Άνοιξη 2020

Άνοιξη 2020

Εισαγωγικό σημείωμα

Η γενέθλια κάμαρα του μυθιστορήματος είναι το υποκείμενο στη μοναξιά του, γράφει προπολεμικά ο Μπένγιαμιν, ενώ ο Ρίλκε συμβουλεύει ως εξής τον φέρελπι νεαρό ποιητή με τον οποίο αλληλογραφεί στις αρχές του 20ού αιώνα: Ένα και μόνο μάς είναι απαραίτητο: η Μοναξιά, η μεγάλη εσώτερη Μοναξιά. Να βυθίζεσαι στον εαυτό σου και, ώρες ολόκληρες, να μην ανταμώνεις εκεί κανέναν.

Δεν είναι λίγοι εκείνοι που επιλέγουν διαδικτυακά μαθήματα Δημιουργικής Γραφής για τον συγκεκριμένο λόγο: κλεισμένοι στο σπίτι τους, μόνοι μπροστά στον υπολογιστή τους και μακριά από αδιάκριτα βλέμματα παλεύουν με αυτό που ο κάθε συγγραφέας παλεύει κάτω από συνθήκες παρόμοιες.

Τα κείμενα που παρατίθενται στη συνέχεια δεν γεννήθηκαν μονομιάς. Είναι το αποτέλεσμα των συστηματικών και επίπονων προσπαθειών που κατέβαλαν οι συγγραφείς τους κατά τη διάρκεια των δέκα διαδικτυακών μαθημάτων μας. Η θεματική τους ποικίλλει, όπως βεβαίως και το ύφος, η γλώσσα, η τεχνοτροπία τους. Ορισμένα αποτελούν αποσπάσματα ευρύτερων σε έκταση κειμένων, ενώ άλλα είναι αυτοτελή. Όλα ωστόσο προέκυψαν μέσα από τις ασκήσεις στις οποίες κλήθηκαν οι ασκούμενοι να ανταποκριθούν στο πλαίσιο του σεμιναρίου. Πολλοί από όσους συμμετείχαν δεν θέλησαν να εκθέσουν ακόμη δείγμα της δουλειάς τους. Εμείς όμως, έχοντας ήδη γευτεί τη μεγάλη χαρά από τα βιβλία προηγούμενων συμμετεχόντων στο σεμινάριο που κυκλοφορούν, είμαστε σίγουροι ότι θα εξακολουθήσουμε να τη γευόμαστε τακτικά, είτε οι μελλοντικοί –σήμερα– συγγραφείς διστάζουν προς το παρόν να μας την προσφέρουν είτε όχι.

Καλά διαβάσματα και γραψίματα λοιπόν!

Κώστας Καβανόζης

 

Τερέζα Γεωργιάδου

Ο φάκελος

Οι νεκροί δεν θυμούνται την επίγεια ζωή τους. Σχηματίζεται όμως ένας φάκελος γι’ αυτούς με πληροφορίες που συλλέγονται από τους θρήνους των συγγενών, πάνω από τα μνήματα. Αυτός ο φάκελος καθορίζει τη μεταθανάτια πορεία τους.

Ο Γιανάν κατέχει την εξέχουσα θέση του Εκτελεστικού Οργάνου (Ε.Ο.) της Επιτροπής Κόσμου Άλλου (Ε.Κ.Α.), καθώς έχασε ηρωικά τη ζωή του από ρουκέτα σε ηλικία είκοσι πέντε ετών. Σήμερα παρέλαβε από το μικρό κορίτσι, που έχει αναλάβει τη διακίνηση των επίσημων εγγράφων της Ε.Κ.Α., το πόρισμα.

Προς Εκτελεστικό Όργανο

Η Επιτροπή Κόσμου Άλλου (Ε.Κ.Α.) αποφάσισε ότι ο γέρος και η γριά θα πρέπει να υποβιβαστούν. Υπάρχουν σοβαρές ενδείξεις ότι δραπέτευσαν από τη ζωή, καθώς δεν άντεξαν τις συνθήκες διαβίωσης στις οποίες είχαν περιέλθει.

Οι ενδείξεις παρατίθενται συνοπτικώς παρακάτω:

Ένδειξη 1η: Εισήλθαν στο κοιμητήριο την ίδια ημέρα και ώρα.

Ένδειξη 2η: Θάφτηκαν σε κοινό τάφο, δημοσία δαπάνη.

Ένδειξη 3η: Κανένας συγγενής ή φίλος δεν παρευρέθηκε στην κηδεία τους.

Ένδειξη 4η:  Υπάλληλοι καθαριότητας του κοιμητηριού ανέφεραν στοιχεία αυτοκτονίας.

Παρακαλούμε όπως προβείτε στις απαραίτητες ενέργειες υποβιβασμού, εφόσον προηγουμένως λάβετε κατάθεση των ενόχων, για τυπικούς λόγους.

 

«Γέρο», φώναξε ο Γιανάν το σούρουπο της ίδιας μέρας έξω από το μνήμα τους, «η Επιτροπή αποφάσισε υποβιβασμό για σένα και τη γριά. Λένε ότι αυτοκτονήσατε. Έχεις να πεις κάτι;»

«Τι να πω» έκανε ο γέρος κομπιάζοντας «σάματι ξέρω πώς βρεθήκαμε εδώ; Πότε μας φέρανε; Ποτέ κανένας δεν ήρθε πάνω από το μνήμα μας να μας μοιρολογήσει, μπας και μάθουμε και εμείς κάτι. Αν μας σκότωσαν δολοφόνοι, αν γκρεμιστήκαμε σε σεισμό, αν καήκαμε σε φωτιά από τη σόμπα. Γιατί λέτε ότι αυτοκτονήσαμε; Είναι άδικο να μας υποβιβάσετε χωρίς αποδείξεις».

«Γέρο, η Επιτροπή αποφάσισε και εγώ πρέπει να εκτελέσω την απόφαση. Θα λυπόμουν, εάν μπορούσα να λυπηθώ» είπε ο Γιανάν και προχώρησε προς το μέρος του.

«Περίμενε» είπε ο γέρος. «Τουλάχιστον ξέρεις τι είναι αυτός ο υποβιβασμός;» «Ναι» απάντησε ο Γιανάν. «Είναι η τοποθέτηση στην πρώτη γραμμή, κοντά στους ζωντανούς, ώστε να υποβάλλεσαι στην ενοχλητική συνήθειά τους να σκάβουν, να θάβουν και να κλαίνε κάθε μέρα πάνω από μνήματα, έτσι που να μη σε αφήνουν σε ησυχία».

***

Μαρία Πέτρου

Το τσάι

«Αν είχα τα στολισμένα υφάσματα του Παραδείσου φτιαγμένα με χρυσό και ασημένιο φως, τα μπλε και τα μουντά και τα σκούρα υφάσματα της νύχτας και του φωτός και του ημίφωτος, θα έστρωνα τα υφάσματα αυτά κάτω από τα πόδια σου. Αλλά, όντας φτωχός, εγώ έχω μόνο τα όνειρα μου. Έχω στρώσει τα όνειρα μου κάτω από τα πόδια σου. Περπάτα απαλά, γιατί πατάς πάνω στα όνειρα μου...»

​​​Ουίλιαμ Μπάτλερ Γέιτς

 

Η τσαγιέρα σφύριζε επίμονα. Ένα ζεστό ρόφημα ήταν ό,τι καλύτερο για τις κρύες μέρες του χειμώνα. Στο σπίτι είχε απλωθεί η λυτρωτική μυρωδιά του. Ήθελα να της το προσφέρω σε εκείνο το ακριβό, πορσελάνινο σερβίτσιο που μας έκαναν δώρο οι συγγενείς την ημέρα του γάμου μας. Από τότε είχαμε να τους δούμε. Έσκυψα στο ντουλάπι και το βρήκα, άθικτο, σχεδόν καινούργιο, με εξαίρεση τη σκόνη που έκρυβε τις χρυσές του λεπτομέρειες. Έξω το χιόνι είχε σκεπάσει με τις νιφάδες του τις στέγες, τις αυλές, τα πεζοδρόμια. Μακάρι να μπορούσε να δει και εκείνη, έστω μέσα από το θαμπό τζάμι, πόσο ομόρφαινε την αυλή μας το ντυμένο στα λευκά δέντρο που έμοιαζε με έλατο, φορτωμένο κόκκινους καρπούς σαν στολίδια. Στην αρχή νόμιζε πως ήταν παράσιτο και ήθελε να το ξεριζώσει. Ευτυχώς δεν την άφησα, αν και είχαμε διαφωνήσει έντονα. Δεν ήταν άλλωστε η μοναδική φορά που τσακωνόμασταν.

Καθώς σέρβιρα, το βλέμμα μου καρφώθηκε πάνω στην αποστεωμένη σιλουέτα που βρισκόταν καθηλωμένη στο κρεβάτι μας και που μάταια προσπαθούσε να μου θυμίσει τη γυναίκα που κάποτε αγάπησα.

«Σου ετοίμασα τσάι» της είπα και τη σήκωσα ελαφρά.

«Πού το θυμήθηκες αυτό το σερβίτσιο;» ρώτησε με έκπληξη εκείνη.

«Έλα, πιες τώρα που είναι ζεστό» της είπα και κατέβασα διστακτικά τρεις γουλιές. Έφερα το φλιτζάνι κοντά στα ξεραμένα της χείλη μα μόλις το δοκίμασε, μόρφασε δυσάρεστα και απομάκρυνε το πρόσωπό της. Τα χέρια μου έτρεμαν καθώς το άφηνα πάλι στο κομοδίνο. Έπρεπε να το πιει.

«Μάλλον δεν έβαλες ζάχαρη» μου είπε.

«Έχεις δίκιο, το ξέχασα. Φέρνω αμέσως» της είπα.

«Άσε, θα το πιω έτσι» μου είπε και δύο δάκρυα ακολούθησαν τις ρυτίδες των ματιών της. Καθώς πίναμε, αντάμωσαν οι ματιές μας για λίγα δευτερόλεπτα, μέχρι την τελευταία σταγόνα.

«Δε θέλω να φύγω από κοντά σου, φοβάμαι... » ψέλλισε.

«Μαζί θα φύγουμε...» την καθησύχασα καθώς έκλειναν τα βλέφαρά της. Τη φίλησα στο μέτωπο για τελευταία φορά, την αγκάλιασα τρυφερά και της διηγήθηκα μια ιστορία: «Στην ελληνική μυθολογία λένε πως οι Ερινύες, οι χθόνιες θεότητες της εκδίκησης, τιμωρούσαν τις ανθρώπινες ασέβειες με το δηλητήριο από τα φύλλα ενός δέντρου. Ακόμα και η θεά Άρτεμις σκότωσε με τα ποτισμένα από το δηλητήριό του βέλη της τα παιδιά της Νιόβης».

Ίταμος, το ήμερο έλατο ή αλλιώς το δέντρο του θανάτου.

***

Μαρία Τσαγγάρη

Boυκαμβίλια

Είχε ανέβει στην ταράτσα. Κοιτούσε την αυλή της από ψηλά. Ήθελε να δώσει μια και να γίνει ένα με τα παρτέρια της. Τι ωραία τα λουλούδια έτσι όπως τα φύτεψε! Κόκκινα γεράνια μοσχομύριζαν όποτε τα πότιζε και την έκαναν να νιώθει ότι ήταν σπίτι. Τα ’χε φυτέψει μαζί με την μάνα της, όταν ήρθε απ’ το χωριό. Της έφερε γεράνια και τη βουκαμβίλια. Κόκκινη κι αυτή. «Τι να τα κάμεις αυτά τα φυτά; Δεν κάμνουν καρπό» έλεγε πάντα ο παππούς της.

Δεν μπορούσε να κατεβεί από την ταράτσα. Πώς θα του το ’λεγε; Έπρεπε να μπει με χειρουργικές κινήσεις στο θέμα, να διαλέξει με τη λαβίδα μία μία τις λέξεις, να του το φέρει με το μαλακό. Ευτυχώς εκείνη τ’ άκουσε πρώτη απ’ στην τηλεόραση. Δεν έδωσε και τόση σημασία, νόμιζε ότι δεν τους αφορούσε, μέχρι που την πήρε τηλέφωνο ο γιος της πρωί πρωί. «Μάνα, είστε καλά;» «Καλά, γιέ μου. Τέλειωσες από το γυμναστήριο;» «Στη δουλειά είμαι. Ο πατέρας;» «Πήγε περπάτημα στο πάρκο». «Ακούσατε τι έγινε;» «Τι;» Σιωπή. «Κούρεμα». Της το εξήγησε το παιδί, μα πάλι δεν καταλάβαινε. Τι σημαίνει εγγυημένες καταθέσεις; Αυτά τα λεφτά ήταν δικά τους.

Δικά σου, έτσι νόμιζες τουλάχιστον, γιατί κι εσύ κι εκείνος γι’ αυτό το παιδί δουλεύατε. Έναν γιο έκανες όλο κι όλο, αν και δεν τον έβλεπες όσο θα ήθελες. Όταν ήταν μικρός, τον είχε πιάσει μια βίδα και δεν έτρωγε καθόλου. Του ‘χατε κόψει απότομα και το μπιμπερό. Έχανε κιλά το παιδί. Το άφησες στη μάνα σου στο χωριό κάτι μήνες, μετά που σου έβαλε τις φωνές. Του ‘δινε κρυφά να πίνει το γάλα απ’ το μπιμπερό ζαρωμένος στη γωνιά της κουζίνας —πάντα με το ένα χέρι κρατούσε το μπιμπερό και με το άλλο στριφογύριζε τα μαλλιά του— και έφερε τα μίλια του, όπως το λέμε εδώ. Δεν είχες και τον χρόνο να του το κόψεις σταδιακά, έλειπες ώρες πολλές στη δουλειά, τον άφηνες στην πεθερά σου κι εκείνη έκανε ό,τι ήξερε, τον μάθαινες εσύ ένα, του το ξεμάθαινε αμέσως η γιαγιάκα του. Όμως έτσι ήταν, όλοι έτσι έκαναν, άφηναν τα παιδιά στις γιαγιάδες, έπρεπε να δουλέψεις.

Τα παρτέρια σου σε καλούν. Δεν γίνεται να το ζεις αυτό. Το παιδί δεν έχει τίποτε εξόν αυτά τα χρήματα και το διαμέρισμά του —θα είχε και τα ενοίκια από τις πολυκατοικίες σας, που φτύσατε αίμα για να τις χτίσετε, μα δεν ήταν γραφτό μάλλον. Καλά, δεν θα μείνει έτσι. Θα του αφήσεις και το δικό σου σπίτι και το εξοχικό όταν θα ’ρθει η ώρα να παντρευτεί, να νοικοκυρευτεί, να δεις κι εσύ κάνα εγγόνι, να το χαρείς, το μόνο που θέλεις είναι το παιδί σου να ’ναι άνενοιας, να μην σκέφτεται αν θα τα βγάλει πέρα, να έχει ό,τι θέλει, να μπορεί να συντηρεί τα αυτοκίνητά του, το διαμέρισμά του, τον τρόπο ζωής του, να πηγαίνει τις διακοπές του στο εξωτερικό, να κάνει τα ψώνια του όποτε θέλει, να αγοράζει τις μάρκες που έμαθε, να μην ντρέπεται μπροστά στους φίλους του που θα τον καλούν εδώ κι εκεί επειδή δεν έχει όσα λεφτά έχουν κι εκείνοι, να μπορεί να ανταποδίδει τα τραπεζώματα και τις δεξιώσεις και τα δώρα, να μη σκέφτεται ότι δεν γίνεται να φάει στέικ στα εστιατόρια που συνήθισε επειδή δεν θα βγαίνουν τα υπόλοιπα έξοδα, να συνεχίσει τα χόμπι του —εκείνο το άλογο το λατρεύει, από μικρός αγαπούσε την ιππασία—  και τα μαραφέτια όλα εκείνα, τα γκάτζετ, πώς θα τα αγοράζει; Δεν θες να κακοπέσει, αυτό είναι όλο. Νιώθεις λες και σε κοροϊδεύουν σ’ έναν εφιάλτη, λες και πέθανες είναι και βυθίστηκες στο σκοτεινότερο σημείο μιας άσβεστης φωτιάς.

«Φρόσω! Φρόσω!». Πήγαινε κι ερχόταν στην αυλή σαν λυσσασμένο ζώο. Στεκόταν ανάμεσα στη βουκαμβίλια και στο γεράνι. Το ‘χε μάθει. Καιγόταν στη φωτιά τους. Μια φωτιά αρχαία όσο κι ο κόσμος. Δεν χρειαζόταν να του το πει. Κατέβηκε απ’ την ταράτσα. Μπήκε κι αυτή στη φωτιά. «Μη στεναχωριέσαι». Έκανε να τον αγγίξει, μα τραβήχτηκε πίσω. Ήταν ήδη αλλού. Πήρε τηλέφωνο τον δικηγόρο, θα τους έκανε μήνυση. Σήκωνε τη γροθιά του, φώναζε. Τα σάλια του πετάγονταν προς όλες τις κατευθύνσεις. Όταν έκλεισε το τηλέφωνο, σιώπησε. Χάθηκε εντελώς. Τον πλησίασε ξανά μα δεν πρόκαμε να τον αγγίξει, σωριάστηκε στην καρέκλα. Έτρεμε το χείλος του. Δεν έλεγε τίποτε. «Θα περάσει κι αυτό, Αντρέα μου» του ψιθύρισε στο αφτί. «Θα είναι καλά το παιδί. Θα δεις. Θα τα ξανακάμει απ’ την αρχή». Ήταν ήδη αλλού όμως. Σκεφτόταν μόνο όσα έχασε.

Όσα έχασες, αυτή είναι η έγνοια σου. Καθόσουν στο γραφείο ώρες ατέλειωτες πνιγμένος στη χαρτούρα, περιμένοντας να έρθει η ώρα να σχολάσεις για να πας στη δεύτερη δουλειά και είχες να διευθετήσεις και τις επενδύσεις από πάνω και σκεφτόσουν και πώς στο καλό θα έχεις σε τάξη τους ενοικιαστές. Όλα μόνος σου τα αγόρασες. Κι έκαμες τη βλακεία να τα πουλήσεις τώρα όλα, οικόπεδα, χωράφια φιλέτα και λοιπά και να τα βάλεις όλα τα λεφτά μαζί, όλες τις καταθέσεις στην ίδια τράπεζα. Πού να σκεφτείς ότι θα φαλιρίσει; Πότε ξαναφαλίρισε τράπεζα; Τα είχες κάνει θάλασσα. Όσα ήξερες ήταν απλά. Δούλευες, πλήρωνες τους φόρους σου, έκανες το παιδί σου, του εξασφάλιζες το μέλλον για να μην βασανίζεται.

Θυμάσαι όταν είπε για πρώτη φορά «μπαμπά»; Μάλλον σ’ το είπαν πως το είπε, δεν ήσουν εκεί. Θυμάσαι όμως που μικρός είχε κόψει ανθάκια από τη βουκαμβίλια και χρωμάτισε τον τοίχο, εκεί που έμπαινες στη σκάλα. Τα είδε η γυναίκα σου και τρόμαξε πως ήταν αίματα. Τον ρωτούσατε κι οι δύο αν έγινε κάτι, αν χτύπησε, αν είδε κάτι, αν τον πλησίασε κανείς. Μετά ανακαλύψατε πως το ‘κανε γιατί ήθελε σημασία. Έλεγε «δεν είμαστε φτωχοί, έχουμε φαγητό». Πού να του εξηγείς τότε. Πού να του εξηγήσεις τώρα. Πώς θα τα ξανακάμει; Είναι μαθημένος αλλιώς. Αλλά έτσι όπως τον έμαθες, πώς θα ξεμάθει;

«Μη μου στεναχωριέσαι, Αντρέα μου». Του χάιδευε το μπράτσο και του ‘δωσε λίγο νερό να πιει. Έκανε να σπρώξει το ποτήρι με το χέρι, μα το χέρι του ξεράθηκε. Έτσι παραδόθηκε στη φωτιά της βουκαμβίλιας και του γερανιού. Στον τέταρτο κύκλο της κολάσεως. Για ένα κούρεμα.

***

Αγνή Φουρναράκη - von Meijenfeldt

Ένα αίσιο τέλος

Η Έλενα τον παρακολουθούσε που ντυνόταν. Το μπλε κοστούμι τού πήγαινε πολύ. Το είχαν αγοράσει στη Ρώμη κι ήταν το αγαπημένο της. Ο Γιόχαν τής είχε γυρισμένη την πλάτη και προσπαθούσε να δέσει τη γραβάτα του. Παρέμενε γοητευτικός, κι ας είχε τα χρονάκια του.

Έπρεπε να ντυθεί κι εκείνη. Θα ερχόταν η κόρη της να τη βοηθήσει. Απ’ όλες τις τουαλέτες, μόνο τρία τέσσερα φουστάνια μπορούσε να βάλει. Τα υπόλοιπα δεν τη βόλευαν πια. Η αναπηρική καρέκλα δεν ήταν ó,τι καλύτερο για να φοράς τουαλέτα. Άλλη μια ανιαρή βραδιά, για δήθεν αγαθοεργό σκοπό, με ξιπασμένους πολιτικούς να γλείφουν τους μεγαλοεπιχειρηματίες. «Όλοι οι φιλάνθρωποι θα είναι πάλι μαζεμένοι, Γιόχαν;» Εκείνος έκανε πως δεν κατάλαβε. «Ναι, κάπως έτσι!»

Το άνετο, πολυτελές διαμέρισμα στο κέντρο του Άμστερνταμ δεν την ικανοποιούσε πια. Βρισκόταν στον τέταρτο όροφο, με μεγάλες βεράντες και μια καταπληκτική θέα στα κανάλια. Ευτυχώς υπήρχε ασανσέρ, ένα μεγάλο αβαντάζ για την πόλη με τα παλιά σπίτια, τη χαρακτηριστική αρχιτεκτονική και το ξεπάτωμα ν’ ανεβοκατεβαίνεις ορόφους με στριφογυριστές, στενές σκάλες κουβαλώντας ψώνια, μωρά, καρότσια.

Όταν ήταν νέα, με το ποδήλατο μέρα νύχτα να διασχίζει σαν τρελοκόριτσο την πόλη, δεν υπήρχε πρόβλημα. Κι οι σκάλες στο πρόγραμμα ήταν. Τρέχανε με τον Γιόχαν σε μουσεία, φεστιβάλ, πάρτι. Ήταν στην ίδια τάξη στο σχολείο. Εκείνη αριστούχος με πάμπολλες εξωσχολικές δραστηριότητες κι αυτός ένας μέτριος μαθητής. Του έκοβε μεν, αλλά δεν καθόταν να διαβάσει. Τον τριγύριζαν και τα κοριτσόπουλα αλλά αυτός, απ’ ό,τι είχε ακούσει από τις συμμαθήτριές, θαύμαζε κι εκτιμούσε μόνο εκείνη. «Τώρα όμως, στα εξήντα πέντε, δυσκολεύουν τα πράγματα με τα προβλήματα υγείας μου» έλεγε η Έλενα σε γνωστούς και φίλους και παρακάτω δεν πήγαινε. «Όσο κρατήσει και βλέπουμε. Θα κάνω ό,τι έκανα και πριν, αλλά πιο ήρεμα».

Τα τέσσερα σκαλοπάτια της κεντρικής εισόδου την εξόντωναν κάθε φορά που ήθελε να βγει για την πρωινή της βόλτα. Οι δυο Φιλιππινέζες τη σήκωσαν κι αυτή τη φορά από την καρέκλα κι εκείνη έπρεπε πάλι να περιμένει τρέμοντας κι ακουμπώντας στον τοίχο του διαδρόμου να τελειώσει όλη αυτή η διαδικασία, που της έσπαγε τα νεύρα. Κρατώντας την, η μια δεξιά κι άλλη αριστερά, την κατέβασαν προσεχτικά στο πεζοδρόμιο και την  έβαλαν πάλι στην καρέκλα. Οι διαβάτες που περνούσαν την κοιτούσαν λοξά, διακριτικά, με συμπόνια, χωρίς όμως να γυρίζουν τελείως το κεφάλι. «Θα αλληθωρίσει κανένας» σκέφτηκε και χαμογέλασε. Της ήρθε πάλι το κέφι. Ο ήλιος έλαμπε, σπάνιο φαινόμενο Γενάρη μήνα στο Άμστερνταμ.

Το σαββατοκύριακο θα ερχόταν ο αδερφός της από τη Ζυρίχη να τη δει. Να θυμηθούν τα παλιά, να της κάνει παρέα. Ο Γιόχαν, νομικός σύμβουλος σε μια πολυεθνική εταιρεία, έφευγε συχνά για ταξίδια στο εξωτερικό για τη δουλειά του. Η κόρη της δούλευε σ’ ένα μεγάλο δικηγορικό γραφείο που δεν της άφηνε πολύ ελεύθερο χρόνο κι από την άλλη είχε και τα δυο ατίθασα τετράχρονα πιτσιρίκια. Την αγαπούσαν τη γιαγιά και τρέχανε με γέλια και φωνές να την προϋπαντήσουν μόλις την έβλεπαν. Ο γιος της έμενε μόνιμα στη Ζυρίχη κι εργαζόταν στο εργοστάσιο του αδερφού της. Ερχόταν κι εκείνος όσο πιο συχνά μπορούσε. Είχε μια ξεχωριστή σχέση με τα παιδιά της.

Μπόρεσε και δούλεψε ως δικηγόρος μόνο δύο χρόνια. Μετά ήρθαν τα παιδιά. Την εποχή εκείνη ήταν δύσκολο να βρεις μπέιμπι σίτερ ή κάποιο σταθμό να τ’ αφήνεις για μερικές ώρες. Μόλις αρρώσταιναν, έπρεπε να μένεις σπίτι και δουλειά από το σπίτι σαν τώρα ήταν άγνωστη. Οι γονείς της έμεναν στη Νότιο Ολλανδία και τα πεθερικά της, πολύ κοσμικά, έρχονταν με τα δωράκια τους μόνο σε γενέθλια και γιορτές. Ποτέ δεν τους πρότειναν να τους βοηθήσουν, έστω μια δυο μέρες την εβδομάδα. «Έλενα, νομίζω ότι ταλαιπωρείσαι» της έλεγε ο Γιόχαν. «Δεν προσπαθείς να δουλεύεις λιγότερες μέρες για κάνα δυο χρόνια και μετά βλέπουμε;» «Μετά η θέση μου έφυγε, Γιόχαν. Ξέρεις πόσοι περιμένουν γι’ αυτό το πόστο».

Λέγε-λέγε όμως, την έπεισε. Εκείνος άρχισε τα ταξίδια και πήγαινε πια μόνος στις κοσμικές συγκεντρώσεις. Εκείνη πάλευε με τα παιδιά. Αραιά και πού τον συνόδευε στα κοσμικά πάρτι. Οι περισσότεροι καλεσμένοι ήταν συνάδελφοι με υψηλές θέσεις. Αισθανόταν περίεργα. Δεν είχε να πει και πολλά μαζί τους. Τι να πει, ότι έχει δύο παιδιά και σταμάτησε απότομα μια λαμπρή καριέρα; Ποιον θα ενδιέφερε; Οπότε στεκόταν χαμογελαστή δίπλα στον άντρα της κι ευχόταν να λήξει γρήγορα αυτό το μαρτύριο. Εκείνος είχε πάντα τον πρώτο λόγο, με το χιούμορ του, τις εμπειρίες του και τα γοητευτικά χαμόγελα στις παρευρισκόμενες κυρίες.

Το κακό τη βρήκε πριν από τρία χρόνια, όταν επιδεινώθηκε η κατάστασή της. Μέχρι τότε οδηγούσε το σπορ αυτοκινητάκι της, πάντα βέβαια με μια φίλη δίπλα, όπως την είχε συμβουλέψει ο γιατρός. Τι κι αν οι γείτονες, βλέποντάς την έτσι αργοκίνητη, έβγαιναν στα μπαλκόνια να δουν μήπως τους τρακάρει τ’ αυτοκίνητά τους; Εκείνο το πρωί ο γιατρός τής είπε με λίγα λόγια ότι θα πηγαίνει από το κακό στο χειρότερο: «Ως τώρα, Έλενα, τα έβγαλες πέρα μια χαρά. Η σκλήρυνση κατά πλάκας είναι μια ύπουλη αρρώστια. Τα συμπτώματα θα ενταθούν: Μείωση της όρασης, μη ελεγχόμενες κινήσεις ματιών. Μούδιασμα ή πόνος σε διάφορα μέρη του σώματος. Κακή άρθρωση και υποτονική ομιλία, δυσκολία στο μάσημα και στην κατάποση. Επιπλέον: κάποιες φορές κατάθλιψη, ζάλη, απώλεια ακοής και μειωμένη όρεξη για σεξουαλική δραστηριότητα». Της κόπηκε η αναπνοή. Έβλεπε το στόμα του ν’ ανοιγοκλείνει χωρίς να βγάζει ήχους. Συγκεντρώθηκε μόνο στις τελευταίες λέξεις: «μειωμένη όρεξη για σεξουαλική δραστηριότητα». Ναι, αυτό τη μάρανε τώρα!

«Αγάπη μου, μη φοβάσαι εγώ θα είμαι πάντα κοντά σου».

«Ναι, Γιόχαν, το ξέρω. Θέλω όμως να μου υποσχεθείς ότι δεν θα φύγω από το σπίτι. Δεν θέλω να καταλήξω σε ίδρυμα. Δεν θα το αντέξω».

«Τρελό κορίτσι, ποτέ δεν θα επιτρέψω εγώ κάτι τέτοιο».

Η πόρτα του νοσοκομείου κλείνει βαριά πίσω τους και μένουν γυμνοί από κάθε ελπίδα. Στη διαδρομή της επιστροφής είναι αμίλητος, παγωμένος, ενώ αισθάνεται το στομάχι του ν’ ανακατεύεται. Το μυαλό του δουλεύει πυρετωδώς. «Τα συμπτώματα θα ενταθούν, τα συμπτώματα θα ενταθούν» τα λόγια αυτά του σφυροκοπούν τα μηνίγγια. «Θεέ μου, πόσο θ’ αντέξω ακόμη;» Καταπίνει τις σκέψεις του και ξαναφοράει το συνηθισμένο του χαμόγελο. Η Έλενα κοιτάει μπροστά της με βλέμμα αδειανό.

Ένα χρόνο μετά την επίσκεψη στο νοσοκομείο, έκανε δύο επεμβάσεις για να της φύγει το τρέμουλο, αλλά μέσα σ’ ένα χρόνο επανήλθε. Δεν μπορούσε πια να κρατήσει ούτε το φλιτζάνι χωρίς να χυθεί ο καφές. Τώρα ζητούσε μια μεγάλη κούπα με τρία δάκτυλα καφέ κι έτσι απέφευγε να λερώνει τα ρούχα της. Άσε που ήταν κι ένα θέαμα για τους γύρω. Γι’ αυτό, τέρμα οι καφέδες, τέρμα τα φαγητά με φίλους, τέρμα και οι περισσότερες κοινωνικές βραδιές μετά του συζύγου. «Πρέπει να ηρέμησε κι αυτός» σκέφτηκε.

Τα υπόλοιπα συμπτώματα ακολούθησαν σιγά-σιγά. Τώρα η παρέα της ήταν οι δυο Φιλιππινέζες, που τη νοιάζονταν και την περιποιούνταν στοργικά. Τα παιδιά κι ο αδελφός της την επισκέπτονταν συχνά κι έμεναν στο σπίτι μερικές μέρες. Ο Γιόχαν έλειπε συνεχώς κι ερχόταν μόνο το σαββατοκύριακο. Την τσούλαγε τότε με την αναπηρική καρέκλα στο πάρκο της γειτονιάς και μετά πήγαιναν στο αγαπημένο του ζαχαροπλαστείο ν’ αγοράσει μηλόπιτα. Εκείνη φορούσε μαύρα γυαλιά, είχε κλειστά τα μάτια κι ευχόταν να μη συναντήσουν κανέναν γνωστό, πράγμα αδύνατον Σάββατο μεσημέρι στο κέντρο του Άμστερνταμ.

Τώρα ο Γιόχαν είχε διοριστεί γενικός διευθυντής στα κεντρικά γραφεία της εταιρείας του στο Παρίσι. «Πολλά τα χρήματα και τα ονόρε. Δεν αφήνεις τέτοιες ευκαιρίες, Έλενα». Εκείνη δεν απαντούσε πια. Είχε φτάσει στο σημείο που δεν μπορούσε ν’ αρθρώσει λέξη. Έτρεμε ολόκληρη, με δυσκολία έγνεφε με τα μάτια. Ούτε μολύβι μπορούσε να κρατήσει να γράψει κάτι που ήθελε να πει στα παιδιά της, στον αδερφό της. Κάτι που τη βασάνιζε τόσον καιρό και την είχε αγριέψει. Της έμεινε μόνο το βλέμμα που τον κάρφωνε και μπορούσες να διαβάσεις το θυμό, την αγανάκτηση και τη βαθιά απογοήτευση.

Το σκηνικό είχε πια αλλάξει: Εκείνος είχε γίνει πιο αθλητικός, γελαστός, πάντα με το ποδήλατο, όταν ήταν στο Άμστερνταμ. Τον συναντούσες συχνά σε συναυλίες, εγκαίνια, δεξιώσεις. Εκείνη πια καρφωμένη στο κρεβάτι, φιμωμένη από την αρρώστια. Τον τελευταίο καιρό, τις νύχτες όταν έφευγαν οι Φιλιππινέζες, ο Γιόχαν έφερνε παρέα στο σπίτι. Κάποτε άκουγε νυχτοπερπατήματα και ψιθυρίσματα και πολύ πρωί πάλι, πριν έρθουν οι κοπέλες, άνοιγε κι έκλεινε η εξώπορτα. Ήθελε να κλείσει τ’ αυτιά της, αλλά δεν την υπάκουαν τα χέρια της. Ήθελε να φωνάξει, αλλά δεν έβγαινε φωνή. Τα μάτια ξερά, δεν έβγαιναν δάκρυα. Ένα βράδυ που νόμιζαν ότι κοιμόταν βαθιά μπήκαν αγκαλιασμένοι στο δωμάτιό της. «Αυτή είναι η Έλενα». Η γυναίκα τής φάνηκε πολύ ψηλή κι άχαρη. «Κατάλαβα τώρα τι εννοείς» ήταν η απάντησή της και βγήκε από το δωμάτιο.

Τρεις εβδομάδες μετά η Έλενα ξυπνάει τρομαγμένη.  Πολύς θόρυβος στο δωμάτιο της. Πού είναι οι Φιλιππινέζες; Ποιοι είναι αυτοί που ακολουθούν το Γιόχαν; «Αγάπη μου, καλημέρα, σήμερα θα πάμε σ’ ένα καταπληκτικό μέρος με όμορφους κήπους, ειδικευμένο προσωπικό κι ίσως να γίνεις καλυτέρα. Έτσι είπαμε με το γιατρό. Τα παιδιά κατάλαβαν ότι δεν γίνεται διαφορετικά. Θα έρχονται κάθε μέρα να σε βλέπουν στην κλινική κι εγώ τα σαββατοκύριακα» της λέει μ’ ένα γλυκερό χαμόγελο και σκύβει από πάνω της να την ανασηκώσει. Το βλέμμα της γίνεται σκέτη φωτιά. Οργή κι αηδία την πλημμυρίζουν. Πού τη βρίσκει τη δύναμη, πώς μπορεί να σηκώνει το χέρι της και να του σκάει ένα ηχηρό χαστούκι;

***

Δήμητρα Χριστοπούλου

Επιστολή στον Ερνέστο Σάμπατο

Aγαπητέ Ερνέστο

Απευθύνομαι σε σας γιατί είμαι απογοητευμένος. Γνωρίζετε το θαυμασμό μου προς το πρόσωπό σας. Θέλω να σας συμβουλευτώ για κάτι σοβαρό. Το δοκίμιό μου απορρίφθηκε. Μου επιστράφηκε με παρατηρήσεις που έδειχναν ότι τα κύρια σημεία διερεύνησης του θέματος δεν έγιναν κατανοητά. Παρανοήθηκαν από τον reviewer. Αισθάνομαι οργή και θλίψη πραγματικά. Υποτίθεται ότι ο reviewer είναι γνώστης της σχετικής σύγχρονης συζήτησης. Μου γράφει αλλοπρόσαλλα πράγματα. Θα έλεγα με αυθάδεια ότι είναι άσχετος. Αλλά αφού είναι άσχετος, γιατί το journal τού ανέθεσε την κρίση της δουλειάς μου; Επομένως, δεν έγινε κατανοητό καν το αντικείμενο έρευνας του δοκιμίου μου. Παρανοήθηκε και από τον editor. Αυτό μου φαίνεται ακόμα χειρότερο. Δεν μπόρεσα να κάνω σαφές το αντικείμενο διερεύνησης. Ούτε καν! Δεν μπόρεσα να επικοινωνήσω το πρόβλημα που διερευνώ! Είμαι μόνος. Εγώ και το δοκίμιό μου. Είμαι εγκλωβισμένος. Δεν μπορώ να το μοιραστώ με κανέναν, αφού δεν μπόρεσα να το μοιραστώ με τον editor και με τον reviewer. Πρόκειται για ένα ερευνητικό ζήτημα που με απασχολεί χρόνια. Το έχω δουλέψει πολλές φορές και νόμιζα ότι είχα φτάσει στην καλύτερη δυνατή εκδοχή της παρουσίασής του. Ο καθηγητής μου με είχε ενθαρρύνει ιδιαίτερα, το χαρακτήρισε σημαντικό. Μάλιστα μου είχε προτείνει σε μεταγενέστερη φάση να το διερευνήσουμε από κοινού. Νόμιζα ότι το θέμα απασχολεί καθέναν που ειδικεύεται στην περιοχή. Θα μπορούσα να δεχθώ ότι οι λύσεις που προτείνω στο ερευνητικό πρόβλημα είναι εσφαλμένες. Θα μπορούσα να δεχθώ με ευχαρίστηση αυστηρές διορθώσεις και νέες προτάσεις σχετικά με αυτές τις λύσεις. Αλλά εδώ, αμφισβητείται το ίδιο το πρόβλημα. Η απάντηση του reviewer ήταν ειρωνική, σχεδόν εξευτελιστική. Ιt should not be published! Δεν εκτίμησε καν την διατύπωση του ζητήματος. Το ερευνητικό πρόβλημα είναι ανύπαρκτο για τους ειδικούς. Φαίνεται, εντέλει, ότι είναι μόνον μέσα στο μυαλό μου. Είμαι μόνος. Εγώ και το ερευνητικό μου πρόβλημα. Είμαι εγκλωβισμένος. Δεν μπορώ να το μοιραστώ με κανέναν, παρεκτός ίσως με τον καθηγητή μου. Αλλά όχι, προτίμησα να μοιραστώ τη στενοχώρια μου μαζί σας. Συμβουλέψτε με, σας παρακαλώ, εσείς έχετε εμπειρία στο γράψιμο αλλά είστε έξω από αυτό, είστε αντικειμενικός παρατηρητής. Σκέφτομαι να γράψω μια επιστολή στον editor, να του εξηγήσω αναλυτικά το πρόβλημα. Να τον ενημερώσω, αν χρειάζεται, για μια κατηγορία προβλημάτων αυτής της περιοχής. Ίσως το στείλει σε άλλον reviewer. Ίσως με καταλάβουν.

 

Ευγένιος Ζωρόπουλος

Διδάκτωρ Φιλοσοφίας

***

Εγγραφή στο Newsletter

Για να λαμβάνετε πρώτοι τα νέα στο Email σας