.

         Από τότε που γεννήθηκα μόνο σκόνη θυμάμαι. Ο δρόμος της γειτονιάς μου, οι γνωστοί μου, η μάνα μου κι ο πατέρας μου, πάντα γέμιζαν με σκόνη μετά το μπαμ. Κι είχα από παιδάκι ακόμα αυτή την έντονη σιγουριά ότι κι εγώ μια μέρα από σκόνη θα καλυφθώ. Κι αυτό το φοβόμουν πιο πολύ κι από το θάνατο. Ο θάνατος κάποια στιγμή συνηθίζεται. Αυτή η ρημάδα η σκόνη ποτέ. Σε ρουφάει μέσα της ώσπου να ξεχάσεις κι εσύ ο ίδιος ακόμα ποιος είσαι, από πού έρχεσαι, ποιος είναι ο προορισμός σου.

         Ο δικός μου προορισμός πάντα ήταν να ξεφύγω από τη σκόνη. Πιο πολύ από τη φτώχια, πιο πολύ από τον πόλεμο εγώ από αυτή λαχταρούσα να ξεφύγω. Λαχταρούσα έναν ουρανό γαλάζιο πάνω από το κεφάλι μου και στο βάθος μια θάλασσα λουλακί, καθάρια, όχι με αυτή την πηχτή σκόνη να απλώνεται πάνω της. Κι αυτόν τον προορισμό ήθελα με όλη μου την καρδιά να τον υπηρετήσω. Ή θα το κατάφερνα μια μέρα ή θα πέθαινα προσπαθώντας. Αυτό είχα υποσχεθεί στο είδωλο στον καθρέφτη μου από όταν ήμουν ακόμα έξι χρονών.

         Τώρα είμαι δέκα. Η σκόνη δεν έφυγε αλλά να, πώς να το πω, δεν με αγγίζει πια. Είναι που μάλλον δεν μπορεί να συναγωνιστεί τη δύναμη του χώματος. Μπροστά του είναι τόσο λίγη, πέφτει και διαλύεται μέσα του μαζί με αυτό το λίγο το ανθρώπινο κορμί.

         Με ακούς, Τζαμίλ; Για πάντα δέκα θα είμαι. Μην κλαις. Και μη μου πλένεις το πρόσωπο από το χώμα. Τώρα σε αυτό ανήκω. Εγώ, η Μάριαμ, δέκα χρονών από τη Γάζα.

Σωτήρης Κωνσταντής

Μονόλογος επί χωμάτων

         Τον πατέρα μου σταμάτησα από νωρίς να τον θυμάμαι σαν πατέρα. Εμένα ο πατέρας μου ήταν ο παλαβός, ο νεκροθάφτης, ο άγιος, ο τρελός. Στο σπίτι, στη γειτονιά, στο σπίτι των παππούδων, στο σχολείο, στην πλατεία άκουγα συχνά να μιλάνε για αυτόν και να με δείχνουν. Τον έβλεπα περισσότερο σαν ένα αξιοπερίεργο πλάσμα που προκαλεί σχόλια παρά σαν πατέρα δικό μου. Με τους νεκρούς δεν είχε μεγάλη σχέση πιο πριν.

         Στο νεκροταφείο ξεκίνησε να πηγαίνει εθελοντικά. Είχαμε πολλούς νεκρούς λόγω βομβαρδισμών εκείνο τον καιρό και ο πατέρας μου πήγαινε και βοηθούσε μετά τη δουλειά μαζί με ένα-δυο συναδέλφους. Στην αρχή έλεγε κάθε βδομάδα πως ήταν η τελευταία φορά που θα πήγαινε. Δεν τον μπορούσε τον πόνοο πατέρας μου. Όσες φορές έπεφτα στην αυλή του σπιτιού όταν έπαιζα μπάσκετ μαζί του, τη μάνα μου φώναζε να με φροντίσει.

         Τον πρώτο καιρό που γυρνούσε από το νεκροταφείο, μου χαμογελούσε πλατιά, με κοίταζε επίμονα, με επεξεργαζόταν, από τα μαλλιά μέχρι τα πόδια, ήθελε να με αγγίζει, να με κρατάει σφιχτά στην αγκαλιά του. Σιγά σιγά άρχισα να τον αποστρέφομαι, δεν ήθελα να νιώθω πάνω μου αυτά τα χέρια τα πρησμένα, τα βρόμικα νύχια του με αηδίαζαν. Πολλά πρωινά θυμάμαι να τον πιάνω να κοιμάται στον καναπέ, με τα χέρια και το πρόσωπο άπλυτα, η σκόνη και το χώμα να έχουν λασπώσει πάνω του. Κι αυτή η μυρωδιά του ξινισμένου ιδρώτα και το στόμα χαλασμένο από τα πολλά τσιγάρα. Δεν ήθελα να τον πλησιάζω. Θυμάμαι πως και η μάνα μου είχε αρχίσει να του γκρινιάζει για το πώς εμφανιζόταν μπροστά μου.

         Όσο περνούσε ο καιρός, όμως, ο πατέρας μου δεν έλεγε να ξεκολλήσει από τα μνήματα. Είχε σταματήσει σχεδόν να ζει μαζί μας. Εμένα σταμάτησε να μου μιλάει, πολλές φορές ένιωθα πως το βλέμμα που καταδεχόταν να ρίξει πάνω μου ήταν εκείνο της περιφρόνησης. Άλλες φορές πάλι, με κοίταζε σαν να με παρακαλούσε να καταλάβω όσα αδυνατούσε να μου πει ή δεν ήθελε. Το πρόσωπό του άρχισε να αυλακώνει προδίδοντας το πόσο συχνά έσφιγγε τα μάτια, οι άκρες των χειλιών του πλέον επεκτείνονταν αμυδρά προς το πηγούνι με κάτι αδιόρατες σχεδόν διακεκομμένες γραμμές. Το βλέμμα του ήταν άδειο, διάφανο καλύτερα, δεν είχε τίποτα να κρύψει. Σύντομα ξεκίνησαν και τα παράπονα από τη δουλειά. Απρεπώς ενδεδυμένος έγραφαν στο χαρτί απόλυσης. Απρεπής πατέρας, λέω εγώ. Δε με νοιάζει πλέον.

         Ο πατέρας μου τρελάθηκε από τους πολλούς νεκρούς που έθαψε. Τον σκότωναν σιγά-σιγά οι νεκροί. Γλίστρησε ένα βράδυ έξω από το σπίτι όπως το χώμα από τα χέρια. Αν μου λείπει; Τι να μου λείπει από αυτόν; Ούτε έχω περάσει έστω και μια φορά έκτοτε από το νεκροταφείο.

[10 χρόνια αργότερα]

Πάνε δυο χρόνια τώρα που σκάβω λάκκους για τους νεκρούς. Είχα ορκιστεί να μην… αλλά η πείνα δε συγχωρεί υποσχέσεις που μπαίνουν στο δρόμο της. Σκέφτομαι καμιά φορά και τον πατέρα μου. Λέω έτσι μάλλον θα έκανε κι αυτός και χώνω τα χέρια στο χώμα.

Γρηγόρης Τριγλίδης

Μετά τη δουλειά

Στην επιστροφή του από την δουλειά, περνούσε κρυφά μπροστά απ’ το χαμόσπιτο των γονιών του. Ήταν μαλωμένος μαζί τους από καιρό και δεν τους μίλαγε. Λίγα μέτρα πριν φτάσει, πρόσεξε το αυτοκίνητο των εθελοντών από την υπηρεσία «Βοήθεια στο σπίτι».

         Άκουσε την φωνή της εθελόντριας που φώναζε εκείνη την ώρα τη μητέρα του. Πλησίασε λίγο περισσότερο και σταμάτησε κάτω από το περβάζι. Έβγαλε ένα τσιγάρο, ένα τσακμάκι και το άναψε. Πριν η καύτρα καπνίσει, μια άσχημη μυρωδιά ήρθε από το σπίτι. Το πέταξε και όρμησε τρέχοντας. Η εθελόντρια τον κοίταξε που έτρεξε προς την κρεβατοκάμαρα. «Έλα», τηλεφώνησε στην υπηρεσία της, «μόλις μπήκα στο σπίτι της κυρά Αντωνίας, μάλλον έφυγε η καημένη, μαζί κι ο άντρας της. Τι κάνουμε; Όχι, μύρισαν, από κει το κατάλαβα, καλά θα περιμένω, ναι, έχω κλειδιά, θα σε περιμένω, μέσα είμαι βρε σου λέω!»

         Την ίδια στιγμή ο γιος της κυρά Αντωνίας, που ήταν στο δωμάτιο, άνοιγε τα παράθυρα και τα παντζούρια. Η μυρωδιά σκορπίστηκε στη γειτονιά. Γύρισε και τους κοίταξε. Ο ήλιος φώτισε το νεκροκρέβατο. Οι γονείς του ακίνητοι, πεθαμένοι άγγελοι στα μάτια του. Γονάτισε κοντά τους. Η εθελόντρια μπήκε στο δωμάτιο και τον πλησίασε. Του έπιασε τον ώμο και τον πίεσε ελαφρά. Εκείνος άπλωσε το χέρι του κι έκλεισε τα μάτια τους.

         Ένα δεύτερο αυτοκίνητο από τη «Βοήθεια στο σπίτι» πάρκαρε λίγα μέτρα πιο κάτω. Μια παχουλή γυναίκα βγήκε από το αμάξι και κατευθύνθηκε γρήγορα στο σπίτι. Μπήκε στην κρεβατοκάμαρα και είδε στο κρεβάτι το νεκρό ζευγάρι. Στο ανοιχτό παράθυρο κάθονταν η εθελόντρια κι ο γιος τους σιωπηλοί. «Ήρθες», είπε η Γιώτα, «πάμε έξω». Ο γιος τις κοίταζε που έβγαιναν. Κοίταξε και τους γονείς του ξανά και θυμήθηκε τη μέρα που μαλώσανε. Ο λόγος ήταν κάποιο σημαντικό χρηματικό ποσό των δικών του που το είχαν για μια ώρα ανάγκης. Τα ζητούσε επίμονα, γιατί χρωστούσε σε κάποιον τοκογλύφο. «Γαμώ τον τζόγο μου γαμώ», βλαστήμησε και σηκώθηκε να κάνει ένα τσιγάρο.

«Αυτός ήταν ο γιος τους», ψιθύρισε η Γιώτα κι έδειξε μια φωτογραφία στο σαλόνι, «να, εκεί». Η Ελένη γύρισε και κοίταξε προς το μέρος του κάδρου κι έπειτα της απάντησε, «ναι, θυμάμαι με πόση αγάπη μιλούσε για κείνον. Γιώργο δεν τον λένε;». «Ναι, Γιώργο, πριν καθόμουν μαζί του, δεν είπε κουβέντα, ούτε καν με χαιρέτησε». «Πέθαναν οι γονείς του δεν είναι και λίγο», συμπέρανε και κοίταξε διακριτικά προς το μέρος του Γιώργου.

         Ξαφνικά χτύπησε το σταθερό τηλέφωνο στο σαλόνι. Ο Γιώργος πλησίασε με γρήγορα βήματα και το άρπαξε. «Παρακαλώ, όχι ο γιος της είμαι. Σε ποια κλινική; Όχι δεν ξέρω κάτι. Καρκίνο; Εδώ και πόσο καιρό;» Έμεινε σκεφτικός για λίγο, «να σας ρωτήσω κάτι, πριν πόσο καιρό έκανε αίτηση η μητέρα μου; Μάλιστα, το φαντάστηκα. Η κυρία Αντωνία πέθανε, κύριε. Πολύ αργήσατε, θα μιλήσω με τον δικηγόρο μου για την αποζημίωση».

Αλεξάνδρα Μαζμανίδη

Τα Χριστούγεννα που δεν ήρθαν ποτέ

Με τη Νίκη, τους επισκεπτόμασταν συχνά. Ζούσαν σε ένα διαμέρισμα με ξεχαρβαλωμένα έπιπλα και σάπια πατώματα. Οι τοίχοι ήταν γδαρμένοι, σε κάποια σημεία μόνο υπήρχε ταπετσαρία, από μια άλλη εποχή. Η όψη του διαμερίσματος ερχόταν σε πλήρη αντίθεση με τον χαρακτήρα του ζευγαριού. Ήταν δύο άνθρωποι χαμογελαστοί και με ευγένεια ψυχής. Ο κύριος Νικόλας πάντα μας έλεγε ιστορίες από τη ζωή του και η κυρία Μαρία τον πείραζε χαριτωμένα. Τους γνωρίζαμε αρκετό καιρό, γιατί ερχόμασταν συστηματικά από τη «Βοήθεια στο Σπίτι» για να τους φέρουμε τρόφιμα και φάρμακα. Τους πηγαίναμε τα πράγματα και φεύγαμε από εκεί γεμάτες από όσα μας διηγούνταν.

Αναρωτιέμαι πώς το ζευγάρι αυτό έφτασε σε σημείο να ζει υπό αυτές τις συνθήκες. Η κυρία Μαρία ήταν δασκάλα και λάτρευε τα παιδιά, η ίδια δεν έκανε ποτέ δικά της. Δεν την αξίωσε ο Θεός, όπως έλεγε. Ο κύριος Νικόλας είχε έναν γιο, όμως σπάνια μας μιλούσε για εκείνον, δεν είχανε πολλές επαφές. Μας έλεγαν πως εμείς είμαστε οι κόρες τους, γιατί τους φροντίζαμε και τους νοιαζόμασταν. Τώρα που το σκέφτομαι, τους αγαπήσαμε πραγματικά…

Παραμονή Χριστουγέννων ετοιμαζόμασταν με τη Νίκη να τους κάνουμε την καθιερωμένη μας επίσκεψη. Αυτήν τη φορά, εκτός από τα τρόφιμα και τα φάρμακα, τους είχαμε ετοιμάσει και μια έκπληξη. Είχαμε αγοράσει ένα μικρό χριστουγεννιάτικο δένδρο, στολίδια και διάφορα γλυκά. Θέλαμε να στολίσουμε όλοι μαζί το σπίτι, να βάλουμε το έλατο στο σαλόνι, δίπλα στο τζάκι, που είχε χρόνια να ανάψει. Είχαμε αγοράσει και ένα καράβι, γιατί ο κύριος Νικόλας μας έλεγε πως, όταν ήταν μικρός, στο σπίτι του στολίζανε καραβάκι. Θέλαμε να θυμηθούν πώς είναι να έρχονται τα Χριστούγεννα, να χαρούν, να συγκινηθούν. Ανυπομονούσαμε να δούμε την αντίδρασή τους. Το συζητούσαμε για μέρες, φανταζόμασταν τι θα μας έλεγαν και τι θα λέγανε ο ένας στον άλλον.

Όταν χτυπήσαμε την πόρτα και δεν άνοιξε κανείς, μια ψύχρα διαπέρασε το κορμί μου. Είχαμε κλειδιά, αλλά η κυρία Μαρία μας είχε ζητήσει να χτυπάμε το κουδούνι, για να νιώθουν ότι έχουν επισκέψεις. Χτυπήσαμε δεύτερη φορά, τρίτη, τίποτα.

Για λίγες στιγμές στεκόμασταν ακίνητες σαν να θέλαμε να σταματήσουμε τον χρόνο, να μην μπούμε μέσα. Στο τέλος βάλαμε το κλειδί στην κλειδαριά και μπήκαμε.

Αυτή η ησυχία, ακόμα μας τρυπάει τα αυτιά.

Εγγραφή στο Newsletter

Για να λαμβάνετε πρώτοι τα νέα στο Email σας